Στην άκρη του βραχώδους γκρεμού, όπου τα κύματα του Μανιάτικου κόλπου χτυπούσαν ανελέητα τις ακτές, στεκόταν αγέρωχο το κονάκι τους. Ένα αρχοντικό, όμορφο στην απλότητά του, μαρτυρούσε την ιστορία του τόπου. Ήταν ένα μίγμα οχύρωσης και κατοικίας, μια ιδιότυπη δομή που αντανακλούσε την ανάγκη για ασφάλεια σε μια γη γεμάτη προκλήσεις και αντιπαλότητες.
Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν χτισμένοι από μεγάλες, πελεκημένες πέτρες, λαξευμένες με τέχνη και μεράκι από τους ντόπιους τεχνίτες. Η χοντρή πέτρα, συνυφασμένη με την παράδοση της γης 'κείνης, έδινε μια αίσθηση στιβαρότητας και αντοχής. Ο ήλιος, καθώς ανέβαινε στον ουρανό, έλουζε τους τοίχους με το φως του, κάνοντάς τους να λάμπουν σαν να ήταν σμιλεμένοι από το ίδιο το χέρι του Θεού.
Στην πρόσοψη, μια σειρά από μικρά, στενά παράθυρα, σαν παρατηρητήρια, επέτρεπαν το φως να εισέλθει στο εσωτερικό, μα παρείχαν και έναν αίσθημα ασφάλειας. Μια βαριά, ξύλινη πόρτα, διακοσμημένη με σιδερένιες λεπτομέρειες και καρφιά, αποτελούσε το μοναδικό σημείο εισόδου. Όταν ανοίξει, το σκουριασμένο τρίξιμο της πρόδινε την παλαιότητά της, ενώ η θέα από μέσα προς τα έξω ήταν καθηλωτική.
Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν λιτό ακόμα, μα συνάμα ζεστό και φιλόξενο. Τα δωμάτια ήταν μεγάλα, βαριές ξύλινες δοκούς που στήριζαν το βάρος της πέτρας από πάνω. Οι τοίχοι ήταν άδειοι, έτοιμοι μα στολιστούν με όλα εκείνα τα περίεργα που είχαν κουβαλήσει από τις Ρωσίες. Στο κέντρο του κυρίως δωματίου, ένα τζάκι για να τους προσφέρει θαλπωρή σε εκείνο που ονόμαζαν κρύο οι Έλληνες.
Η σκάλα, στενή και απότομη, οδηγούσε στον πάνω όροφο. Εκεί, το φως έμπαινε άπλετο από τα ψηλότερα παράθυρα, δημιουργώντας ένα παιχνίδι σκιών και φωτός. Τα υπνοδωμάτια ήταν εξοπλισμένα με χειροποίητα κρεβάτια, στρωμένα με χοντρά υφαντά, έτοιμα να τους υποδεχτουν.
Γύρω από το σπίτι, ένας κήπος γεμάτος αρωματικά βότανα και ελαιόδεντρα προσέφερε την απαραίτητη ηρεμία και γαλήνη. Από εκεί, η θέα προς το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας ήταν ένα θέαμα που γέμιζε την ψυχή.
«Αυτό είναι Πύργος, Αντρέι.» παρατήρησε με σφιχτά χείλη η Θεοφανώ και τον έσπρωξε με τον ώμο της.
«Υπερέβαλε όπως πάντα ο Κανέλλος. Αυτός ηγήθηκε στο κτίσιμο του. Ήταν λέει κατεστραμενος.»
«Το θυμάμαι.» είπε εκείνη και έκανε μερικά βήματα μπροστά. «Περνούσα καμία φορά όταν έκοβα δρόμο για το Μοναστήρι. Πότε πρόλαβαν να το ξαναφτιάξουν.»
BINABASA MO ANG
Κι αν...
FanfictionΟ Αντρέι γυρίζει στην Οδησσό χρόνια μετά... *(όχι τόσο καλογραμμένο, απλά μια ιδέα που είχα στο μυαλό μου)