Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο άλλαξε απότομα καθώς οι εικόνες που είχε πλέξει η Θεοφανώ μέσα από τις μνήμες της, άρχισαν να ρέουν μπροστά στα μάτια της Γερακίνας. Είχε δείξει όλα τα βάσανα που είχε υποστεί η μάνα της, τις σκιές που σκέπαζαν τις γενιές τους. Το πρόσωπο της Γερακίνας γινόταν όλο και πιο χλωμό καθώς έβλεπε τον ίδιο τον άντρα της να αφήνει να σκοτώσουν τον γιο τους εν γνώσει του, υπό την χείρα της ίδιας της μητέρας του. Ένα ατελείωτο κουβάρι προδοσίας και βίας. Οι δαίμονες του παρελθόντος ανέβαιναν στην επιφάνεια με κάθε λεπτομέρεια.Η φωνή της Θεοφανώς έσπαζε καθώς έφτασε στις πιο βαθιά — η βασανισμένη μητέρα της, τσακισμένη από τα χέρια του Θράσου και της Κυπριανής. Και η αλήθεια που έκανε το αίμα της να παγώνει: η Κυπριανή δεν ήταν απλώς μια κοινή γυναίκα, αλλά μια σκοτεινή μάγισσα, ικανή να τραβήξει τις ψυχές των ζωντανών και να διαχειριστεί τις δυνάμεις των νεκρών.
Κι ακριβώς τότε, σαν να την είχαν καλέσει οι ίδιες οι οράσεις, η Κυπριανή εμφανίστηκε από το σκοτάδι. Το πρόσωπο της έμοιαζε με άγριο σκίτσο, με μάτια που φλέγονταν από μίσος. Οι γροθιές της έσφιγγαν κάτι μέσα τους, ψιθυρίζοντας αρχαίες και απόκοσμες λέξεις που γεφύρωναν τα όρια ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό. Η ατμόσφαιρα πάγωσε, και μια σκοτεινή ενέργεια ξεχύθηκε μέσα στο δωμάτιο, διαπερνώντας τα πάντα σαν κύμα θανάτου.
Ο Αντρέι, που στεκόταν λίγο πιο πίσω, ένιωσε το σκοτάδι να τον απειλεί. Είχε μάθει να μάχεται ανθρώπους, να πολεμά την σάρκα και το αίμα. Αλλά αυτό ήταν κάτι άλλο, κάτι που δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ πριν.
Ωστόσο, το βλέμμα του δεν τρεμόπαιξε. Είχε έναν μόνο στόχο. Να προστατέψει τη Θεοφανώ και τη Γερακίνα, που ήταν ακόμα παγιδευμένες ανάμεσα στους κόσμους.
Με αποφασιστικότητα, όρμησε μπροστά, προτάσσοντας το σώμα του σαν ασπίδα ανάμεσα στην Κυπριανή και τις γυναίκες. Η Κυπριανή γέλασε, ένας βαθύς, σπασμωδικός ήχος.
«Φύγε Λάσκαρη!» είπε δυνατά. «Τι την προστατεύεις τούτη; Τη Μάγισσα;»
Αλλά ο Αντρέι δεν πτοήθηκε. Τράβηξε την σπάθα του λες και ήταν γραμμένο πια. Ήξερε ότι η δύναμη της τον ξεπερνούσε, του το 'χε πει τούτο η Θεοφανώ, μα δεν θα εγκατέλειπε. Κάθε φορά που εκείνη προσπαθούσε να επιτεθεί, αντιστεκόταν, βάζοντας το σώμα του σαν τελευταία γραμμή άμυνας. Το αίμα έσταζε από τα χείλη του, τα χέρια του πονούσαν, αλλά εκείνος συνέχιζε.