Διάφορες μικρές, τετριμμένες στιγμές που έμοιαζαν με μια επανάληψη της ίδιας ρουτίνας. Ξυπνούσε κάθε πρωί με το φως της αυγής, ούτε λεπτό παραπάνω. Ντυνόταν γρήγορα, μαζεύοντας τα μαλλιά της πίσω, και κατέβαινε για να αρχίσει τη μέρα της.
Στο τυπογραφείο, τα καθήκοντά της ήταν ξεκάθαρα. Καθαρισμός, οργάνωση, καφές, και ταπεινά χαμόγελα προς όλους. Το ίδιο κάθε μέρα. Ήξερε τη θέση της, και για πρώτη φορά ένιωθε να την περιορίζει σαν σφιχτός κορσές.
Ο Πετρός ήταν πάντα ευγενικός μαζί της κι οι υπόλοιποι άντρες της δουλειάς την αντιμετώπιζαν με αδιαφορία. Έκανε ό,τι της έλεγαν χωρίς αντίρρηση, παρόλο που πολλές φορές ένιωθε την αγανάκτηση να της καίει τον θώρακα. Έβλεπε τον εαυτό της, μια γυναίκα που βρέθηκε πάλι να υπηρετεί, μια υπηρέτρια ξανά, σαν να μην είχε ποτέ ξεφύγει πραγματικά από αυτόν τον ρόλο.
Όμως, δεν έλεγε τίποτε. Όταν επέστρεφε σπίτι κουρασμένη, έβρισκε τον Αντρέι συχνά βυθισμένο στις σκέψεις του ή απασχολημένο με τα δικά του. Δεν ήταν ούτε αδιάφορος ούτε ψυχρός –απλώς εκεί. Δεν υπήρχαν έντονοι καβγάδες, ούτε όμως και άνεση στις κουβέντες τους. Κι εκείνη, αν και ήθελε να του μιλήσει, να μοιραστεί τη δυσφορία της, κρατούσε τη σιωπή της. Δεν μπορούσε να του προσθέσει κι άλλα βάρη.
Κι έτσι, οι μέρες κυλούσαν. Το σπίτι τους ήταν σχεδόν γεμάτο πια, μα πάντα τακτοποιημένο, χάρη σε εκείνη κι εκείνον. Και παρόλο που η ρουτίνα έμοιαζε να τους κρατά μακριά, υπήρχαν στιγμές – μικρές, σχεδόν απαρατήρητες – που έφερναν κάποια ζεστασιά ανάμεσά τους.
«Καθάρισες την αυλή;» τον ρώτησε μια Τρίτη.
«Ναι, γιατί;» σήκωσε το βλέμμα του από τα χαρτιά του.
Μια τέτοια βραδιά, η Θεοφανώ καθόταν στον καναπέ με τα πόδια της λυγισμένα κοντά της, διαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο. Ο Αντρέι μπήκε μέσα με ένα μικρό χαμόγελο. Ήταν αργά, κι εκείνη ήταν σχεδόν έτοιμη να κοιμηθεί, αλλά κάτι στο βλέμμα του την έκανε να αναθαρρέψει.
«Θέλεις ένα ποτήρι κρασί;» τη ρώτησε ήρεμα, δείχνοντας με ένα νεύμα το μπουκάλι που κρατούσε.
«Αμέ.» απάντησε απλά, αφήνοντας το βιβλίο στην άκρη.
Κάθισαν μπροστά από το μικρό τζάκι, με τα κεριά να ρίχνουν μαλακές σκιές στα ποτήρια τους, τα οποία άδειασαν αρκετά γρήγορα.
«Πώς είναι η δουλειά σου;» την ρώτησε.
Εκείνη δίστασε για μια στιγμή, αλλά χαμογέλασε αχνά. «Καλή είναι.»