Οι μέρες κυλούσαν αργά και ήσυχα καθώς άρχιζε να προσαρμόζεται στη νέα της ζωή στο νησί. Κάθε πρωί ξυπνούσε νωρίς, ακούγοντας τους ήχους της θάλασσας που ξυπνούσε έξω από τα παραθύρια του σπιτιού. Πέρασε τις πρώτες μέρες της στο σπίτι τακτοποιώντας τα και προσπαθώντας να δώσει ζωή στον χώρο. Κρέμασε τις παραπέτες στα παράθυρα, οι οποίες έφεραν μια αίσθηση ιδιωτικότητας σ'όλο το σπίτι, ενώ τα ράφια σταδιακά γέμιζαν με τα καινουρια τους υπάρχοντα. Όσα χρειάζονταν τουλάχιστον.
Ο Αντρέι έφευγε κάθε πρωί νωρίς, αφήνοντας την μόνη να ασχολείται με το σπίτι, μα όχι πριν την ρωτήσει τι χρειαζόταν. Η Θεοφανώ αφού αρνιόταν, ύστερα συνειδητοποιούσε πως δεν γνώριζε πού πήγαινε ούτε τι ακριβώς έκανε. Αλλά δεν θα το ανέφερε. Ήξερε ότι πιθανότατα έψαχνε για δουλειά, όπως άλλωστε έπρεπε για να επιβιώσουν σε αυτή τη ζωή. Υπήρχε μια προκαθορισμένη αίσθηση απόστασης ανάμεσά τους, με εκείνη να αποδέχεται την κατάσταση, βυθισμένη στη δική της καθημερινή ρουτίνα επιβίωσης. Δεν ήταν άλλωστε υποχρεωμένος να την προσέχει λες κι ήταν μωρό παιδί.
Άνετα άρχισε να νιώθει όταν τελείωσε και την οργάνωση στην κουζίνα με μερικά απλά σκεύη που είχαν αγοράσει, και σύντομα άρχισε να μαγειρεύει με ό,τι μπορούσε να βρει στις αγορές. Το άρωμα από τα μαγειρέματα της γέμιζε το σπίτι, κάνοντας το χώρο να μοιάζει περισσότερο με σπιτικό. Όταν ο Αντρέι επέστρεφε το απογιομα, εκείνη τον περίμενε με ένα απλό δείπνο, και αντάλλασσαν μερικές λέξεις πριν αποσυρθούν ο καθένας στα δικά του δωμάτια.
Η καθημερινότητα έδινε την ευκαιρία σε μια σιωπηρή συνύπαρξη, όπου τα βλέμματά τους συναντιόνταν με κατανόηση χωρίς να χρειάζονται πολλές λέξεις.
Έτσι, η εβδομάδα κύλησε κι έκλεισε γεμάτη μικρές, καθημερινές στιγμές. Το σπίτι τους, άρχιζε να μοιάζει περισσότερο με σπιτικό, καθώς οι ζωές τους αργά-αργά ενώνονταν σε μια νέα ρουτίνα στο άγνωστο νησί, για όσο θα χρειαζόταν.
Μια παύση.
Το δείπνο το βράδυ του Σαββάτου είχε μια ήρεμη, σχεδόν στοχαστική ατμόσφαιρα. Η Θεοφανώ είχε ετοιμάσει ένα γεύμα, μαγειρεμένο με τα υλικά που είχε βρει στην αγορά την προηγούμενη ημέρα – ψωμί, τυρί, και ένα ζεστό πιάτο με χορταρικά και κρέας.
Ήταν φανερά κουρασμένος αλλά με ένα αχνή ηρεμία στο πρόσωπό του. Εκείνη τον περίμενε ήδη στο τραπέζι, με το φαγητό σερβιρισμένο. Έκατσε απέναντι της, και για μερικές στιγμές έτρωγαν σιωπηλά, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του.