1. Το νησί

194 9 1
                                    

Παρατήρησε μια αναστάτωση στον Πύργο. Κι αν ήταν συνηθισμένες τούτες οι πέτρες σε αναστάτωση. Μα πίστευε πως μετά τους Τριβολαίους και το ακαριαίο τέλος τους, θα υπήρχε έστω και μια ώρα ησυχίας.

Γελασμένος μάλλον ήταν.

«Κοσμά; Συνέβη κάτι;» βρήκε τον φρούραρχο επάνω στα τείχη μαζί με τον Πετρή.

«Σαν τι να γινηκε;» ρώτησε ανήξερα, μα με ένα νεύμα του κεφαλιού του του έδειξε τις πολεμίστρες στα δυτικά.

Ο Αντρέι απλώς εγνευσε μιαν καλημέρα σε όλους και περπάτησε αργά προς τα εκεί. Κάθησε και περίμενε, χορταινότας λίγο το πρωινό αεράκι και 'κείνον τον Μανιάτικο ήλιο.

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο μέχρις κάποιος να έρθει για περιπολία.» τον έβγαλε από τις σκέψεις ο Βρώτσος.

«Τι έγινε;»

«Η Θεοφανώ έχασε το μωρό.»

«Τι;» ο Αντρέι πετάχτηκε πάνω και χωρίς δεύτερη σκέψη και κίνησε για τα σκαλιά.

Δυο χέρια τον γραπώσαν από το μπράτσο και ανεπίγνωστα τα πέταξε από πάνω του. «Κάτω τα χέρια-»

«Κάτσε ωρέ Σιντόροφ!» ο Κοσμάς τα σήκωσε ψηλά για να δείξει άμεση υποχώρηση. «Δεν μπορείς να τηνε δεις. Ο Μάρκος έχει βάλει τον Σωτήρη να την φυλάει σα σκυλί. Μονάχα η Αναστασια μπορεί να μπαίνει μέσα. Και μόνο εγώ είμαι ο άλλος που μπορώ να την φυλάω.»

«Πρέπει να δω πως είναι καλά.»

«Ενταξει, το βράδυ. Πολύ αργά ε; Κι αν μοναχά ο Μάρκος δεν είναι. Αλλά για λίγο. Παίζονται τα κεφάλια μας.» του είπε αυστηρά.

Ο Αντρέι ξεφύσησε, κουνώντας το προαναφερθέν κεφάλι. «Τέτοια που είναι, Βρώτσο τούτα τα κεφάλια.» μουρμούρισε και τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη.

Στην κλειστή του κάμαρη καθόταν στο γραφείο, βυθισμένος σε σκέψεις που τον κρατούσαν δέσμιο. Προσπαθούσε να γράψει επιστολές, μα δεν ήξερε που πια. Η ώρα περνούσε αργά, ακολουθώντας την αργή κίνηση της επανάστασης και της παρακμής που τον περιέβαλλε. Οι πέτρες του δωματίου, γκρίζες, στενάχωρες, φαινόταν να συρρικνωναν τον χώρο γύρω του, και να τον πνίγουν αργά και βασανιστικά. Μερικές φορές -όλες τις φορές- του έλειπε ο διαφορετικός πολιτισμός που ήξερε, που είχε μεγαλώσει σε 'κείνον. Το περισσότερο χρώμα και η ζωντάνια που κάπως του μαλάκωναν εκείνη τη μαύρη καρδιά που είχε στο στήθος του.

Όταν ο Κανέλλος μπήκε μέσα, η ατμόσφαιρα διαταράχθηκε από την παρουσία του, αλλά ο Αντρέι, ανίκανος να αντέξει την ενοχλητική του επιμονή, τον έδιωξε κακήν κακώς.

Η φυγήWhere stories live. Discover now