Έφυγε...

97 7 0
                                    

Ξαφνικά άνοιξε τα μάτια της, ξεκόλλησε τα χείλη της από τα δικά μου, απομάκρυνε το κορμί της από το δικό μου. Με έσπρωξε απαλά προς τα πίσω και σηκώθηκε όρθια. Σκούπισε βιαστικά το στόμα της, ίσιωσε την μπλούζα της και μου είπε αναστατωμένη «συγνώμη πρέπει, πρέπει να φύγω... δεν...». Εγώ έμεινα αμίλητος κοιτάζοντας το σκυφτό πρόσωπο της που σκεπαζόταν από τα μακριά ίσια μαλλιά της. Έκανε μερικά βήματα πίσω, πήρε την μαύρη τσάντα της που είχε ακουμπήσει στην άμμο, έκανε μεταβολή και έφυγε. Εγώ έμεινα αμίλητος να την κοιτάω, έμεινα αμετόχως καθώς αυτή απομακρυνόταν. Όλο και περισσότερο χανόταν στο σκοτάδι της νύχτας. Όλο και περισσότερο χανόταν στο φως της σελήνης. Εγώ δεν έκανα τίποτα... απλά την κοιτούσα. Μέχρι που εξαφανίστηκε. Μέχρι που χάθηκε. Τότε πετάχτηκα πάνω και έτρεξα προς το μέρος της να την προλάβω... να της κλέψω μία τελευταία λέξη, ένα τελευταίο βλέμμα, ένα τελευταίο φιλί. Αυτή όμως είχε εξαφανιστεί. Δεν την πρόλαβα. Εξαφανίστηκε μαζί με το αεράκι που φυσούσε τα φύλλα των δέντρων. Χάθηκε μαζί με το φως των προβολέων που φώτιζαν τα υγρά σοκάκια.


Τα πάντα σκοτείνιασαν σε μια στιγμή. Χάθηκε αυτή, χάθηκε ο χρόνος, χάθηκα και γω. Σηκώθηκα και έφυγα. Γύρισα σπίτι. Δεν είχε πλέον νόημα. Έφτασα έξω από την είσοδο, έβγαλα από την τσέπη του παντελονιού μου τα κλειδιά και άνοιξα την πόρτα σιγά, αθόρυβα. Τα φώτα ήταν κλειστά, όλοι κοιμόντουσαν. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί δεν είχα καμία όρεξη να περάσω από ανάκριση. Περπατούσα στις μύτες των ποδιών μου. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να με καταλάβει κάνεις. Έκανα μερικά βήματα στο μισοσκόταδο και έφτασα στο δωμάτιο μου. Μπήκα, έκλεισα την πόρτα και κλείδωσα. Το άρωμα της ήταν ακόμα πάνω στα ρούχα μου. Δεν ήθελα να τα βγάλω. Ήθελα να κοιμηθώ με αυτά. Ήθελα να ήμουν όσο το δυνατόν πιο κοντά σε 'κείνη. Έπεσα στο κρεβάτι και έβαλα τα ακουστικά. Το κρεβάτι μου ήταν απέναντι στο παράθυρο και έβλεπα τον γεμάτο αστέρια σκούρο ουρανό της Θεσσαλονίκης. Ήταν τόσο όμορφα. Τόσο φωτεινά όσο τα μάτια της.


Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να κοιμηθώ... μάταια όμως. Μετρούσα τα άστρα μήπως με πάρει ο ύπνος αλλά δεν μπόρεσα. Έμεινα όλο το βράδυ ξύπνιος. Όλο το βράδυ τριγύριζε στο μυαλό μου. Έβλεπα την μορφή της. Έβλεπα τα σώματα μας να ενώνονται. Τα χέρια μου να πιάνουν σφιχτά τα δικά της. Πως ήταν μες την αγκαλιά μου.


Με τα πολλά η νύχτα τέλειωσε. Το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από τους λόφους και ο ήλιος δειλά-δειλά ξεπρόβαλε και φώτισε τις άχρωμες, τσιμεντένιες πολυκατοικίες. Ο ήχος των λιγοστών αμαξιών που διέσχιζαν τον κεντρικό έσπαγε το τραγούδι των πουλιών. Έκανε ψύχρα ακόμα. Ένα αδέσποτο γάβγιζε καθώς περνούσε ένα μηχανάκι με πειραγμένη εξάτμιση. Ο ουρανός ήταν τόσο καθαρός. Τόσο γαλανός, τόσο απέραντος. Οι πρώτες φωνές κάνουν την εμφάνιση τους. Το ρολόι έδειχνε 6:18. Τα πάντα ήταν τόσο γαλήνια. Καθόμουν και χάζευα από το παράθυρο τις κινήσεις των περαστικών. Έβλεπα τους πάντες και τα πάντα, μα κανείς δεν έβλεπε εμένα. Δεν είχαν ξυπνήσει ακόμα οι δικοί μου και γω βρήκα ευκαιρία να ηρεμίσω μετά το χθεσινό. Ήθελα να σκεφτώ γιατί έφυγε τόσο βιαστικά. Η ώρα περνούσε και τα πάντα κυλούσαν κανονικά. Είχα απομονωθεί στον εαυτό μου. Απέφευγα του πάντες και τα πάντα...


Έμεινα μακριά από όλους για αρκετές μέρες. Δεν ήθελα να έχω επαφή με κανέναν. Έκλεισα το κινητό μου. Έμεινα κλειδωμένος στο μικρό γκρι δωμάτιο μου. Έμεινα κλεισμένος να παλεύω με τις σκέψεις μου. Να πολεμάω σε μια άνιση μάχη με την αιθέρια μορφή της. Είχα καταντήσει ένα φάντασμα, ξεχασμένο σε μια αιώνια φυλακή. Έτσι πέρασε η βδομάδα. Έτσι απλά, ασήμαντα. Αυτή ήταν η ζωή μου απλή και ασήμαντη. Μέχρι που εμφανίστηκε αυτή. Εμφανίστηκε από το πουθενά και μου αναστάτωσε τη ζωή. Τα βράδια περνούσαν δύσκολα, βασανιστικά. Τα βράδια δεν κοιμόμουν. Δεν μπορούσα. Τα πρωινά δεν ανάσαινα. Δεν ζούσα , δεν υπήρχα. Τα απογεύματα δεν έβλεπα, δεν άκουγα. Έχανα τις αισθήσεις μου.


Οι μέρες πέρασαν. 7 Σεπτεμβρίου 2015. Σε μια εβδομάδα ξεκινούσαν τα σχολεία. Ανυπομονούσα. Περίμενα με αγωνία τις 14 Σεπτέμβρη. Μετρούσα μέρες, ώρες, λεπτά αντίστροφα για να την ξαναδώ. Εκεί θα την έβλεπα σίγουρα. Περίμενα υπομονετικά. Ζούσα για εκείνο το πρωί. Προετοιμαζόμουν ψυχολογικά και συναισθηματικά για εκείνον τον πρώτο διάλογο μας μετά από όλα αυτά. Μέσα στο μυαλό μου σχεδίαζα αμέτρητα σενάρια για το πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Μου είχαν λείψει τα μάτια της. Το χαμόγελο της. Ο τρόπος που μιλούσε.


Δεν μιλούσα σε κανέναν. Είχα ξεχάσει και εγώ ο ίδιος τον ήχο της φωνής μου. Σάμπως και τι να έλεγα; Ποτέ μου δεν μιλούσα πολύ. Για αυτά τα θέματα τουλάχιστον. Δεν μιλούσα γιατί δεν μπορούσα. Δεν ήθελα βασικά. Φοβόμουν. Φοβόμουν την αντίδραση των άλλων. Των φίλων, των γονιών μου. Αυτό ήταν ένα στοιχείο του ιδιόμορφου χαρακτήρα μου. Οι γύρω μου δεν ήξεραν πολλά για μένα . Στον αισθηματικό τομέα. Αυτό με τυραννούσε σε όλη μου την ζωή.


Μα ο χρόνος πέρασε και έφτασε το τελευταίο βράδυ.


//Wrong Love||Λάθος Αγάπη\\Où les histoires vivent. Découvrez maintenant