ΚΑΘΕ ΜΑΪΟ η Γιορτή της Άνοιξης στην οδό Μαγκαζίν τόνιζε πόσο λίγες πρωινές ατραξιόν είχε να προσφέρει η οδός Φρέντσμεν. Οχτώ χιλιόμετρα καταστημάτων, μουσικής και πεζών που περιφέρονταν προσέλκυαν τα πλήθη στα εστιατόρια και στις καφετέριες της συνοικίας Λόουερ Γκάρντεν. Πού τέτοια τύχη στο Μαρινύ. Η Φρέντσμεν είχε νυχτερινά στέκια, όπου ο κόσμος ερχόταν για να ακούσει τζαζ και να μεθύσει. Η έκφραση στο πρόσωπο του Γουίλ ήταν εύγλωττη την ώρα που τακτοποιούσε τις αποδείξεις της προηγούμενης μέρας, και οι μύες στα χέρια του έκαναν συσπάσεις καθώς άθροιζε τα ποσά στη γέρικη αριθμομηχανή του. «Ήταν ανάγκη να αγοράσει ο πατέρας μου αυτό το κτίριο και ν' ανοίξει το καφέ σ' αυτό τον δρόμο; Ήταν ανάγκη να αγοράσουν οι Καστίγ εκείνη την πολυκατοικία ακριβώς απέναντί μας;» Πέταξε το μολύβι του στο τραπέζι. Ο μήνας ήταν κακός από άποψη εσόδων. «Κοίτα τι σου φέρνω» είπα, προσπαθώντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. Του έδειξα τον εσπρέσο που του είχα μόλις φτιάξει επάνω στο γραφείο του. Δεν τον κοίταξε καν. «Κι αν βγάζαμε πέντ' έξι τραπεζάκια πίσω, εκεί που παρκάρω, βάζαμε λαμπιόνια, παίζαμε λίγη μουσική και το βαφτίζαμε αίθριο; Ίσως είναι ωραία εκεί πίσω. Πιο ήσυχα...» τραύλισε σαν υπνωτισμένος. Είτε στεκόμουν εγώ μπροστά του είτε κάποιος άλλος ήταν ένα και το αυτό. Εκείνη τη στιγμή μπήκε χοροπηδώντας στο γραφείο η Τρεϊσίνα. «Για ανακαινίσεις λέτε; Φτιάξε πρώτα τις τουαλέτες, τις χαλασμένες καρέκλες και τα αναθεματισμένα τα πλακάκια στο αίθριο, και μετά βλέπουμε, μωρό μου!» Πέταξε την τσάντα της στην καρέκλα στη γωνία. Ύστερα έβγαλε το χαχόλικο άσπρο μπλουζάκι της μπροστά σε μένα και στον Γουίλ κι έβαλε ένα στενό κόκκινο μπλουζάκι που είχε μέσα στην τσάντα, εκείνο που φορούσε πάντα στη βραδινή βάρδια. Πάντα ήταν πολύ άνετη, πολύ σίγουρη για το μικροσκοπικό τέλειο σώμα της. Προσπάθησα να κοιτάξω αλλού. Η Γιορτή της Άνοιξης έκανε τα μαλλιά του Γουίλ να ασπρίζουν πιο πολύ απ' όσο οι Απόκριες ή το φεστιβάλ τζαζ. Αλλά οι γκρίζες τρίχες τον έκαναν ακόμα πιο σέξι. Ανήκε στους άντρες που, όσο μεγαλώνουν, ομορφαίνουν, διαπίστωση που ήμουν έτοιμη να εκφράσω εκείνο το πρωί την ώρα που μας διέκοψε η Τρεϊσίνα. Οι δύο αταξίες που είχα κάνει και η τόλμη που μου γεννούσαν με έκαναν να πετάω έναν σωρό σχόλια. Μάλιστα είχα αρχίσει να βρίζω και περισσότερο, προξενώντας μεγάλη σύγχυση στην καημένη την Ντελ και τη μικρή κόκκινη Βίβλο της. «Έχει δουλειά απόψε;» ρώτησε η Τρεϊσίνα ενώ έβαζε το μπλουζάκι μέσα στο παντελόνι της. Τέλειωνα τη βάρδιά μου την ώρα που άρχιζε τη δική της και δεν είχα ούτε ένα τραπέζι να της δώσω. Τέτοια νέκρα. «Μπα...» «Καθόλου» είπε ο Γουίλ. «Γιορτή της Άνοιξης». «Δε γαμιέται και η Γιορτή της Άνοιξης!» αποκρίθηκε εκείνη και ύστερα βγήκε χοροπηδώντας από το δωμάτιο. Παρακολούθησα τη φουντωτή αλογοουρά της να αναπηδάει προχωρώντας στον διάδρομο προς την τραπεζαρία. «Είναι καταπληκτική...» μουρμούρισα. «Μπορείς να την πεις κι έτσι» αποκρίθηκε εκείνος σέρνοντας τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά του. Το έκανε τόσο συχνά, ώστε αναρωτιόμουν αν είχε κάνει αυλακιές στο δέρμα του κρανίου του. Τελικά πρόσεξε πως ήμουν εκεί. Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. «Έχεις σχέδια για απόψε;» «Όχι». «Δε θα δεις εκείνο τον τύπο;» «Ποιον τύπο;» ρώτησα απορημένη. «Τον τύπο από το Halo». «Α, εκείνο τον τύπο...» είπα, και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. Είχαν περάσει εβδομάδες από κείνο το βράδυ, και δεν το είχαν αναφέρει ούτε ο Γουίλ ούτε η Τρεϊσίνα, η Τρεϊσίνα μάλλον επειδή παραήταν πιωμένη για να το θυμάται, και ο Γουίλ επειδή δε γινόταν ποτέ αδιάκριτος. Μήπως τελικά είχε δει κάτι; «Μία φορά βγήκα μαζί του μόνο. Δεν υπήρχε χημεία». Ο Γουίλ με κοίταξε με ζαρωμένα μάτια, σαν να θυμόταν λίγο διαφορετικά τα πράγματα. «Δεν υπήρχε χημεία;» Ξαναγύρισε στην αριθμομηχανή του κι έγραψε κι άλλα ποσά. «Εγώ άλλα είδα...» Όταν ρώτησα τη Ματίλντα τι να κάνω στην περίπτωση που συναντήσω κάποιον γνωστό μου όταν είχα ραντεβού κανονισμένο από το S.E.C.R.E.T., μου είπε πως η αλήθεια ήταν πάντα προτιμότερη από το ψέμα. Και να που τώρα έλεγα ψέματα. «Γουίλ, η Τρεϊσίνα ήρθε, οπότε εγώ την κάνω. Τα λέμε αύριο» αποκρίθηκα και ετοιμάστηκα να γίνω καπνός. «Κέισσι!» αναφώνησε ο Γουίλ, τρομάζοντάς με. Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις άλλες ερωτήσεις, προσευχήθηκα από μέσα μου. Ο Γουίλ με κοίταξε στα μάτια. «Σ' ευχαριστώ για τον καφέ». Τον χαιρέτησα στρατιωτικά κι έφυγα. «Κέισσι!» Τι θέλει πάλι; Έκανα μεταβολή, γύρισα πίσω κι έχωσα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. «Φαινόσουν πολύ... καλά εκείνο το βράδυ. Καταπληκτικά». «Α... Ευχαριστώ» αποκρίθηκα, κοκκινίζοντας σίγουρα σαν κοριτσάκι. Αχ, Γουίλ. Καημένε Γουίλ. Καημένο Café Rose. Κάτι έπρεπε να γίνει, και γρήγορα. Ήταν αναπόφευκτο. Εκείνο το βράδυ το τακούνι της φωσφοριζέ γόβας της Τρεϊσίνα γαντζώθηκε σε μια ρωγμή στο πεζοδρόμιο. Τα δάχτυλα του ποδιού της προχώρησαν, αλλά το τακούνι έμεινε σταθερό, στρίβοντας τον αστράγαλό της, που ήταν σαν κλαδάκι. Μας είχε προειδοποιήσει –και την είχαμε προειδοποιήσει κι εμείς– πως ήταν επικίνδυνο να φοράει γόβες στη δουλειά με τόσες ρωγμές στο πλακόστρωτο. Αλλά τέτοια είναι η γυναικεία ματαιοδοξία και τέτοια ήταν η ζωή μου, μιας κι έπρεπε να αναλάβω εγώ μερικές από τις νυχτερινές της βάρδιες ώσπου να επανέλθει ο πρησμένος αστράγαλός της στο φυσιολογικό λεπτεπίλεπτο μέγεθός του. Γκρίνιαξα στη Ματίλντα, που μου είχε ζητήσει να την ενημερώνω για το πρόγραμμά μου. Ήλπιζα πως η επόμενη φαντασίωσή μου θα πραγματοποιούνταν στο Μέγαρο και επίσης ευχόμουν αυτό να συνέβαινε σύντομα. Αλλά έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, τούτος ο μήνας μάλλον θα περνούσε χωρίς φαντασιώσεις. «Δεν υπάρχει πρόβλημα» μου είπε. «Απλώς θα προγραμματίσουμε δύο τον ερχόμενο μήνα». Παρ' όλα αυτά, οι αναμνήσεις από το ιντερλούδιο στο τζαζ μπαρ ξεθώριαζαν, και η αλήθεια είναι ότι λαχταρούσα περισσότερα. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν: ευτυχώς που υπάρχει και η Γιορτή της Άνοιξης, γιατί, έτσι και είχαμε δουλειά, δε θα τα έβγαζα πέρα με μία εβδομάδα διπλοβάρδιες. Τα πρωινά είχε νέκρα, αλλά το βραδάκι στη γειτονιά μας ήταν ακόμα πιο καταθλιπτικό. Οι πελάτες που απορροφούσαν τη λάμψη από τα φώτα του δρόμου ήταν τόσο λίγοι, που το φως αντικατοπτριζόταν στους τοίχους και στα τζάμια κι έκανε το καφέ να μοιάζει βγαλμένο από έρημο πίνακα. Ο Γουίλ έμενε στο σπίτι της Τρεϊσίνα για να τη βοηθάει να μετακινείται, οπότε η καθησυχαστική παρουσία του έλειπε από το επάνω πάτωμα. Δε με πείραζε. Είχα πρόχειρα ένα δυο καλά βιβλία, και μάλιστα είχα το θάρρος να αξιοποιήσω τον ελεύθερο χρόνο μου ώστε να σημειώσω μερικές από τις σκέψεις μου στο «ημερολόγιο των φαντασιώσεων», το μοναδικό πράγμα που μου είχαν ζητήσει από το S.E.C.R.E.T. να κάνω. Αυτό ακριβώς έκανα καθισμένη στην μπάρα την ώρα που τα κουδουνάκια της πόρτας με ειδοποίησαν ότι μπήκε κάποιος που φαντάστηκα ότι θα ήταν βραδινός πελάτης. Αλλά ήταν το παιδί που έφερνε τα γλυκά, πράγμα παράξενο, επειδή συνήθως αυτοί έκαναν τις παραδόσεις τα χαράματα, όταν βρισκόταν εδώ η Ντελ για να υπογράψει το δελτίο αποστολής. Είχα στείλει τη μαγείρισσα στο σπίτι της πριν από ώρες, αφού μετά τις εφτά σερβίραμε μόνο καφέ και επιδόρπια, κι αυτά μόνο σε όσους τέλειωναν το δείπνο τους. Στράφηκα και ακολούθησα με το βλέμμα τον νεαρό με το γκρίζο φούτερ και την κουκούλα, που έσπρωχνε ένα καροτσάκι φορτωμένο με κουτιά γεμάτα γλυκά και πέρασε από δίπλα μου δίχως να πει κουβέντα. «Συγγνώμη...» είπα και κατέβηκα από το σκαμπό κρύβοντας το ημερολόγιο πίσω από την πλάτη μου. «Μήπως έχεις αργήσει λίγο; Δεν έρχεσαι κανονικά το πρω...» Πέρασε από μπροστά μου, έβγαλε την κουκούλα και μου χαμογέλασε πάνω από τον ώμο του. Είχε κοντοκουρεμένα μαλλιά και σμιλεμένο πρόσωπο με σκούρα γαλάζια μάτια, και τα χέρια του ήταν καλυμμένα από τατουάζ. Το πρόσωπο όλων των κακών αγοριών που είχαν κάνει την καρδιά μου να λιγώσει στο γυμνάσιο πέρασε από το μυαλό μου. «Πάω να τα αφήσω στην κουζίνα. Τα λέμε εκεί;» είπε σηκώνοντας ψηλά το ντοσιέ του. Κατάλαβα ότι θα έπαιρνα κάτι παραπάνω από καμιά εικοσαριά μπενιέ κι έναν δίσκο με ταρτάκια λάιμ. Ελάχιστες στιγμές αφότου πέρασε τις πόρτες της σκοτεινής κουζίνας, άκουσα έναν πάταγο ο οποίος με έκανε να χαρώ που ο Γουίλ δεν ήταν επάνω. Και ο σαματάς δε σταμάτησε εκεί. Είχε πολλές φάσεις. Πρώτα ο πάταγος, μετά διαδοχικοί κρότοι και ύστερα ένας ακόμα μεταλλικός ορυμαγδός. «Ω Θεέ μου!» φώναξα και πλησίασα την πόρτα της κουζίνας, πίσω από την οποία ακούγονταν βογκητά. «Είσαι καλά;» Έσπρωξα την πόρτα κι ένιωσα ένα σώμα, το σώμα του, να μετακινείται λίγο. Ψηλάφισα τον εσωτερικό τοίχο, πάτησα τον διακόπτη για τις λάμπες φθορίου και τον είδα σωριασμένο στο πάτωμα να κρατάει τα πλευρά του. Γλυκά σε διάφορες παστέλ αποχρώσεις είχαν πασαλειφτεί στο πάτωμα, φτάνοντας έως το ψυγείο. «Τα έκανα μαντάρα...» βόγκηξε. Θα έβαζα τα γέλια, αλλά η καρδιά μου δεν είχε ηρεμήσει αρκετά. «Είσαι καλά;» τον ξαναρώτησα πλησιάζοντάς τον διστακτικά, λες και ήταν σκυλί που το είχε χτυπήσει αυτοκίνητο και μπορεί να το έβαζε στα πόδια αν έκανα γρήγορες κινήσεις. «Έτσι νομίζω, ναι. Οχ, με συγχωρείς που λέρωσα...» «Είσαι από το... Ξέρεις...» «Ναι. Υποτίθεται ότι θα σε "αιφνιδίαζα". Ορίστε! Άουτς...» είπε πιάνοντας τον αγκώνα του ενώ ξάπλωνε και πάλι στο πάτωμα, έχοντας για μαξιλάρι ένα κουτί με πίτα πεκάν. «Εδώ που τα λέμε, με αιφνιδίασες κατά κάποιον τρόπο...» αποκρίθηκα, γελώντας με το χάος που είχε προκαλέσει. Απ' ό,τι φαινόταν, το καροτσάκι είχε τρακάρει με την ατσαλένια νησίδα της Ντελ, γκρεμίζοντας όλα τα κατσαρολικά που κρέμονταν από πάνω της στο πάτωμα. «Θες βοήθεια;» ρώτησα απλώνοντας το χέρι. Τι πρόσωπο. Αν ένα κακό παιδί ήταν ταυτόχρονα άγγελος, αυτή την όψη θα είχε. Ήταν είκοσι οχτώ χρόνων, τριάντα το πολύ. Επίσης μιλούσε με καδιανή προφορά, ντόπια και πολύ σέξι. Άνοιξε το φερμουάρ του φούτερ του, το έβγαλε και το πέταξε στο πάτωμα, για να κοιτάξει καλύτερα τον χτυπημένο αγκώνα του. Δε συνειδητοποιούσε πως έτσι αποκάλυπτε το ρωμαλέο στέρνο του κάτω από το λευκό φανελάκι, με τα πολύπλοκα τατουάζ που κάλυπταν τα χέρια και τους ώμους του. «Αυτό αύριο το πρωί θα γίνει μια ωραιότατη μελανιά...» είπε καθώς σηκωνόταν όρθιος δίπλα μου. Δεν ήταν ψηλός, αλλά ο σέξι ανδρισμός του έκανε την παρουσία του επιβλητική. Αφού απόδιωξε τα τελευταία υπολείμματα πόνου, τεντώθηκε προς τα πίσω και με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια. «Ουάου! Είσαι πολύ όμορφη» πρόσθεσε. «Νομίζω... πως κάπου εδώ γύρω έχουμε ένα κουτί πρώτων βοηθειών ή κάτι ανάλογο». Καθώς περνούσα από δίπλα του για να πάω στο γραφείο, με έπιασε από τον αγκώνα και με τράβηξε μαλακά προς το μέρος του. «Λοιπόν; Θα το κάνεις;» «Τι να κάνω;» ρώτησα. Χρυσοκάστανα. Τα μάτια του ήταν σίγουρα χρυσοκάστανα. «Θα κάνεις αυτό το Βήμα μαζί μου;» «Δεν το λες όπως πρέπει». «Γαμώτο...» μουρμούρισε εκείνος στύβοντας το μυαλό του. Τούτος εδώ ήταν πολύ γλυκούλης, αλλά όχι ιδιαίτερα ξύπνιος· αν και υποθέτω ότι δεν είχε σημασία. «Πρέπει να ρωτήσεις: "Αποδέχεσαι το Βήμα";» «Σωστά. Αποδέχεσαι το Βήμα;» «Εδώ; Τώρα; Μαζί σου;» «Ναι. Εδώ. Τώρα. Μαζί μου» απάντησε γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι και χαμογελώντας μου στραβά. Παρά το τραχύ παρουσιαστικό του και τη λεπτή ουλή στο επάνω χείλος του, είχε την πιο λευκή οδοντοστοιχία που είχα δει ποτέ μου. «Θα με βάλεις να σε παρακαλέσω;» συμπλήρωσε. «Εντάξει λοιπόν. Σε παρακαλώ πολύ πολύ πολύ;» Το απολάμβανα. Πάρα πολύ. Και αποφάσισα να το τραβήξω λίγο ακόμα. «Τι θα μου κάνεις;» «Το ξέρω αυτό» μου είπε. «Όλα όσα θες και τίποτα που δε θες». «Καλή απάντηση...» «Είδες; Δεν είμαι τελείως άχρηστος». Τι γλυκός και τι σέξι. «Λοιπόν; Αποδέχεσαι το Βήμα;» «Ποιο απ' όλα είναι;» «Εεε... Το τρίτο, νομίζω. Εμπιστοσύνη;» «Μάλιστα...» απάντησα καθώς επιθεωρούσα τις ζημιές στην κουζίνα. «Έρχεσαι εδώ πέρα ενώ ετοιμάζομαι να κλείσω και προκαλείς τέτοιον χαμό, που θα με αναγκάσει να μείνω εδώ μετά το σχόλασμα για να καθαρίσω». Έβαλα τα χέρια στους γοφούς μου και τον κοίταξα με σμιχτά τα φρύδια, θαρρείς κι έπρεπε πραγματικά να σταθμίσω τις επιλογές μου. Είχε πολλή πλάκα. «Και πιστεύεις στ' αλήθεια πως είσαι σε θέση να...» «Δεν το καταλαβαίνω. Θες να πεις ότι δεν αποδέχεσαι το Βήμα;» Συσπάστηκε σαν να πονούσε πραγματικά. «Γαμώτο, τα έκανα σκατά...» «Μπα. Θα... αποδεχτώ το Βήμα» είπα έπειτα από μια μεγάλη παύση. «Γιούχου!» αναφώνησε χειροκροτώντας δυνατά, πράγμα που μου προκάλεσε χαχανητά. «Δε θα σε απογοητεύσω, Κέισσι!» συμπλήρωσε σβήνοντας τα φώτα, αφήνοντας να μας φωτίζει μόνο η ζεστή λάμψη από τους φανοστάτες του δρόμου που έμπαινε από το παραθυράκι της πόρτας της κουζίνας. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου κι έπιασε το πρόσωπό μου στα χέρια του. Τελικά δεν ήταν ούτε η αναπάντεχη αργοπορημένη παράδοση ούτε το ατύχημα εκείνο που με αιφνιδίασε. Ήταν αυτό. Αυτό το φιλί. Ξαφνικά με κόλλησε στο δροσερό πλακάκι του τοίχου της κουζίνας, πιέζοντας το ρωμαλέο σώμα του δυνατά επάνω μου, ώστε να μου δείξει ότι το εννοεί. Θεέ μου, τον ένιωθα να σκληραίνει. Έπειτα από λίγο το πουκάμισό μου είχε βγει και είχε πεταχτεί πάνω από το φούτερ του στο πάτωμα. Τις πρώτες δύο φορές δε με είχαν φιλήσει και δε μου είχε λείψει. Αλλά αυτό... Αυτό ήταν το κάτι άλλο. Τα γόνατά μου λύγισαν, ώστε εκείνος αναγκάστηκε να φέρει τα χέρια του στη μέση μου για να μη σωριαστώ στο πάτωμα. Πότε με είχαν ξαναφιλήσει έτσι, με ακριβώς τη σωστή δόση πόθου; Ποτέ στη ζωή μου. Η γλώσσα του εξερεύνησε το στόμα μου με μια ανάγκη που συναγωνιζόταν τη δική μου. Είχε την αμυδρή γεύση της αγαπημένης μου τσίχλας με άρωμα κανέλας. Αφού με φίλησε βαθιά μερικές στιγμές ακόμα, μου δάγκωσε απαλά το κάτω χείλος και ύστερα το πανέμορφο στόμα του κατέβηκε στο πλάι του λαιμού μου, ψάχνοντας και φιλώντας και καταλήγοντας τελικά σ' ένα σημείο ακριβώς πάνω από την κλείδα μου. Με φίλησε εκεί, απαιτητικά, κι έβγαλα έναν αναστεναγμό. Τα χέρια του κινούνταν σαν να άνοιγαν δρόμο για το στόμα του, οπότε, αφού ελευθέρωσαν το στήθος μου από το σουτιέν, τα χείλη του ακολούθησαν πρόθυμα. Το στόμα του ταξίδεψε πάνω από τη μια ρώγα, ώσπου η σκληράδα της τον έκανε να αναζητήσει την άλλη, ενώ συγχρόνως γλιστρούσε το χέρι του στο μπροστινό μέρος του τζιν μου, για να ανακαλύψει αυτό που υποπτευόμουν: ήμουν μούσκεμα. Σταμάτησε να με φιλάει και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό μου ενώ με εξερευνούσε με τα δάχτυλά του, με μάτια γυάλινα, βλέμμα έντονο. Ύστερα έβγαλε το χέρι του από το παντελόνι μου κι έβαλε το δάχτυλό του στο στόμα του. Παραλίγο να τελειώσω επιτόπου. «Πεινάω. Δε βγάζεις το τζιν σου; Θα στρώσω τραπέζι». Το κτηνώδες βλέμμα στα μάτια του, ο γυαλιστερός ιδρώτας που κάλυπτε το τέλειο σώμα του, το ένοχο χαμόγελό του. Θεέ μου, αυτό το αγόρι με είχε κατακτήσει. Κοίταξα γύρω μου το κρεμώδες γλυκό μακελειό που λέρωνε το πάτωμα. «Εδώ; Στην κουζίνα;» ρώτησα ενώ έλυνα τη ζώνη μου. «Εδώ». Κάνοντας μια κίνηση με το γεμάτο τατουάζ χέρι του, πέταξε τα υπόλοιπα πράγματα από το ατσάλινο τραπέζι της Ντελ. Οι μεταλλικές γαβάθες, οι κατσαρόλες και τα τηγάνια, τα σύρματα και τα πλαστικά κουζινικά έπεσαν με πάταγο στο πάτωμα. Κατόπιν άρπαξε το καρό τραπεζομάντιλο από το κάτω ράφι και το άπλωσε πάνω στην ανοξείδωτη μεταλλική επιφάνεια. Εγώ έβγαλα το τζιν μου κι έμεινα με τα χέρια σταυρωμένα επάνω στο γυμνό σώμα μου. «Ξέρεις τι έχει το μενού για επιδόρπιο;» με ρώτησε γυρίζοντας να με κοιτάξει, με υψωμένο το ένα φρύδι. «Εσένα...» Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος μου και με τύλιξε στην αγκαλιά του φιλώντας με ξανά. Ύστερα με κάθισε απαλά επάνω στο τραπέζι και με άφησε εκεί, με τα πόδια να κρέμονται. Τον παρακολούθησα να πηγαίνει προς το ψυγείο και να χάνεται στο εσωτερικό του. «Για να δούμε τώρα...» είπε. Βγήκε με την αγκαλιά γεμάτη δοχεία κι ένα κορνέ με σαντιγί. «Τι στο καλό κάνεις;» ρώτησα. «Κλείσε τα μάτια και ξάπλωσε». Κρατώντας το κορνέ, πήγε στους αστράγαλούς μου, τους έπιασε με τα χέρια του και με τράβηξε στην κάτω άκρη του τραπεζιού. Ύστερα μου άνοιξε τα πόδια με ντροπιαστική ευκολία. Έβγαλα μια γελαστή κραυγή, που κόπηκε απότομα όταν μου έβαλε λίγη σαντιγί μέσα στον αφαλό. Κατόπιν έβαλε δύο σβόλους σαντιγί στις ρώγες μου και περιεργάστηκε με σοβαρό ύφος το έργο του. «Μα τι κάνεις;» «Φτιάχνω επιδόρπιο. Στην κανονική μου ζωή είμαι ζαχαροπλάστης, αν μπορείς να το πιστέψεις. Για να δούμε... Άλλη μία». Κι έτσι, τράβηξε μια γραμμή σαντιγί από τον αφαλό μου έως κάτω. Ύστερα πήρε τη συσκευασία με το γλάσο σοκολάτας και περιέχυσε απαλά λίγο επάνω μου. Άπλωσε το χέρι, πήρε ένα κερασάκι μαρασκίνο και το έβαλε στον αφαλό μου. Προσπάθησα να σταματήσω το χαχανητό, αλλά δεν μπορούσα. Ήταν όλα κρύα, και γαργαλιόμουν, αλλά επίσης ήταν απίστευτα ερεθιστικό. Κοίταξε καλά καλά το έργο του, έσκυψε κι έκλεισε το στόμα του πάνω από τον αφαλό μου, έφαγε το κερασάκι κι έγλειψε όλη τη σαντιγί. Κατόπιν πασάλειψε το γλάσο στο στήθος μου, ενώ συνάμα το στόμα του κατηφόριζε ανυπόμονα. Τα κολλώδη χέρια του συμμετείχαν κι αυτά στο διεγερτικό κρεσέντο, διασχίζοντας τον θώρακά μου, την κοιλιά μου και ύστερα ανοίγοντας τα πόδια μου. Η γλώσσα του ήταν καυτή και απαλή. Στην αρχή μόνο έγλειφε, χωρίς να με αγγίζει κατευθείαν, και μου φάνηκε ότι θα πέθαινα αν δεν το έκανε. Και μετά, επιτέλους, έκλεισε το στόμα του γύρω μου, διαγράφοντας κύκλους με τη γλώσσα του, την απαλή, την καυτή, την κολλώδη, και με έριξε σε μια τοξική παραζάλη. Ένιωσα τα δάχτυλά του να με γαργαλίζουν εξωτερικά, και η σταθερότητά τους συμπλήρωνε τα απαλά υγρά πιπιλίσματά του καθώς έτρωγε όλη τη σαντιγί από πάνω μου. Το ποθούσα όσο ποτέ άλλοτε. Με τράβηξε τόσο γρήγορα στο χείλος, ώστε αναγκάστηκα να γραπωθώ από τις άκρες του τραπεζιού για να σταθεροποιήσω το σώμα μου. Τότε σταμάτησε. «Γιατί σταματάς;» βόγκηξα με κομμένη την ανάσα. Κοίταξα τα πεινασμένα μάτια του, την ανάστροφη της παλάμης του, που σκούπιζε τη σαντιγί από το μάγουλό του. «Κέισσι, ένιωθες τι έκανα με τη γλώσσα μου;» Ε, ναι. Αισθανόμουν εκατό τοις εκατό αυτό που έκανε. Με τρέλαινε. «Ναι» απάντησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Θέλω να κάνεις το ίδιο με τα δάχτυλά σου. Μπροστά μου. Για μένα...» «Θες τι πράγμα;» Ένιωθα σαν μεθυσμένη έτσι όπως κοιτούσα το πρόσωπό του, που ήταν ακόμα αξιαγάπητα πασαλειμμένο με σαντιγί. «Θέλω να δω να χαϊδεύεσαι» μου είπε. «Μα... δεν ξέρω πώς. Δεν το κάνω καλά. Μπορώ να ξεκινήσω, μα ύστερα νιώθω... Δεν ξέρω. Και τώρα που θα με κοιτάς κι εσύ, θα...» «Δώσ' μου το χέρι σου». Έβαλα επιφυλακτικά το χέρι μου στο δικό του. Το κράτησε σταθερά, οδηγώντας το στο σημείο όπου ήμουν καυτή και μουσκεμένη. Απομόνωσε τον δείκτη μου. Τον ακούμπησε απαλά επάνω μου, και χρησιμοποιώντας το στόμα του, με ύγρανε ξανά. Το χέρι του οδήγησε το δικό μου να κάνει κύκλους, ενώ η γλώσσα του τιναζόταν πότε εδώ και πότε εκεί. Ω Θεέ μου, ήταν απίστευτο. «Δεν ξέρω τι είναι πιο νόστιμο... Εσύ ή η σαντιγί;» πρόσθεσε. Μόλις βρήκα τον ρυθμό, μου άφησε το χέρι, και τα δάχτυλά μου συνέχισαν, ενώ εκείνος διέτρεχε απαλά με το στόμα του το κορμί μου. Τα χέρια του έπιασαν το εσωτερικό των μηρών μου και τους πίεσαν επάνω στον τραπέζι. Σταμάτησε για μια στιγμή και με παρακολουθούσε. Βρισκόμουν στην κόψη της έκστασης. Τίναξα πίσω το κεφάλι, προσπαθώντας να εμπεδώσω τα πάντα, όλα αυτά τα ερεθίσματα. Εκείνος με παρακολουθούσε να χαϊδεύομαι. Ύστερα το στόμα του ακολούθησε τα δάχτυλά μου. «Το νιώθεις αυτό; Σ' αρέσει;» με ρώτησε γλείφοντάς με με πυρετώδη ρυθμό. «Αχ, ναι...» απάντησα, νιώθοντας κάθε παλμό και συνοδεύοντάς τον με έναν δικό μου. Δεν ήμουν σίγουρη για το πού βλάσταινε ο οργασμός μου, αλλά ερχόταν από ένα καινούριο μέρος, κάπου βαθιά μέσα μου, ενώ η υγρή του γλώσσα τραβούσε κάτι από τον πυρήνα μου. Έχωσε τα δάχτυλά του μέσα μου ώσπου δεν πήγαιναν πιο βαθιά, και καθώς το άλλο του χέρι έσπρωξε τους μηρούς μου για να ανοίξουν, η ηδονή πυρπόλησε κάθε ίνα του κορμιού μου. Εκείνος διαισθάνθηκε την ενέργεια που συσσωρευόταν μέσα μου. «Αν είναι δυνατόν...» τραύλισα, σχεδόν τρομαγμένη με αυτό που επρόκειτο να συμβεί, θαρρείς και θα ήταν αβάσταχτο, και τότε με διαπέρασε μια κορωμένη φλόγα, κάνοντας τους μηρούς μου να σηκωθούν πιο ψηλά, ένα σινιάλο που τον έκανε να αναλάβει εκείνος δράση, και παραμερίζοντας το χέρι μου, να με φιλήσει και να με γλείψει με πάθος. Η διέγερση ήταν τόσο ισχυρή, που ένιωθα σαν να έπρεπε να κρατηθώ από κάπου, οπουδήποτε, για να μην πεθάνω. «Θεέ μου... Θεέ μου... Θεέ μου... Θεέ μου...» κατόρθωσα να ψελλίσω, ενώ ταυτόχρονα συστρεφόμουν επάνω στο γλιστερό τραπέζι δίχως να νοιάζομαι μήπως πέσω στο πάτωμα, παραζαλισμένη από την ευδαιμονία. Εκείνος με άρπαξε, κρατώντας με εντελώς ακίνητη, ώσπου κατάλαβε ότι κατέβαινα από την κορυφή του γκρεμού. Μόλις καταλάγιασε ο οργασμός μου, σκούπισε μαλακά το πρόσωπό του στο εσωτερικό των μηρών μου. «Ήταν –ουάου– πολύ έντονος, Κέισσι! Τον αισθάνθηκα». «Ναι, ήταν...» αποκρίθηκα ακουμπώντας το μπράτσο στο μέτωπό μου σαν να είχα μόλις ξυπνήσει από όνειρο. «Θες να το ξανακάνουμε;» Έβαλα τα γέλια. «Δε νομίζω ότι θα καταφέρω ποτέ να το ξανακάνω!» Εκείνος ξεκόλλησε από πάνω μου κι έπιασε δύο πετσέτες της κουζίνας κάτω από το τραπέζι, μουλιάζοντάς τες για μερικά δευτερόλεπτα σε ζεστό νερό στον νεροχύτη δίπλα στο ψυγείο. «Α, θα το ξανακάνεις...» «Πού σε βρήκαν;» τον ρώτησα ενώ ανακάθιζα. «Ποιοι;» Άφησα τα πόδια μου να κρέμονται από την άκρη του τραπεζιού, ενώ εκείνος επέστρεψε κοντά μου και άρχισε να καθαρίζει απαλά τις κολλώδεις ουσίες από πάνω μου με τη ζεστή πετσέτα. «Οι γυναίκες από το S.E.C.R.E.T.». «Δεν επιτρέπεται να σου πω, εκτός κι αν γίνεις μέλος». Ύστερα έφερε την άλλη πετσέτα στο πρόσωπο και στα χέρια μου. Ήταν σχολαστικός και τρυφερός συνάμα. «Έχεις παιδιά;» τον ρώτησα ξεκάρφωτα. Ακολούθησε μεγάλη παύση. «Έχω... έναν γιο. Μιλάμε υπερβολικά, Κέισσι». Μπορούσα εύκολα να φανταστώ τον γιο του, ένα αγοράκι ολόιδιο με τον πατέρα του, αλλά με πιο φουσκωμένα μαγουλάκια και δίχως τατουάζ. «Σε πληρώνουν για να το κάνεις;» Μου σκούπιζε τα χέρια, και η πετσέτα τριβόταν επάνω στο απαλό δέρμα των καρπών μου. «Όχι βέβαια! Δε χρειάζεται να με πληρώσουν για να κάνω αυτό που μόλις έκανα. Θα το έκανα για χάρη σου οποτεδήποτε!» «Τότε εσύ τι κερδίζεις;» Εκείνος σταμάτησε, με το χέρι μου μέσα στην πετσέτα. Με κοίταξε αυστηρά στο πρόσωπο για μερικά δευτερόλεπτα. «Αλήθεια δεν ξέρεις, ε;» «Τι να ξέρω;» «Πόσο όμορφη είσαι». Είχα μείνει άφωνη, η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να τον πιστέψω. Φαινόταν πολύ ειλικρινής. Σταμάτησε να με σκουπίζει και ύστερα πέταξε τις βρόμικες πετσέτες πάνω από τον ώμο του. Σήκωσε το φούτερ του από το πάτωμα. Μου έδωσε τα ρούχα μου και ντυθήκαμε και οι δύο, ή σχεδόν. «Άσε με να σε βοηθήσω να καθαρίσεις» μου πρότεινε, σπρώχνοντας με το πόδι του έναν άδειο κάδο σκουπιδιών στο κέντρο του δωματίου. Μας πήρε δέκα λεπτά να πετάξουμε όλα τα διαλυμένα κουτιά, περισώζοντας μόνο δύο. Γέμισα έναν κουβά με ζεστό νερό ώστε να σφουγγαρίσω το πάτωμα και του είπα ότι μπορούσα να κάνω μόνη μου τα υπόλοιπα. «Δε θέλω, μα πρέπει να φύγω τώρα. Έτσι λένε οι κανόνες. Σ' ευχαριστώ για το επιδόρπιο. Και το ραγισμένο πλευρό. Και τον σπασμένο αγκώνα...» μου είπε πλησιάζοντάς με αργά. Στην αρχή δίστασε, όμως μετά έκανε ένα βήμα εμπρός και με φίλησε αποφασιστικά στα χείλη. «Είσαι γαμάτη!» πρόσθεσε. «Κι εσύ είσαι γαμάτος» του αποκρίθηκα, έκπληκτη που άκουγα τον εαυτό μου να το λέει μεγαλόφωνα. «Θα σε ξαναδώ;» «Μπορεί. Μα οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μου». Κατόπιν βγήκε πισωπατώντας από την πόρτα της κουζίνας, μου έκλεισε το μάτι κι έφυγε από το καφέ. Τον παρακολούθησα να κατηφορίζει τον σκοτεινό δρόμο, ενώ άκουγα τα κουδουνάκια της πόρτας να λένε αντίο. Νόμιζα πως είχα ξεφορτωθεί όλα τα πειστήρια του εγκλήματος. Αλλά στο άπλετο φως του πρωινού είδα την Ντελ να περνάει το ανοξείδωτο ατσάλι της νησίδας με πανί και ειδικό καθαριστικό υγρό. Ίσως ήταν η ιδέα μου, αλλά όσο το έτριβε, ήταν σχεδόν σαν να μου έριχνε ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα που έλεγε: Δεν ξέρω πώς βρέθηκε το αποτύπωμα του πισινού σου στο τραπέζι μου, όμως δεν υπάρχει περίπτωση να σε ρωτήσω. Έψαξα στην κουζίνα να βρω τον δίσκο μου, και μόλις τον βρήκα, βγήκα σφαίρα στην τραπεζαρία, αλλά έπεσα επάνω σε δύο εξίσου επικριτικά μάτια, αυτήν τη φορά της Ματίλντας. Καθόταν σαν άγαλμα στο τραπέζι οχτώ. Πήγα κοντά της. «Τι κάνεις εδώ;» ψιθύρισα κοιτάζοντας γύρω μου. «Τι εννοείς, Κέισσι; Είναι ένα από τα αγαπημένα μου καφέ στη Νέα Ορλεάνη. Έχεις λίγο χρόνο να τα πούμε;» « Έχω μόνο ένα δευτερόλεπτο!» απάντησα ψέματα, αφήνοντας έναν κατάλογο στο τραπέζι. «Πνιγόμαστε στη δουλειά. Λείπει μία σερβιτόρα, και δουλεύω σαν σκυλί!» Η αλήθεια ήταν ότι προσπαθούσα να αποφύγω τη συζήτηση με τη Ματίλντα, επειδή ανησυχούσα μήπως είχα παραβεί τους κανόνες γιατί έπιασα την κουβέντα με τον χτεσινό άντρα κι επειδή του έκανα πολλές προσωπικές ερωτήσεις. Κοίταξα γύρω μου το σχεδόν άδειο εστιατόριο. Αυτοί που έρχονταν για πρωινό θα κατέφταναν το νωρίτερο σε κάνα μισάωρο. Ο Γουίλ μάλλον ήταν ακόμα στο σπίτι της Τρεϊσίνα, γνωρίζοντας πως είχα εγώ την πρωινή βάρδια. Κάθισα στην καρέκλα νιώθοντας ενοχές, δίχως να ξέρω για ποιον λόγο. «Πέρασες καλά χτες το βράδυ; Με τον Τζέσσι;» με ρώτησε. «Τζέσσι; Έτσι τον λένε;» Το στομάχι μου σφίχτηκε. «Ναι. Τζέσσι. Πρώτα πρώτα λυπάμαι αν ξαφνιάστηκες από την αργοπορημένη άφιξή του». «Όλα πήγαν καλά στο τέλος. Πάρα πολύ καλά μάλιστα» αποκρίθηκα κοιτάζοντας κάτω. «Τον... συμπάθησα». «Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που με φέρνει εδώ. Νομίζω πως του έκανες κι εσύ εντύπωση, Κέισσι». Η καρδιά μου αναπήδησε λιγάκι στην ιδέα και συγχρόνως πλημμύρισε από την ανοίκεια απιθανότητά της. «Άκου... Συμβαίνει κάπου κάπου. Δημιουργείται μια συμπάθεια. Κάτι κάνει κλικ, και δύο άνθρωποι θέλουν να γνωρίσουν λίγο καλύτερα ο ένας τον άλλο. Λοιπόν. Θα σου πω το εξής: μπορώ να κανονίσω μια συνάντηση με τον Τζέσσι. Αλλά αν επιλέξεις να το κάνεις αυτό, έχεις τελειώσει. Το ταξίδι σου θα τελειώσει στο Τρίτο Βήμα. Θα βγεις από το S.E.C.R.E.T. Το ίδιο κι εκείνος». Ξεροκατάπια. «Ειλικρινά» πρόσθεσε, «δε νομίζω πως ο Τζέσσι είναι ο τύπος σου. Δηλαδή είναι σέξι, αλλά είναι...» «Παντρεμένος;» «Χωρισμένος. Μα δεν μπορώ να σου πω περισσότερα, Κέισσι. Σκέψου το... Θα σου δώσω μία εβδομάδα». «Εκείνος είναι... Θέλει... να με δει ξανά;» «Ναι, το θέλει...» μου απάντησε κάπως θλιμμένα. «Το ξεκαθάρισε. Άκουσέ με, Κέισσι. Δεν μπορώ να σου υποδείξω τι να κάνεις, αλλά θα σου πω το εξής: έχεις ανθίσει. Το βλέπω. Θα στενοχωρηθώ αν ανακόψεις τη φόρα που έχεις πάρει για χάρη ενός άντρα, για τον οποίο δεν ξέρεις τίποτα, τόσο κοντά στην αρχή της πορείας σου, βασισμένη απλώς σε μία υπέροχη βραδιά». «Συμβαίνει συχνά;» «Πολλές γυναίκες σταματούν την εξερεύνηση του εαυτού τους πρόωρα. Οι περισσότερες το μετανιώνουν. Όχι μόνο μέσα στο S.E.C.R.E.T., μα και στη ζωή». Η Ματίλντα σκέπασε με το χέρι της το δικό μου ακριβώς τη στιγμή που ο Γουίλ έμπαινε φουριόζος από την πόρτα της κουζίνας στην τραπεζαρία, μας προσπερνούσε και κατευθυνόταν προς το σημείο όπου η Τρεϊσίνα προσπαθούσε να παρκάρει το φορτηγάκι του, σ' ένα μικρό κενό στον δρόμο μπροστά από το εστιατόριο. Ακόμα και από κει όπου καθόμουν έβλεπα πως ήταν κακή ιδέα. «Χριστέ μου! Σταμάτα. Σου είπα να με περιμένεις!» φώναξε από το κατώφλι. Δεν μπορούσα να ακούσω τι του είπε η Τρεϊσίνα, όμως η απάντησή της ήταν απότομη και οργισμένη· το φορτηγάκι ήταν χωμένο λοξά και εμπόδιζε την κίνηση απέξω. Έτσι είναι να έχεις φίλο, σκέφτηκα, κι έτσι είναι να είσαι η φιλενάδα κάποιου. Περνάς τις μέρες σου ταλαντευόμενη ανάμεσα στην ευτυχία και την απογοήτευση, στον έρωτα και στην απέχθεια και κάθε σου κίνηση αποτιμάται από την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία ενός άλλου. Δεν τους ανήκεις και δε σου ανήκουν, όμως είσαι υπεύθυνη για κάθε ανάγκη και επιθυμία τους, κάποιες από τις οποίες μπορείς να ικανοποιήσεις, ενώ άλλες δε θα τις ικανοποιήσεις στον αιώνα τον άπαντα. Άραγε το ήθελα αυτό τώρα; Ήθελα να γίνω η φιλενάδα κάποιου; Και τι ήξερα τελικά για τον Τζέσσι; Πως ήταν ένας ζαχαροπλάστης με τατουάζ που έμενε ένας Θεός ξέρει πού και είχε παιδί; Ναι, υπήρχε χημεία μεταξύ μας. Αλλά και πάλι. Δεν τον ήξερα καθόλου! Την ώρα που συλλογιζόμουν όλα αυτά τα πράγματα, είδα έξω από την τζαμαρία την Τρεϊσίνα να βγαίνει από το άτσαλα παρκαρισμένο φορτηγάκι και να βροντάει την πόρτα. Την παρακολούθησα να κουνάει τα κλειδιά μπροστά στο πρόσωπο του Γουίλ και μετά να τα εκσφενδονίζει στα πόδια του. Ο Γουίλ τα σήκωσε κι έμεινε ακίνητος για λίγο, κοιτάζοντας κατευθείαν μπροστά του. «Ξέρεις κάτι;» είπα γυρίζοντας ξανά στη Ματίλντα. «Δε χρειάζομαι άλλο χρόνο για να το σκεφτώ καλύτερα. Ξέρω τι θέλω να κάνω. Θέλω περισσότερα. Θέλω το S.E.C.R.E.T.». Η Ματίλντα χαμογέλασε. Ακούμπησε μαλακά το κρεμαστό του Τρίτου Βήματος στη χούφτα μου και την έκλεισε. «Ο Τζέσσι ξέχασε να σ' το δώσει. Μα νομίζω πως ο κατάλληλος άνθρωπος να σ' το προσφέρει είμαι εγώ». Κοίταξα τη λέξη επάνω στο κρεμαστό: «Εμπιστοσύνη». Μάλιστα. Εμπιστευόμουν όμως τον εαυτό μου πως είχε κάνει τη σωστή επιλογή;
YOU ARE READING
S.E.C.R.E.T
RomanceΜετά τον θάνατο του συζύγου της, η ζωή της Κέισσι είναι γεμάτη τύψεις και μοναξιά. Ο κόσμος της θα αλλάξει άρδην όταν θα ανακαλύψει το ημερολόγιο που άφησε πίσω της μια μυστηριώδης γυναίκα στο εστιατόριο όπου εργάζεται η Κέισσι. Οι συγκλονιστικές, ω...