8. Η δική σου

108 5 1
                                    

Το φως της αυγής γλιστρούσε μέσα από τις κουρτίνες, αγγίζοντας απαλά την Θεοφανώ που άνοιξε αργά τα μάτια της. Αισθανόταν εξαντλημένη, αλλά για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένιωθε μια εσωτερική ηρεμία. Ήταν μόνη στο κρεβάτι, το δωμάτιο ζεστό και ήσυχο. Ο Αντρέι δεν ήταν εκεί.

Και πριν απελπιστεί, η πόρτα άνοιξε απαλά. Εμφανίστηκε με έναν δίσκο στο χέρι. Ένα φλιτζάνι τσάι που άχνιζε και λίγα φρούτα.

«Καλημέρα,» της είπε με ένα μικρό χαμόγελο που δεν μπορούσε με τιποτα να κρύψει. Τα μάτια του είχαν μια λάμψη που της έδινε την εντύπωση πως περίμενε κάτι περισσότερο από το να την ταΐσει πρωινό. «Πως είσαι;»

«Έφερες πρωινό;» ρώτησε χαμογελώντας. Ήταν ζεστό το βλέμμα της, γεμάτο αναγνώριση για τις μικρές φροντίδες του.

«Ναι, για να δω,» είπε και ακουμπώντας τον δίσκο στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι, ένιωσε την θερμοκρασία της με την παλάμη του. «Είσαι δροσερή.» τα μάτια του ευχάριστα έκπληκτα, ακόμη ψάχνοντας την για άλλα σημάδια αρρώστιας.

«Νιώθω καλύτερα.» επιβεβαίωσε εκείνη, σηκώνοντας το φλιτζάνι τσάι και φέρνοντάς το στα χείλη της. Ήπιε μια γουλιά και χαμήλωσε τα βλέφαρά της. Ένιωθε ζέστη και δεν ήταν πυρετός.

«Κοκκίνισες.» παρατήρησε ο Αντρέι, ξανανιώθοντας την θερμοκρασία της. Για καλό και για κακό. «Είναι-είναι για χθες το βράδυ;»

Η Θεοφανώ σήκωσε τα φρύδια της και τον κοίταξε, υποκρινόμενη έκπληξη. «Χθες το βράδυ; Τι συνέβη χθες το βράδυ;» άφησε το φλιτζάνι πίσω στον δίσκο και κοίταξε έξω από το παράθυρο με σοβαρό ύφος.

Εκείνος την κοίταξε για λίγες στιγμές, προσπαθώντας να καταλάβει αν το εννοούσε. Μια μικρή σύσπαση στα χείλη της όμως πρόδωσε την αλήθεια.

«Τίποτα;» ρώτησε εκείνος ξανά, χαμηλώνοντας τη φωνή του.

Εκείνη έγειρε το κεφάλι της, προσποιούμενη ότι το σκέφτεται σοβαρά. «Όχι, τίποτα. Γιατί;»

Τότε ο Αντρέι συνειδητοποίησε πως τον κορόιδευε. Σηκώθηκε και την κοίταξε με τα χέρια του στους γοφούς, προσπαθώντας να κρύψει ένα χαμόγελο. «Α, έτσι; Τίποτα ενδιαφέρον. Εντάξει τότε.»

Εκείνη χαμογέλασε πλατιά και ξαπλωμένη στο κρεβάτι, χαλάρωσε περισσότερο ξαπλώνοντας πίσω, κοιτάζοντάς τον παιχνιδιάρικα. Ξεκίνησε να γελά. Γέλασε μαζί της, πέφτοντας στο κρεβάτι δίπλα της.

«Ποτέ δεν μπορώ να σε κοροϊδέψω.» είπε εκείνη.

«Όχι, δεν μπορείς,» της απάντησε χαμογελώντας ακόμη.

Η φυγήWhere stories live. Discover now