Εξαντλημένος από την αγωνία και την αναζήτηση, είχε αποκοιμηθεί στο ανάκλιντρο. Το φως των κεριών έριχνε βίαια σκιές στους τοίχους, μιας και είχε αφήσει παραθυρια ανοιχτά και ο αγέρας ήθελε να σβήσει την κάθε φλόγα, δημιουργώντας ένα σκηνικό μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου.
Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα και εκείνη μπήκε μέσα, ησυχά και απαλά, σαν σκιά. Τα βήματά της ήταν αργά, σχεδόν ανύπαρκτα, και το βλέμμα της γεμάτο θλίψη και εξάντληση. Καθώς πλησίαζε τον καναπέ, το φως του φεγγαριού φώτισε το πρόσωπό της, και για μια στιγμή, όλα έμοιαζαν σαν ένα όνειρο. Ο Αντρέι, βαθιά κοιμισμένος, άνοιξε τα μάτια του αργά και την είδε να στέκεται εκεί, δίπλα του.
Δεν ήταν σίγουρος αν αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό ή αν το μυαλό του του έπαιζε παιχνίδια. Η φιγούρα της, τόσο γνωστή και τόσο αγαπημένη, φαινόταν σαν να είχε βγει από κάποιο όνειρο. Το πρόσωπο της ήταν φωτισμένο απαλά, και η σιωπή της νύχτας έκανε την παρουσία της ακόμα πιο παράξενη. Βυθίστηκε περισσότερο στον καναπέ, στον ύπνο.
Γονάτισε δίπλα του εκείνη, τα δάχτυλά της χάιδεψαν απαλά το πρόσωπό του. Η αφή της ήταν ζεστή και καθησυχαστική, και το βλέμμα της γεμάτο από μια γαλήνη που μόνο η αληθινή αγάπη μπορεί να προσφέρει. Ο άντρας έκλεισε τα μάτια του ξανά, αφήνοντας τη θέρμη της παρουσίας της να τον κατακλύσει, μη θέλοντας να ρισκάρει να ξυπνήσει από αυτό το όνειρο, αν ήταν πράγματι όνειρο ή κάποιος εφιάλτης.
Η Ασημίνα στάθηκε δίπλα στον καναπέ, κοιτάζοντας τον άντρα της να κοιμάται βαθιά. Η ανάσα του ήταν σταθερή, και κάθε ρυτίδα στο μέτωπό του φαινόταν να έχει λειανθεί από τη γαλήνη του ύπνου. Καθώς τον παρατηρούσε, χιλιάδες σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό της, δημιουργώντας έναν κυκλώνα συναισθημάτων και αμφιβολιών.
Η αίσθηση ότι γινόταν κάποια άλλη, ότι η ψυχή μιας γυναίκας που είχε πεθάνει προσπαθούσε να εισβάλει ολόκληρη στη δική της ύπαρξη, την κατακλύζε. Ένιωθε σαν να βυθιζόταν σε έναν ξένο εαυτό, έναν εαυτό γεμάτο μνήμες και συναισθήματα που δεν της ανήκαν. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή που περνούσε, οι γραμμές μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος γίνονταν όλο και πιο θολές. Ήταν σαν να ζούσε δύο ζωές ταυτόχρονα, η δική της και εκείνη της γυναίκας που είχε φύγει.
Ο φόβος την τύλιξε, μια παγωνιά που ανέβηκε από την καρδιά της και διαπέρασε ολόκληρο το σώμα της. Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτή την αλλαγή, αυτή τη μετάβαση που φαινόταν αναπόφευκτη. Οι σκέψεις της ήταν σκοτεινές και μπερδεμένες, γεμάτες ανασφάλεια. Τι θα γινόταν αν πραγματικά έχανε τον εαυτό της; Τι θα γινόταν αν η αγάπη του άντρα της δεν ήταν και για εκείνη;
KAMU SEDANG MEMBACA
Κι αν...
Fiksi PenggemarΟ Αντρέι γυρίζει στην Οδησσό χρόνια μετά... *(όχι τόσο καλογραμμένο, απλά μια ιδέα που είχα στο μυαλό μου)