Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι, σέρνοντας μαζί της το λεπτό ύφασμα που μόλις κάλυπτε το κορμί της. Κάθε της κίνηση ήταν νωχελική, σαν να απολάμβανε την αίσθηση της ελευθερίας που είχε αποκτήσει ξαφνικά. Ο Αντρέι δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Λίγα λεπτά αργότερα επέστρεψε με ένα μικρό καλάθι στα χέρια, γεμάτο με ψωμί, τυρί και φρούτα. Τον κοίταξε, κρατώντας ένα κομμάτι στα χέρια της. «Άνοιξε το στόμα σου.» τον πρόσταξε γλυκά.
Εκείνος υπάκουσε χωρίς να φέρει αντίρρηση, ενώ το βλέμμα του δεν έφυγε στιγμή από το δικό της. Ένιωθε το άγγιγμά της τόσο ζεστό· δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε νιώσει τόσο ζωντανός.
«Με κάνεις και νιώθω σαν παιδί πάλι.» είπε ο Αντρέι γελώντας.
«Είσαι παιδί.» του απάντησε παιχνιδιάρικα, ακουμπώντας τον ελαφρά στον θώρακα.
Καθώς συνέχιζαν να τρώνε μαζί στο κρεβάτι, άρχισαν να νιώθουν την ένταση στον αέρα να αλλάζει. Το βλέμμα του Αντρέι γινόταν πιο έντονο, και η ίδια δεν μπορούσε να αγνοήσει την έλξη που ένιωθε.
Χωρίς να πει μισή λέξη, έσκυψε και τη φίλησε απαλά.
Τον άφησε να της τραβήξει το σεντόνι, και όταν εκείνος την κοίταξε χωρίς τίποτα να τους χωρίζει, το βλέμμα του δεν είχε τίποτα άλλο παρά ωμή λατρεία.
«Είσαι πανέμορφη.» της ψιθύρισε.
Βρέθηκαν έτσι για αρκετή ώρα, με τα κορμιά τους να χορεύουν σε έναν αργό, αισθησιακό ρυθμό, απολαμβάνοντας την ωμή αγάπη τους.
Η Θεοφανώ, μισοξαπλωμένη δίπλα του, τον κοίταξε και χαμογέλασε. Τον πλησίασε και τον φίλησε απαλά στο μάγουλο. «Σε ευχαριστώ», του ψιθύρισε.
«Για ποιό πράγμα;» τη ρώτησε εκείνος, ακόμα ζαλισμένος από τη στιγμή.
«Για όλα», απάντησε απλά, ξαναπέφτοντας στην αγκαλιά του.
Το απόγευμα κυλούσε αργά, με τον ήλιο να φωτίζει απαλά τη μικρή κάμαρα. Ο Αντρέι και η Θεοφανώ είχαν περάσει την ημέρα μαζί, ήρεμοι, σχεδόν σαν να είχαν ξεχάσει τον έξω κόσμο. Εκείνος καθόταν χαλαρά δίπλα της, το βλέμμα του χαμένο στον ουρανό έξω από το παράθυρο, ενώ εκείνη έπαιζε με τα μαλλιά της, νιώθοντας την αίσθηση της απόλυτης ηρεμίας.
Η σιωπή ανάμεσά τους δεν ήταν βαριά, αλλά γεμάτη από την άνεση που αναδύεται όταν δυο ψυχές συντονίζονται. Κάθε τόσο, τα βλέμματά τους συναντιόνταν και χαμογελούσαν ελαφρά, χωρίς λόγια, μόνο με την αίσθηση της παρουσίας του ενός στον άλλον.