«Έφερα νέα,» είπε με ενθουσιασμό ο Διογένης, καθώς προχωρούσε προς το κέντρο της σάλας. «Άκουσα για μια δουλειά για εσένα, Θεοφανώ.»Η Θεοφανώ τον κοίταξε με μάτια μεγάλα, έκπληκτα και ελπιδοφόρα.
«Τι δουλειά;» ρώτησε, ενώ έγειρε ελαφρά μπροστά, δίνοντας του την αμέριστη προσοχή της.
«Σε ένα ελληνικό τυπογραφείο. Ψάχνουν για υπηρεσία. Είναι καλή δουλειά και θα σε φέρει κοντά στους ανθρώπους μας.»
Η Θεοφανώ αναπήδησε από ενθουσιασμό και σχεδόν αμέσως είπε, «Ναι! Ναι, φυσικά! Θέλω να το κάνω!»
Άστραψε ολόκληρη από χαρά. Ένιωθε πως είχε μια ευκαιρία να σταθεί στα πόδια της, να συμβάλλει και αυτή σε κάτι. Ήθελε να αισθανθεί χρήσιμη, ανεξάρτητη.
Όμως, ο Αντρέι που στεκόταν δίπλα της δεν φαινόταν το ίδιο ενθουσιασμένος. Έσκυψε προς τα εμπρός, κοιτάζοντας τον Διογένη με ανησυχία.
«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε διστακτικά, η φωνή του σταθερή αλλά γεμάτη αμφιβολία. «Είναι ασφαλές; Δεν ξέρει ακόμη καλά τον κόσμο εδώ.»
Η Θεοφανώ τον κοίταξε, σχεδόν θυμωμένα.
«Αντρέι, είναι μόνο μια δουλειά. Και επιτέλους, θα μπορώ να βοηθήσω κι εγώ.» Η φωνή της ήταν γεμάτη ενθουσιασμό, αλλά και μια υπόγεια αγωνία, να δείξει πως μπορούσε να σταθεί μόνη της.
«Ξέρω ότι θες να βοηθήσεις.» είπε μαλακά, κοιτώντας την στα μάτια. «Απλώς δεν είμαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα να σε εκθέσουμε τόσο γρήγορα.»
Ο Διογένης τον κοίταξε σκεπτικός, σαν να ζύγιζε την κατάσταση. «Αντρέι, η ζωή δεν μπορεί να περιμένει για πάντα. Ξέρω ότι θες να την προστατέψεις, αλλά πρέπει να ζήσει κι εκείνη.»
«Σε παρακαλώ,» του ψιθύρισε. «Ας το δοκιμάσουμε.»
Ο Αντρέι αναστέναξε βαθιά. Δεν ήθελε να της αρνηθεί, αλλά η ανησυχία του για την ασφάλειά της δεν μπορούσε να σβήσει τόσο εύκολα. Έσκυψε το κεφάλι του για μια στιγμή, σκέφτηκε, και τελικά, σήκωσε το βλέμμα του, κοιτώντας τη.
«Εντάξει,» είπε τελικά, αν και η φωνή του πρόδιδε τις ανησυχίες του. «Αλλά θα προσέχεις. Και θα είμαι εκεί όποτε χρειαστείς κάτι.»
Την επόμενη μέρα, ο Αντρέι, η Θεοφανώ, και ο Διογένης περπατούσαν μέσα από τους στενούς δρόμους της πόλης προς το τυπογραφείο. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ζωή, με τους ήχους από τις φωνές των εμπόρων, τους θορύβους των κάρων και τον ήχο της θάλασσας στο βάθος. Ο Αντρέι ήταν σιωπηλός, τα βήματα του βαριά καθώς πλησίαζαν στον προορισμό τους.