«Δεν το καταλαβαίνω αυτό το έθιμο, Κανέλλο.» γκρίνιαξε ο Αντρέι γεμίζοντας το πήλινο του με κρασί. «Είμαστε κυριολεκτικά παντρεμένοι-»
«Όχι εδώ.» του απάντησε αμέσως ο θείος του. «Εδώ πρέπει να το αποκαταστήσεις το κορίτσι.» είπε περιπαικτικά και τσούγκρισε με το δικό του πιοτι.
Ο Κοσμάς γέλασε και ξεβούλωσε και το επόμενο κρασί που είχε έρθει από την Ζάκυνθο σε καφάσια ως δώρο για τον επερχόμενο γάμο από τον άρχοντα του νησιού.
«Και στα δικά σου φρούραρχε.»
«Άσε με εμένα τώρα, καλογέρεψα.» του απάντησε με 'κείνο το στραβό του το χαμόγελο.
Η δίπλα πόρτα της σάλας άνοιξε και μπήκε ο Μάρκος κάπως διστακτικά, κάπως αργά.
Η αλήθεια ήταν πως δεν είχαν ανταλλάξει μισή κουβέντα από τότε που είχαν επιστρέψει στη Μάνη. Μια ξέψυχη Καλημέρα ίσως, μα ποτέ δεν είχαν απευθύνει τον λόγο ο ένας στον άλλον. Ο Μάρκος από ντροπή ίσως κι ο Αντρέι από απογοήτευση ίσως.
«Δεν ήθελα να ενοχλήσω, μονάχα να ευχηθώ για την αυριανή.» είπε.
«Γιατί αύριο δεν θα έρθεις;» ρώτησε ο Αντρέι χωρίς να του χαρίσει βλέμμα.
Μια παύση διέκοψε τους εορτασμούς.
«Θέλεις να έρθω;» ρώτησε προσεκτικά.
Ο Αντρέι αναστέναξε. «Είσαι ο πατέρας του Τζαννέτου, είμαστε οικογένεια.» απάντησε όσο πιο λακωνικά γινόταν.
«Εσυ μου τον είχες δώσει πρώτος στην αγκαλιά, το θυμάσαι;» είπε αιφνίδια.
Τότε ο Αντρέι τον κοιταξε. Τον βρήκε να κοιτάζει πίσω, να περιμένει κάποια απάντηση ίσως.
«Εγώ το θυμάμαι, Μάρκο.» του είπε. «Όπως θυμάμαι και τις δυο φορές που μου τράβηξες μαχαίρι, την πισώπλατη μαχαίρια που μου κατάφερες και το ότι με έδεσες χειροπόδαρα να σαπίσω μέσα σε ένα κλειδωμένο σπίτι.»
Ο άλλος άνδρας έσφιξε το σαγόνι του μα δεν έχασε τη μάτια του. Φάνηκε να ήθελε να ακούσει.
«Θυμάμαι πως μέχρι τελευταία στιγμή ήσουν άπιστος. Θυμάμαι πως με άφησες κοντά στο γιό σου και θυμάμαι πως ποτέ δεν με χαιρέτησες όταν έφυγα για Οδησσό.» έκανε ένα βήμα μπροστά. «Πως ήρθες εκεί και πηγές να μου καταστρέψεις τη ζωή, την Θεοφανώ μου. Θυμάμαι.»
«Κι εγώ θυμαμαι, Αντρέι.»
«Αφού θυμάσαι λοιπόν, ήρθε η ώρα να αναλογιστείς όλα τούτα τα λάθη σου και να τα πετάξεις από πάνω σου. Να ζήσουμε ειρηνικά όσο είναι να ζήσουμε ακόμη. Μπορείς; Μπορείς ή θα με κανείς να ξαναπάρω τη γυναίκα μου και να φύγω από τον τόπο σας;»
BẠN ĐANG ĐỌC
Κι αν...
FanfictionΟ Αντρέι γυρίζει στην Οδησσό χρόνια μετά... *(όχι τόσο καλογραμμένο, απλά μια ιδέα που είχα στο μυαλό μου)