Νέα Χρονιά...

51 4 0
                                    

Πρωί-πρωί ετοιμαστήκαμε για ταξίδι. Κατεβάσαμε ένα σορό βαλίτσες και τις φορτώσαμε στο αυτοκίνητο. Είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Τουλάχιστον 3 ώρες. Εγώ κάθισα στο μπροστά κάθισμα και η μαμά μου με τον αδερφό μου στο πίσω. Ο ήλιος ακόμα δεν είχε βγει. Η πόλη έμοιαζε έρημη και ένα κύμα ψύχους είχε σκεπάσει τα πάντα. Όλα γύρω ήταν πολύ περίεργα. Δεν είχα ξαναδεί την πόλη τέτοια ώρα. Η ατμόσφαιρα ήταν παγωμένη. Το κρύο περνούσε μέσα από το μπουφάν μου. Έτριβα τα χέρια μου να ζεσταθώ καθώς το σαγόνι μου έτρεμε και χτυπούσαν τα δόντια μου μεταξύ τους πολύ γρήγορα. Πριν ακόμα ξεκινήσουμε άνοιξα το ραδιόφωνο και έβαλα μουσική. Παντελίδη. Το 'πίνω από κει ψηλά για σένα'. Το αγαπημένο μου. Περάσαμε το αεροδρόμιο και έβλεπα τα αεροπλάνα που έφευγαν. Αναρωτιόμουν που να πήγαιναν. Πάντα ήθελα να μπω σε ένα αεροπλάνο. Που να ήξερα ότι κάποια στιγμή θα τα μισούσα.

Περνούσε η ώρα και γω κοίταζα έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου χαζεύοντας το χειμερινό τοπίο. Όλα ήταν τόσο γαλήνια. Τα γυμνά δέντρα, τα παγωμένα ρυάκια. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Το μυαλό μου ήταν άδειο, καθαρό. Αφέθηκα στην φύση. Πρώτη φορά που δεν είχα κάτι στο μυαλό μου. Πρώτη φορά που ήμουν τόσο ήρεμος. Κάναμε στάση για να ξεκουραστούμε. Είχαμε διανύσει τη μισή περίπου απόσταση. Είχαμε άλλη μιάμιση ώρα.

Συνεχίσαμε και τελικά μετά από αρκετά δύσκολο ταξίδι φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Ήταν τόσο όμορφο. Ένα μικρό, πετρόχτυστο κτίριο. Δύσκολα το έπιανε το μάτι σου. Είχε ένα μεγάλο περιποιημένο κήπο. Με το που άνοιξα την μεγάλη ξύλινη πόρτα μια έντονη μυρωδιά κανέλας και λεβάντας με πλημύρισε. Μύριζε τόσο ωραία. Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή τη μυρωδιά. Έκλεισα τα μάτια μου και θυμήθηκα την προγιαγιά μου. Όταν πηγαίναμε στο χωριό και το σπίτι μύριζε κανέλα από τα γλυκά που έφτιαχνε. Μου ήρθε στο μυαλό το τζάκι που κάπνιζε και γω πήγαινα δίπλα και κοιτούσα τις μισοσβησμένες φλόγες. Το ψωμί που φούρνιζε κάθε μέρα. Την πίτα που έφτιαχνε και μου έδινε εμένα πάντα το πρώτο κομμάτι. Ήταν τόσο οικείο όλα αυτό που με έφερε στο μυαλό αναμνήσεις που είχαν μείνει κλειδωμένες σε κάποιο σημείο της καρδιάς μου.

Μπήκαμε στο δωμάτιο μας και γω κατευθείαν κοίταξα έξω από το παράθυρο. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα. Η θέα ήταν μαγευτική. Σε μαγνήτιζε και το βλέμμα σου κολλούσε δίχως να το ελέγχεις και να μπορείς να ξεκολλήσεις. Μέσα στα απότομα βουνά ξεχώριζες με δυσκολία τα σπίτια. Και γω από μέσα μου σκεφτόμουν «Να! Αυτό είναι το Καπέσοβο και πιο δίπλα το Τσεπέλοβο. Και αυτό εκεί στην άκρη, είναι τα Πεδινά.» Μου ήταν γνώριμα. Από μικρός ερχόμουν εδώ.

//Wrong Love||Λάθος Αγάπη\\Donde viven las historias. Descúbrelo ahora