12. Εμμονή

38 7 14
                                    

Με πλησίασε επικίνδυνα κοντά και πιάνοντας το μπράτσο μου με μια κτητικότητα που με έκανε να ανατριχιάσω, με τράβηξε προς το μέρος του. Οι κόρες των ματιών του σκούρυναν ακαριαία, και το βλέμμα του καρφώθηκε στα μάτια μου, διαπεραστικό και απαιτητικό, κάνοντας τους παλμούς μου να εκτοξευτούν. Ένιωθα το αίμα μου να βράζει και την ανάσα μου να γίνεται πιο κόφτη.

«Άφησε με Αχιλλέα,» είπα κοφτά, η φωνή μου σπασμένη, καθώς πάσχιζα να ελευθερωθώ από τη σφιχτή λαβή του. Όμως εκείνος δεν φαινόταν να καταλαβαίνει—ή ίσως δεν ήθελε να καταλάβει. Το χέρι του να με έχει κλειδώσει, τόσο δυνατά που άρχισα να νιώθω έναν αμυδρό πόνο να απλώνεται στο μπράτσο μου.

«Τι δεν κατάλαβες από αυτό που σου είπα;» Ρώτησε επίμονος, με μια ένταση που με έκανε να ανατριχιασω ακόμα περισσότερο.

«Εγώ κατάλαβα, εσύ κατάλαβες αυτό που είπα;» Φώναξα με προσταγή, παλεύοντας να συγκρατήσω τα συναισθήματα μου που απειλούσαν να ξεσπάσουν, «Άσε με ήσυχη πριν τα θαλασσώσεις όλα!» Η φωνή μου τρέμοντας από την πίεση, ενώ η καρδιά μου πονούσε ελαφρά σαν να καταπίεζα τον ίδιο μου τον εαυτό, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να μην πληγωθώ.

Ο Αχιλλέας σιγά σιγά χαλάρωσε το σφιχτό του κράτημα, επιτρέποντάς μου να ελευθερωθώ από τη λαβή του. «Ό,τι πεις, Νεφέλη!» είπε με ύφος σχεδόν ειρωνικό. Ήταν σαν να κοιτούσα ξανά τον ίδιο ατσάλινο, ψυχρό Αχιλλέα που είχα συνηθίσει. Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να τον αγγίξει, να τον πληγώσει.

Χωρίς να πει άλλη λέξη, γύρισε προς την πόρτα, αφήνοντάς με να αντικρίζω μόνο την πλατιά του πλάτη. Το βήμα του ήταν αποφασιστικό, και με μια ξαφνική κίνηση, έκλεισε την πόρτα πίσω του με τόση δύναμη που με έκανε να τιναχτώ. Κοίταζα την κλειστή πόρτα και το κενό μέσα μου γινόταν πιο έντονο, μου ήταν τόσο δύσκολο να κρατήσω τον εαυτό μου αγέρωχο.

Το χέρι μου αργοπόρησε στη λαβή της πόρτας, παγιδευμένο σε μια εσωτερική μάχη μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Ωστόσο, η καρδιά μου κέρδισε, και πριν προλάβω να το σκεφτώ περαιτέρω, η πόρτα άνοιξε. Κατέβηκα τις σκάλες βιαστικά, τα κοντά μου πόδια να πασχίζουν να προλάβουν τον Αχιλλέα. Οι παντόφλες σέρνονταν άτσαλα πάνω στα σκαλοπάτια, γλιστρώντας επικίνδυνα, σαν να απειλούσαν να με ρίξουν.

«Αχιλλέα περίμενε!» φώναξα, η φωνή μου γεμάτη αγωνία, προτού παραπατήσω και πέσω άτσαλα στις σκάλες. Ο πισινός μου συγκρούστηκε με το παγωμένο πλακάκι, ευτυχώς για εμένα, δεν έπεσα με τα μούτρα.

Narcissist's EmpireDonde viven las historias. Descúbrelo ahora