2. Το σπίτι

90 6 1
                                    

Το πρωινό φως πέρασε μέσα από τις δαντελένιες κουρτίνες του δωματίου της, φωτίζοντας απαλά τους τοίχους και το κρεβάτι. Καθώς ξυπνούσε σιγά-σιγά, τα τελευταία ίχνη των ονείρων της χάνονταν αργά. Το μαλακό στρώμα την αγκάλιαζε και τα δροσερά, καθαρά σεντόνια άγγιζαν την επιδερμίδα της με μια αίσθηση πολυτελείας που ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει μέχρι εκείνη την στιγμή.

Σηκώθηκε αργά και πλησίασε το μικρό νιπτήρα στη γωνία του δωματίου. Το νερό ήταν κρύο, τσούχτερο, αλλά την ξύπνησε εντελώς. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και είδε μια γυναίκα κουρασμένη, τα μάτια της γεμάτα φόβο. Έπρεπε να μείνει δυνατή, σκέφτηκε.

Αφού ντύθηκε με προσοχή με τη μοναδική αλλαξιά που είχε και μισούσε -'κείνο το βαθυκόκκινο φόρεμα, βγήκε διστακτικά από το δωμάτιο της και κατέβηκε τις σκάλες του πανδοχείου. Ο αέρας μύριζε ελαφρώς αλμύρα, αλλά και κάτι άλλο—μια υπόσχεση νέας αρχής.

Βγήκε στον διάδρομο και κατευθύνθηκε προς το καθιστικό την είσοδο του πανδοχείου, όπου ήλπιζε να βρει τον Αντρέι, αφού στο δωμάτιο του δεν ήτανε. Το βλέμμα της σάρωσε τον χώρο μέχρι που τον είδε. Το βλέμμα του, λες και ένιωσε την παρουσία της, συνάντησε το δικό της και της εγνευσε καθησυχαστικά.

«Καλημέρα, πως κοιμήθηκες;» την πλησίασε.

«Από τι ώρα ξύπνησες και γυρίσεις τώρα;» προσπέρασε την ερώτηση του, αφού παρατήρησε τα κουρασμένα μάτια του. «Αντρέι, δεν ξεκουράζεσαι!»

«Έχω χρόνο να ξεκουραστώ, Θεοφανώ.» της είπε και κάθισε στο πλατύσκαλο απέναντι της. Πήρε μια βαθιά ανάσα προτού μιλήσει, τα μάτια του γιόμισαν σοβαρότητα, σκληράδα.

«Η ζωή στο νησί δεν είναι εύκολη για όσους δεν ταιριάζουν στα κοινωνικά πρότυπα, όπως άλλωστε και σε κάθε κοινωνία.» είπε, κοιτώντας την. «Για να αποφύγουμε προβλήματα και υποψίες με τους Βρετανους αλλά και τους Έλληνες, πρέπει να παίξουμε ρόλους. Θα πρέπει να παρουσιαστείς ως ξαδέλφη μου ή-ή κάτι παρεμφερές. Γιατί μονάχα έτσι θα μπορείς να ζεις με εμένα στο κονάκι που βρήκα, κι αυτός ο ρόλος θα σου δώσει τη μεγαλύτερη προστασία και αποδοχή στην κοινωνία. Αυτό, έως ότου βρούμε τα πατήματα μας και-»

«Ξαδέρφια;» έκανε μια γκριμάτσα. «Περνάμε εμείς για ξαδέρφια;» ρώτησε. «Ίσως είναι καλύτερα να είμαι χήρα κάποιου συγγενή σου;»

Ο Αντρέι την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα επέστρεψε το βλέμμα του μακριά από 'κείνη.

Η φυγήWhere stories live. Discover now