4. Ο προορισμός

113 9 3
                                    

Στην άκρη του κήπου, η Δρόσω και η Ελένη κάθονταν σε μια παλιά ξύλινη κουνιστή καρέκλα, απολαμβάνοντας τον καιρό. Οι μυρωδιές από τα λουλούδια και το αεράκι δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα γαλήνης, αλλά η Δρόσω φαινόταν να είναι αλλού.

«Ελένη,» άρχισε η Δρόσω, παίζοντας νευρικά με τα μαλλιά της, «Εσύ δεν πιστεύεις ότι ο Αντρέι και η Θεοφανώ δεν φαίνονται σαν ζευγάρι;»

Η Ελένη, ξαφνιασμένη από την ερώτηση, γύρισε προς τη Δρόσω. «Τι εννοείς; Είναι παντρεμένοι. Αυτό δεν είναι αρκετό;»

«Ναι, αλλά δεν τους βλέπεις; Είναι πάντα τόσο ψυχροί ο ένας με τον άλλο,» είπε η μικρή, η φωνή της γεμάτη ανησυχία. «Πάντα χώρια, σαν να φοβούνται να πλησιάσουν. Δεν υπάρχει πάθος, καμία ζωντάνια.»

Η Ελένη αναστέναξε, κοιτάζοντας τον ορίζοντα. «Ίσως να είναι απλώς διαφορετικοί. Ξέρεις πως πολλά ζευγάρια παντρευονται χωρίς να το θέλουν.»

«Μπορεί,» παραδέχτηκε η Δρόσω, αλλά η απογοήτευση της ήταν εμφανής. «Όταν τους βλέπω, νιώθω σαν να είναι δύο ξένοι που μοιράζονται το ίδιο σπίτι. Πρέπει να υπάρχει περισσότερη ζεστασιά, περισσότερη επικοινωνία. Σαν εσένα με τον Λαμπρό!»

«Είναι δύσκολο, Δρόσω,» είπε η Ελένη, προσπαθώντας να την κάνει να καταλάβει. «Είναι δύσκολο να βρεις έρωτα.»

«Μα όμως δεν γίνεται!» αντέτεινε η Δρόσω, αναστενάζοντας. «Ο Αντρέι είναι τόσο ευγενικός, όμορφος και ξύπνιος. Δεν καταλαβαίνω πως γίνεται μια γυναίκα να μην τον ερωτευτεί.»

Η Ελένη την κοίταξε με φρύδια σμιχτά. «Δεν είναι δουλειά μας, Δρόσω.» της είπε αυστηρά.

«Ίσως,» συμφώνησε η Δρόσω, αλλά τα μάτια της μαρτυρούσαν άλλα. Σκέψεις που ξέφευγαν από την απλή κουβέντα. «Ίσως.» επανέλαβε.



Δεν ήξερε τι την είχε κάνει να αλλάξει τόσο πολύ. Δν εμπορούσε να κατανοήσει και λογιζόταν για ξύπνιος. Σκεφτόταν. Ξανασκεφτόταν. Μα τίποτα.

Μπήκε ξανά στο δωμάτιο η γυναίκα, κουβαλώντας έναν δίσκο με ένα ποτήρι και λίγους μεζέδες. Τον ακούμπησε στο τραπέζι και τοποθέτησε τα δοχεία επάνω στην επιφάνεια.

«Θεοφανώ, δεν χρειάζεται να τα κανείς όλα αυτά.» είπε ο Αντρέι. «Έλα να καθίσεις μαζί μου. Βάλε κι εσυ λίγο κρασί. Να σου βάλω;» πήγε να σηκωθεί.

«Όχι, θα πάω να ξαπλώσω. Καληνύχτα.» είπε μοναχά και χάθηκε στην σκάλα.

Και τι έκανε; Καθόταν στον όντα της, παρακολουθώντας το φεγγάρι που εμφανιζόταν σιγά σιγά πίσω από τους λόφους. Ένιωθε την ψυχή της να βυθίζεται στις σκιές, ενώ η ζωή της είχε αλλάξει ριζικά κι απότομα.

Η φυγήDonde viven las historias. Descúbrelo ahora