[...]
"Κόρη μου?"Άκουσα τον μπαμπά μου να μου μιλάει.
"Μμμμμ"
"Σήκω μωρό μου μεσημεριασε."
"Νυστάζω."
"Πήγε τρεις, σήκω να φας."
"Τρεις?"Είπα και ανασηκωθηκα. Πόσες ώρες κοιμάμαι?
"Ναι, κατέβα."
"Έρχομαι." Πήγα στο μπάνιο πρώτα και μετά από λίγο κατέβηκα. Τους βρήκα όλους να κάθονται στο τραπέζι. Απαρτία?
"Τι έχουμε εδώ? Το αφήσαμε το νοσοκομείο? "Είπα και έκατσα σε μια καρέκλα.
"Ρεπό."
"Εγω τώρα γύρισα."
"Κι εγω."είπε ο καθένας τους
Αφού φάγαμε όλοι μαζί ανέβηκα επάνω να κάνω ενα μπανιο. Χαλαρωσα μέσα στο ζεστό νερό μη θέλοντας να βγω έξω.
Το απόγευμα θα πάω στο σπίτι του Μάνου. Θα μιλήσουμε για εκείνον και την Νίκη. Θέλω να του πω για τον άνδρα που την είδα να φιλιέται αλλά μήπως πρέπει να βρεθούμε κάπου αλλού? Αν είναι το παιδί στο σπίτι? Αλλά ίσως πάρει τον Δημήτρη μαζί της.
Τυλιξα το σώμα μου σε μια κόκκινη πετσέτα και βγήκα έξω.
Φόρεσα ένα τζιν με μια μαύρη μπλούζα συνδυασμένα με τα άσπρα σταρακια μου.
Έφυγα από το σπίτι. Ήμουν ανυπόμονη, χωρίς να ξέρω το λόγο. Ίσως να θέλω να τον δω και να μάθω τι συμβαίνει, τι έχει να μου πει. Και εγώ βασικά θέλω να του μιλήσω.
Μετά από ένα τέταρτο έφτασα έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας. Ανέβαινα τα σκαλιά και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Άγχος, αγωνια, προσμονή, έρωτας, κάτι από όλα αυτά με συνόδευε.
Χτύπησα την πορτα και περίμενα περισσότερο από οτι θα έπρεπε. Λες να λείπουν? Ίσως! Γαμω το έπρεπε να πάρω τηλέφωνο πρώτα ή έστω να έρθω στην ώρα που μου είπε. Αλλά είπε το απόγευμα, οπότε δεν φταίω εγώ! Φταίω?
Η πόρτα άνοιξε βγάζοντας τέλος στις σκέψεις μου. Μπροστά μου βρέθηκε ο Μάνος αγουροξυπνημενος. Τον ξύπνησα να πάρει, κι ήταν κουρασμένος.
"Σε ξύπνησα γαμω το!"
"Δεν πειράζει, έλα μεσα. Χαίρομαι που ηρθες!"
"Δεν μπορούσα να περιμένω περισσότερο." Ωχ! Πες μου οτι δεν το ειπα δυνατά. Έβαλα το χέρι μου μπροστά από το στόμα μου και τον κοίταξα. Μου χαμογέλασε.
YOU ARE READING
Πυροσβέστης για φίλημα. [✔]
Romance~ You & me against the world.~ Ένα ταξίδι με προορισμό την αγάπη.