Η Ελλάδα τον καλωσόρισε με ένα φως που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, ένα φως που φαινόταν να διαπερνά την ψυχή του καθώς πλησίαζε την ακτή. Τα νερά γύρω από την Μάνη λαμπύριζαν και η γης που απλωνόταν μπροστά του δεν ήταν απλώς το επόμενο στάδιο του ταξιδιού του. Ήταν το σημείο που οι μνήμες, οι φωνές και οι σκιές του παρελθόντος θα αναγεννιόντουσαν μέσα του. Η καρδιά του χτυπούσε γοργά. Είχε αναζητήσει αυτή τη στιγμή με μια ανείπωτη απελπισία, μα τώρα που πλησίαζε, η αλήθεια έμοιαζε σχεδόν αφόρητη.
Τόση ομορφιά θα χανόταν μέσα σε καριοφίλια κι αίμα.
Καθώς έφτανε, ένα γνώριμο πρόσωπο περίμενε εκεί στην ξύλινη αποβάθρα που παραλίγο να είχε πνιγεί στο παρελθόν.
«Αντρέι, παιδί μου.» φώναξε ο Κανέλλος, πλησιάζοντας με μεγάλα βήματα και απλώνοντας τα χέρια του προς αυτόν.
Η αγκαλιά τους ήταν γεμάτη δύναμη, ζεστασιά και χαμένη αγάπη. Σαν να αγκάλιαζαν όχι μόνο το παρόν, αλλά και το παρελθόν που τους είχε χωρίσει. Ένιωσε έναν κόμπο να λύνεται μέσα του, μια ανακούφιση που δεν μπορούσε να εξηγήσει με λόγια. Ήταν με καποιον που γνώριζε, κάποιον που ειλικρινά εμπιστευόταν.
«Επέστρεψες.» ψιθύρισε ο άλλος άντρας, με τα μάτια γεμάτα από χαρά μα και ένα άγγιγμα θλίψης για όλα όσα είπετο. «Παλικάρι μου, πρέπει να μάθεις τόσα.»
«Μου τα είπε ο Διογένης, Κανέλλο. Τα γνωρίζω όλα.» του απάντησε ο Αντρέι.
«Ο πρώτος Λάσκαρης της γενιάς σου, εδώ, στο σπίτι σου.» τον έσφιξε στην αγκάλη του ξανά.
Ο θείος του.
Ο τίτλος αυτός, το όνομα ήταν κάτι ξένο, κάτι που δεν ήξερε αν μπορούσε να αισθανθεί δικό του. Μέσα σε αυτά τα λίγα λεπτά, η αίσθηση του ανήκειν τον τύλιξε σαν σκιά, έτοιμη να τον καταπιεί.
Αλλά τι σημασία είχε ένα όνομα; Θα υπήρχε αύριο;
Καθώς περπατούσαν μαζί προς τον πύργο, ο Κανέλλος του μιλούσε για την κατάσταση εκεί. Τον ξαφνικό θάνατο της Δαμιανής, τον διωγμό του Τζανή και την αναγκαστική επανασύνδεση του Μάρκου με τη Μεταξία ύστερα απ' όλα. Ο Αντρέι δεν πίστευε στα αυτιά του όλα τούτα που είχαν εβρει την οικογένεια, μα δεν τον ξάφνιασαν κιόλας.
Όταν έφτασαν απ' έξω, ύψωσε τα μάτια του στα τείχη και πριν προλάβει να δει, να καταλάβει, άκουσε το τρίξιμο των Πυλών. Από μέσα έτρεξε ο Κοσμάς Βρώτσος και έπεσε στην αγκάλη του κι εκείνος.