Που Εσύ...

32 3 1
                                    

Γύρισα στην καθημερινότητα μου. Στην γκρίζα ρουτίνα μου και κάθε μέρα έψαχνα αυτές τις μικρές πινελιές που θα έδιναν χρώμα στο γκρίζο της ζωής μου. Η ζωή ενός εφήβου είναι γεμάτη χρώματα, γέλια και μουσική. Η δικιά μου όμως ήταν ασπρόμαυρη με εντάσεις. Ήθελα να αλλάξω την καθημερινότητα μου. Προσπαθούσα μα δεν τα κατάφερνα. Όλο κάτι με κρατούσε πίσω. Δεν μπορούσα να προχωρήσω.

Κάθε πρωί πήγαινα στο σχολείο. Δεν ήθελα. Με το ζόρι ξυπνούσα το πρωί. Δεν ήθελα να αντικρίζω όλα εκείνα τα πρόσωπα που σε κοιτούσαν σαν να είσαι εξωγήινος. Και μετά πίσω από την πλάτη σου σε έδειχναν με το δάχτυλο και σε σχολίαζαν. Σε λυπούνταν που εσύ ήσουν ο εαυτό σου. Αυτό που διάλεξες εσύ. Και δεν ακολουθούσες τα γυάλινα πρότυπα τους. Που εσύ δεν άκουγες την μουσική τους. Που εσύ είχες τρόπους. Που εσύ αγαπούσες αληθινά, με την καρδιά σου, ενώ αυτή δεν είχαν νιώσει ποτέ τους αυτά που ένιωθες εσύ. Γιατί δεν θα τα άντεχαν, δεν άντεχαν να αγαπούν. Που εσύ είχες λίγους φίλους, μα πραγματικούς που στεκόντουσαν στα δύσκολα, ενώ αυτοί κάθε βδομάδα άλλαζαν παρέα. Που εσύ δεν ''φασωνόσουν'' κάθε Σάββατο και με μία άλλη. Που εσύ δεν άρχιζες να καπνίζεις από τα 14 σου, όπως κάποιοι άλλοι πιστεύοντας ότι είναι μαγκιά. Που δεν έκανες πρώτη σου φορά σεξ στο 15, σε μία τουαλέτα ενός μπαρ, γιατί ήθελες η πρώτη σου φορά να είναι ξεχωριστεί με έναν άνθρωπο που αγαπάς και σε αγαπάει. Που δεν δοκίμασες ναρκωτικά '' για την εμπειρία''. Που ήσουν ευγενικός με όλους και δεν κρατούσες κακίες. Που εσύ ήσουν ακόμα παιδί και δεν το ξεχνούσες. Που εσύ είχες περάσει πολλά και αυτοί δεν το ήξεραν, παρά μόνο οι φίλοι σου. Που εσύ δεν φοβόσουν να φανερώσεις τα συναισθήματα σου στον άνθρωπο που αγαπάς. Που εσύ δεν σταματούσες να προσπαθείς, να δείχνεις στο άτομο που αγαπάς ότι είσαι ερωτευμένος μαζί του. Που εσύ ήσουν αυθεντικός. Που εσύ δεν ήσουν σαν εκείνους. Αυτή ήταν η κοινωνία μας. Μια ψεύτικη κοινωνία που οι δήθεν και οι αποτυχημένοι επιβάλλονταν έναντι των υπολοίπων. Αυτή την κοινωνία εγώ είχα όνειρο να την αλλάξω.

Η μέρες στο σχολείο ήταν δύσκολες. Είχα πολύ διάβασμα. Πλησίαζαν οι εξετάσεις. Εξακολουθούσα να κάθομαι στο ίδιο θρανίο με την Αλεξάνδρα. Μετά τα Χριστούγεννα δεν μιλούσαμε καθόλου. Οι μήνες περνούσαν και δεν ανταλλάζαμε ούτε καλημέρα. Ούτε ματιά. Πόσο ήθελα να την άκουγα να μου μιλάει. Είχα πεθυμήσει την φωνή της. Ήμουν επικεντρωμένος στο διάβασμα μου. Έπρεπε να γράψω καλά στις εξετάσεις. Οι διακοπές του πάσχα πλησίαζαν. Πλησίαζαν όμως και οι εξετάσεις. Με άγχωνε αυτό πάρα πολύ.


Οι διακοπές έφτασαν και γω τις περισσότερες μέρες ήμουν έξω. Έβγαινα με τους φίλους μου. Δεν μπορούσα να έμενα σπίτι. Ένιωθα εγκλωβισμένος. Κάναμε κάθε είδους τρέλας. Αυτό με βοηθούσε να ξεχαστώ. Οι διακοπές περνούσαν γρήγορα. Οι μέρες, οι ώρες κυλούσαν σαν νερό. Κάθε απόγευμα καθόμουν και διάβαζα για της εξετάσεις. Είχα βάλει προσωπικό στοίχημα με τον εαυτό μου ότι θα έγραφα πολύ καλά.

Τελικώς ήρθε εκείνο το πρωί. Το πρώτο μάθημα. Έγραφα αρχαία. Πίστευα ότι θα έγραφα σχεδόν 20. Δεν είχα καθόλου άγχος. Πρώτη φορά. Πρώτη φορά που δεν είχα άγχος. Μπήκα στην αίθουσα και κάθισα στο 4ο θρανίο. Πάνω του ήταν γραμμένα κάτι στιχάκια. Δεν ήξερα ποιος καθόταν εκεί. Άρχισα να διαβάζω μέχρι να μου φέρει ο επιτηρητής τα θέματα. Ήταν πολύ ωραία λόγια. Με νόημα. Με έκαναν να σκεφτώ λίγο. Με έκανε να σκεφτώ πως τελικά δεν άξιζε να στεναχωριέμαι. Πως έπρεπε κάθε μέρα να χαμογελάω. Τότε ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μου. Το χαμόγελο αυτό όμως πάγωσε όταν διάβασα τα θέματα των αρχαίων. Ήταν πολύ δύσκολα. Απελπιστικά. Όμως έπρεπε να γράψω. Ξεκίνησα λοιπόν να γράφω ότι ήξερα. Η ώρα περνούσε και η αίθουσα άδειασε σχεδόν. Κοιτούσα γύρω μου και έβλεπα τα σκυμμένα κεφάλια των παιδιών. Ήταν όλα τόσο ήσυχα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από τα στυλό. Συγκεντρώθηκα στο γραπτό μου και συνέχισα να γράφω. Είχα τελειώσει. Σηκώθηκα και έδωσα το γραπτό στον καθηγητή. Πήρα την τσάντα μου και βγήκα από την αίθουσα.

Είχαμε κανονίσει να πάμε για μπάνιο. Έβαλα τα γυαλιά ηλίου μου και ξεκινήσαμε. Πήγαμε στην Αγία Τριάδα, στην εγκαταλελλημένη πλαζ. Εκεί είχε μια σκάλα και πηγαίναμε και κάναμε βουτιές. Πήραμε το λεωφορείο και μετά από 5 στάσεις φτάσαμε. Γελούσαμε, μιλούσαμε, τραγουδούσαμε. Περπατήσαμε λίγο και καθίσαμε στην άμμο. Ο ήλιος έκαιγε. Βάλαμε τις πετσέτες κάτω και κατευθείαν τρέξαμε στην σκάλα. Το τσιμέντο έκαιγε. Η θάλασσα ήταν τόσο ήρεμη, τόσο γαλήνια. Απέναντι βλέπαμε την θεσσαλονίκη. Πήρα μια βαθιά ανάσα, έτρεψα, πήδηξα και βούτηξα στην θάλασσα. Νόμιζα ότι πετούσα. Κολύμπησα και βγήκα έξω. Πήγα πάλι να κάνω βουτιά. Ενώ εγώ καθόμουν στην άκρη της σκάλας ο Άλεξ με έσπρωξε και έπεσα μέσα. Μετά έπεσε αυτός και οι υπόλοιποι. Αρχίσαμε να βρέχουμε ο ένας τον άλλον. Τότε ο ένας πήρε στους ώμους του τον άλλον και παίξαμε κοκορομαχίες. Πότε εμείς ρίχναμε τους άλλους, πότε οι άλλοι εμάς. Μετά από λίγη ώρα κουραστήκαμε και βγήκαμε έξω. Παίξαμε λίγο ρακέτες και μετά ξαπλώσαμε στις πετσέτες. Η αλμύρα της θάλασσας μαζί με το καυτό ήλιο έκαιγε το δέρμα μου. Μετά από ώρα φύγαμε και γυρίσαμε σπίτια μας. Είχα κοκκινήσει και έτσουζε.

Έδινα το ένα μάθημα μετά το άλλο. Είχα κουραστεί αλλά έγραφα καλά. Οι μέρες πέρασαν και έφτασε το τελευταίο μάθημα. Δίναμε γλώσσα. Αφού γράψαμε πήγαμε όλοι μαζί για μπάνιο και κάτσαμε μέχρι το βράδυ. Τότε μαζέψαμε και κάψαμε τα βιβλία μας. Αυτό σήμαινε και το τέλος της χρονιάς, μα και την έναρξη του καλοκαιριού.


//Wrong Love||Λάθος Αγάπη\\Donde viven las historias. Descúbrelo ahora