Ένα Κακόγουστο Αστείο...

38 2 0
                                    

Καινούργια χρονιά λοιπόν. 1 Ιανουαρίου 2015. Ένιωθα πως αυτή θα ήταν η χρονιά μου. Πως όλα θα ήταν τέλεια. Ιδικά μετά από αυτό το μήνυμα της Αλεξάνδρας. Γέμισα ελπίδες. Πήρα το κινητό στα χέρια μου και πήγα να δω μήπως μου απάντησε. Τίποτα. Έτσι σκέφτηκα να της γράψω εγώ. «Καλημέρα μωρό μου» της έστειλα. Σηκώθηκα και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Χιόνιζε. Όλα ήταν κάτασπρα. Μαγευτικό τοπίο. Ήμουν μόνος στο δωμάτιο. Πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα. Δεν θυμόμουν πολλά από το προηγούμενο βράδυ.


Κάθισα στο κρεβάτι, πήρα ένα λευκό χαρτί και ξεκίνησα να γράφω. Ξεκίνησα να γράφω όλα αυτά που θα έκανα αυτή τη χρονιά. Εκεί μέσα έγραψα τους στόχους, τις ελπίδες, τις φιλοδοξίες. Ήθελα να προετοιμάσω την χρονιά για να είναι όλα τέλεια. Ήθελα να ήμουν προετοιμασμένος για τα πάντα. Όμως για αυτό που έγινε δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος. Ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό ότι μπορούσε να συμβεί αυτό.


Ενώ έγραφα ακουστικέ ειδοποίηση από το κινητό μου. Σκέφτηκα θα ήταν η Αλεξάνδρα. Και όντως αυτή ήταν. Με το που είδα το όνομα χαμογέλασα. Όλα μέσα μου χαμογέλασαν. Με του διάβασα το μήνυμα το χαμόγελα πάγωσε. Όλα μέσα μου πάγωσαν. Το διάβαζα ξανά και ξανά. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Νόμιζα ότι κάτι διάβαζα λάθος. Ότι ίσως ήταν ένα κακόγουστο αστείο. Έλεγε «Νίκο, νομίζω ότι δεν πρέπει να είμαστε μαζί. Είναι λάθος. Αντίο και καλές γιορτές.» Δεν ήθελα να πιστέψω αυτό το αντίο. Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Κατάλαβα ότι αυτό το αντίο το εννοούσε. Όλα διαλύθηκαν μέσα μου. Τα πάντα σκοτείνιασαν. Τίποτα δεν είχε νόημα πια. Έχασα για λίγο τις αισθήσεις μου. Νόμιζα ότι θα πεθάνω. Ένα κύμα με έπνιξε. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Ένα δάκρυ τελικά κύλισε στο μάγουλο μου. Αμέσως το σκούπισα με το χέρι μου. Δεν ήθελα να κλάψω.

Είχα απογοητευτεί. Δεν ήξερα τι να έκανα. Αυτό το αντίο που μου είπε ήταν σαν μαχαιριά. Ένιωσα πως η καρδιά μου μάτωσε. Αν και τα μάτια μου ήταν στεγνά, η καρδιά μου έκλεγε. Έκλεγε με λυγμούς. Ένιωσα το αίμα στις φλέβες μου να σταματάει. Το βλέμμα μου ήταν άδειο, χαμένο. Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Τα παράθυρα είχαν σφραγίσει και ένιωθα φυλακισμένος. Σε μία κρύα, σκοτεινή φυλακή. Είχα απελπιστεί. Είναι πολύ περίεργο να περιγράφεις συναισθήματα σαν αυτά. Είναι σχεδόν αδύνατον να τα εκφράσεις με λόγια. Στις λέξεις πάντα κάτι χάνεται.

Δεν είχα όρεξη για τίποτα. Ήρθε ξαφνικά ο αδερφός μου στο δωμάτιο και γω προσπάθησα να το παίξω άνετος. «Τι έγινε Κωστάκη;» τον ρώτησα κοιτώντας το κινητό μου για να μην καταλάβει ότι κάτι πήγαινε στραβά. «Έξω χιονίζει! Έλα να φτιάξουμε χιονάνθρωπο, είναι και ο μπαμπάς» μου είπε με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά. «Ντάξει έρχομαι, πάνε εσυ και θα έρθω.» του είπα και πήγα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου ενώ αυτός έκλεινε σιγά την πόρτα. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη και είδα κάποιον άλλον. Μπορεί εξωτερικά να μοιάζαμε, αλλά ήταν άλλος. Το μέσα ήταν διαφορετικό. Έβαλα το μπουφάν και κατέβηκα με τον αδερφό και τον μπαμπά μου. Δεν είχα καθόλου όρεξη αλλά δεν ήθελα να τους χαλάσω το χατίρι.

Καθίσαμε στο χιόνι κάμποσες ώρες. Όμως έπρεπε να φύγουμε. Οι διακοπές τελείωσαν. Σε όλη τη διαδρομή δεν είπα κουβέντα. Ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου. Στο ραδιόφωνο έπαιζε Παντελίδη. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου και ο αέρας χτυπούσε το πρόσωπο μου. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά. Ήθελα να πάμε σπίτι. Να κλειστώ στο δωμάτιο μου. Να ξαπλώσω στο κρεβάτι και να σκεφτώ. Είχα να σκεφτώ πολλά. Φτάσαμε. Όλα ήταν ίδια. Έτρεξα στο κρεβάτι μου και σκεπάστηκα με το πάπλωμα. Νόμιζα θα σκάσω.

Η μέρες πέρασαν. Άρχισαν πάλι τα σχολεία. Ήταν και η Αλεξάνδρα εκεί. Ήθελα να της μιλήσω είχα πολλά να της πω, να την ρωτήσω βασικά. Όμως δεν το έκανα. Δεν είχα την δύναμη. Φοβόμουν. Το μόνο που έκανα ήταν να προσποιούμε ότι γελάω όταν περνούσα από μπροστά της. Δεν της μιλούσα παρά μόνον από το Facebook. Κρυβόμουν πίσω από μία οθόνη. Μια ψυχρή, άψυχη οθόνη. Μόνο έτσι μπορούσα να της μιλήσω. Ήμουν δειλός. Τότε ήμουν δειλός.

Ήταν Παρασκευή. Είχα βγει βόλτα με τον Θάνο και τον Άλεξ. Είχαμε πάει στην Περαία. Ενώ όλοι οι άλλοι πήγαιναν στα εμπορικά κέντρα και στις καφετέριες εμείς πήγαμε σε μία εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία. Ανοίξαμε την σκουριασμένη καγκελόπορτα και μπήκαμε μέσα. Προσπαθούσαμε να μην κάνουμε φασαρία για να μην μας πάρουν χαμπάρι. Είχαμε ανοίξει τους φακούς των κινητών μας για να βλέπαμε που πατούσαμε. Πρώτος ήταν ο Άλεξ μετά εγώ και τελευταίος ο Θάνος. Εκεί που διασχίζαμε ένα μικρό μονοπάτι που οδηγούσε στην είσοδο του κτιρίου ακούσαμε έναν δυνατό θόρυβο. Σαν κάτι να έπεσε κάτω. Γυρίσαμε φοβισμένοι να δούμε τι ήταν. Νομίζαμε ότι μας κατάλαβαν. Όντως κάτι είχε πέσει, ο Θάνος σε μια λακκούβα με λάσπη. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και αρχίσαμε να γελάμε δυνατά. Γελούσαμε τόσο δυνατά που πόνεσε η κοιλιά μου. Ο Θάνος έγινε μες τις λάσπες. Αλλά δεν τον πείραζε. Έτσι και αλλιώς εκεί ήμασταν μόνο εμείς. Μπήκαμε από την μεγάλη πόρτα και ανεβήκαμε στην ταράτσα. Οι σκάλες ήταν σάπιες και επικίνδυνες. Πατούσανε προσεκτικά, ένα-ένα τα σκαλιά. Φτάσαμε στην ταράτσα. Από κει πάνω βλέπαμε όλη την Θεσσαλονίκη. Τα φώτα της, το λιμάνι. Καθίσαμε σε κάτι παλιούς καναπέδες. Αρχίσαμε και μιλούσαμε και τους είπα για την όλη κατάσταση με την Αλεξάνδρα. Ο Άλεξ μου είπε κοιτώντας την θέα «Φίλε γραψ' την. Δεν αξίζει να χαλιέσαι για μια γκόμενα.» Εγώ δεν απάντησα. Ήθελα να ακούσω τι είχε να μου πει και ο Θάνος. «Άκου εγώ λέω ότι άμα την θες τόσο μίλα της. Αλλά αυτό που πιστεύω είναι ότι η κοπέλα δεν αντέχει την αγάπη μάλλον. Δεν αντέχει να αγαπιέται και να αγαπάει. Εσύ της έχεις δήξει τόσες φορές πόσο την θες και αυτή παίζει παιχνιδάκια. Ο έρωτας, κούκλα μου, και οι σχέσεις δεν είναι παιχνίδια.» Ήταν ξεκάθαρο ότι προσπαθούσαν να με κάνουν να την ξεχάσω, να την μισήσω. Όμως εγώ δεν μπορούσα ούτε να την ξεχάσω, αλλά ούτε και να την μισήσω.


Ενώ συζητούσαμε ακούσαμε έναν πολύ περίεργο θόρυβο. Σαν βήματα. Στρέψαμε απότομα το βλέμμα μας στην σκάλα. Είδαμε μια ανθρώπινη σκιά. Μάλλον δεν ήμασταν τόσο μόνοι μας.


//Wrong Love||Λάθος Αγάπη\\Onde histórias criam vida. Descubra agora