15. Κι αν...

274 11 12
                                        

Ο Αντρέι καθόταν στο προαύλιο, με την κόρη του στην αγκαλιά του, το μικρό της κορμάκι ακριβώς πάνω στον θώρακα του. Τα χέρια του την κρατούσαν απαλά, όπως κανείς θα κρατούσε κάτι πολύτιμο. Η μικρή χαμογελούσε, βγάζοντας έναν τόσο δα ήχο που έμοιαζε με μουσική που αντηχούσε μέσα από τα βάθη της γης. Έσκυβε αργά και της φιλούσε το κεφαλάκι της, εισπνέοντας το άρωμα των μαλλιών της, μια μυρωδιά που του θύμιζε το άρωμα των αγρών μετά τη βροχή, φρέσκια και καθαρή.

Η Θεοφανώ τους κοιτούσε από απόσταση, χωρίς να βγάζει λέξη. Τα μάτια της γεμάτα συγκίνηση, καρδιά της γεμάτη αγάπη και θαυμασμό. Παρακολουθούσε τον άντρα της, τόσο τρυφερό, τόσο γεμάτο αγάπη για την κόρη τους, και ήξερε ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο πολύτιμο σε αυτόν τον κόσμο από αυτή τη στιγμή.

Η μικρή είχε τώρα τυλίξει τα μικροσκοπικά της χεράκια γύρω από το δάχτυλο του πατέρα της και το τραβούσε παιχνιδιάρικα, ενώ εκείνος γελούσε μαλακά, ένας ήχος βαθύς, σπάνιος. Η Θεοφανώ ένιωσε το βλέμμα της να γίνεται θολό από τα δάκρυα που γεμίζουν τα μάτια της, όχι από λύπη, αλλά από την χαρά και τη συγκίνηση που της προκαλούσε αυτό το θέαμα.

Ο κόσμος μπορούσε να σταματήσει να γυρίζει εκείνη τη στιγμή, και η Θεοφανώ θα ήταν ευτυχισμένη, αρκεί να είχε αυτούς τους ανθρώπους δίπλα της, κάτω από τον ίδιο ήλιο, στην ίδια αυλή που είχε γίνει πλέον το κέντρο του κόσμου της.

«Του τα πήρε τα μυαλά του Καπετάνιου.» την σκούντηξε παιχνιδιάρικα ο Κοσμάς.

«Έχω αρχίσει κι ανησυχώ πως θα με ξεχάσουν και οι δυο.» απάντησε το ίδιο περιπαικτικά η Θεοφανώ.

«Ποιος μωρέ, Καπετάνισσα; Τούτος που έφερε τη γης ανάποδα για 'σένα;»

Κι ήταν η αλήθεια. Εκείνος την προστάτευε, εκείνος τη βρήκε, εκείνος την έφερε πίσω στη ζωή δις.

Και τελικά, ποιο να ήταν το νόημα; Δεν ήταν η εκδίκηση που θέλησε να πάρει η μάνα της, όχι. Είχε αποδεχτεί πως στον κόσμο δεν είχε έρθει μονάχα για να εκδικηθεί και ύστερα να πεθάνει άδικα. Ειχε έρθει για να μάθει πως είναι να είσαι ελεύθερος, να αγαπάς και να αγαπιέσαι τόσο. Να δίνεις ζωή και πίσω να παίρνεις στιγμές. Να επιβιώνεις. Να ξαναγεννιέσαι. Να είναι με εκεινον.

Σα να άκουσε τις σκέψεις της, γύρισε να την κοιτάξει. Τα μάτια του λέπτυναν όσο πλάταινε το χαμόγελο του. Σήκωσε την κόρη του ψηλά και την στριφογύρισε για τους δει η 'μαμά' πόσο όμορφα χόρευαν στον αέρα.

Κι αν...Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin