Η Θεοφανώ άνοιξε τα μάτια της όταν το πρώτο φως της αυγής ήρθε. Ήταν βαριά από την αϋπνία της νύχτας, το σώμα της ακόμη κουρασμένο από τις σκέψεις που δεν έλεγαν να την αφήσουν. Το βλέμμα της έπεσε στο κενό χώρο δίπλα της. Μα τι περίμενε; Ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της.
Έβαλε νερό να ζεσταθεί για τον καφέ, και τα χέρια της κινήθηκαν μηχανικά, σχεδόν σαν να αποζητούσε να απασχολήσει τον εαυτό της με απλές, καθημερινές δουλειές. Καθάρισε το τραπέζι, τακτοποίησε τα πιάτα και άρχισε να σκουπίζει το πάτωμα, μα η σκέψη της παρέμενε καρφωμένη σε όσα είχαν προηγηθεί. Η εικόνα της Δρόσως να στέκεται εκεί, η ένταση ανάμεσα σε εκείνη και τον Αντρέι, η δική της έκρηξη – όλα περνούσαν ξανά και ξανά στο μυαλό της.
Ώρες αργότερα, τον άκουσε να μπαίνει στο σπίτι. Η καρδιά της χτύπησε ελαφρώς πιο δυνατά, μα δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Συνέχισε να σκουπίζει μέχρι που άκουσε τη φωνή του να διακόπτει την ησυχία.
«Το ταξίδι είναι κανονισμένο. Φεύγουμε σε μια εβδομάδα.»
Σταμάτησε ό,τι έκανε, το πανί έμεινε μετέωρο στο χέρι της. Γύρισε αργά να τον κοιτάξει. Στεκόταν εκεί, σοβαρός, οι κινήσεις του σταθερές αλλά το πρόσωπο του πρόδιδε κούραση. Δεν μπορούσε να της κρυφτεί.
«Αντρέι,» ξεκίνησε διστακτικά. «Για όσα συνέβησαν χθες-»
Εκείνος την κοίταξε με ένα βλέμμα σχεδόν αινιγματικό. «Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι, Θεοφανώ. Ήταν λάθος μου που επέτρεψα να δημιουργηθεί αυτή η παρεξήγηση με τη Δρόσω. Δεν ξέρω πως έγινε.»
Η Θεοφανώ άφησε το πανί στην άκρη και τον πλησίασε, τα μάτια της μαλάκωσαν. «Εχεις κάθε δικαίωμα να κανείς ο,τι θέλεις.» σταμάτησε για μια στιγμή, αφήνοντας τα λόγια της να αιωρηθούν στον αέρα, και μετά τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Αλλά σε ευχαριστώ που κράτησες τα προσχ-.»
«Δεν θα γινόταν τίποτε, Θεοφανώ. Σου είπα την αλήθεια,» την διέκοψε. «Δεν ήταν τα προσχήματα.»
«Εντάξει.» χαμογέλασε ελάχιστα. «Σε ευχαριστώ.»
Ο Αντρέι έσφιξε τα χείλη του, σαν να μην ήξερε τι να απαντήσει. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του λες και είχε απογοητευτεί.
Οι μέρες κύλησαν γρήγορα, και η ώρα της αναχώρησης τους πλησίαζε. Η Θεοφανώ βρέθηκε να ετοιμάζεται βιαστικά, το μυαλό της γεμάτο με μικρές λεπτομέρειες του ταξιδιού. Αποφάσισαν πως έπρεπε να ζαλωθούν με προμήθεια για το ταξίδι κι ο Αντρέι την ακολούθησε, αν και φαινόταν διστακτικός. Ήξερε πως θα έπρεπε να περάσουν από το μαγαζί όπου η Δρόσω δούλευε, και η σκέψη αυτή έκανε το στομάχι του να σφίγγεται.