Κεφάλαιο 17

760 57 3
                                    

ΟΥΤΕ ΚΙ ΕΓΩ ΞΕΡΩ πώς άφησα τον Γουίλ να κοιμάται εκεί πέρα. Υποθέτω ότι θεώρησα πως θα τον έβλεπα πάλι έπειτα από μερικές ώρες, αφού πρώτα πεταγόμουν στο σπίτι, τάιζα τη γάτα, έκανα ένα ντους και φορούσα ένα ωραίο τζιν κι ένα σέξι μπλουζάκι για να ανοίξω το εστιατόριο. Τελικά δεν άργησα. Αντίθετα, έφτασα νωρίς. Τόσο νωρίς, ώστε κατάφερα να έχω φτιάξει τον καφέ προτού διασχίσει ο πρώτος πελάτης μας την πόρτα, περνώντας πάνω από την Times-Picayune αντί να έχει την ευγένεια να μου τη φέρει μέσα. Αλλά δε θύμωσα. Τίποτα δε θα μπορούσε να με ρίξει εκείνη τη μέρα, αποφάσισα, ούτε η βροχή ούτε το γεγονός ότι τα κορίτσια είχαν αφήσει το επάνω δωμάτιο σε κακό χάλι και μάλλον θα έπρεπε να το καθαρίσω εγώ. Στο κάτω κάτω είχαμε συμβάλει κι εγώ με τον Γουίλ στην ακαταστασία. Σωστά; Ο Γουίλ κι εγώ. Εγώ και ο Γουίλ. Υπήρχε «εμείς»; Το ήλπιζα. Όχι. Παραείναι νωρίς για να σκέφτεσαι έτσι, Κέισσι. Εκκρεμούσαν ακόμα δύο θέματα: να πάρω το κρεμαστό μου και να πω στη Ματίλντα πως είχα λάβει την απόφασή μου. Επέλεγα να κάνω σχέση με κάποιον άντρα που αγαπούσα αντί να επιλέξω το S.E.C.R.E.T. Και ήμουν ευγνώμων, παρά πολύ ευγνώμων, που μου ήταν τόσο εύκολο να πάρω αυτή την απόφαση. Η σεξουαλική απελευθέρωση της Κέισσι Ρόμπισο είχε ολοκληρωθεί. Ομολογουμένως, θα μου έλειπε λιγάκι η συγκίνηση. Και λάτρευα την αδελφοσύνη που εισέπραξα από τις γυναίκες του S.E.C.R.E.T., όπως η Ματίλντα και η Άντζελα και η Κιτ. Μόνο να φανταστώ μπορούσα πώς θα ήταν να βοηθάς στην εκπλήρωση των φαντασιώσεων μιας άλλης γυναίκας, να μεταδίδεις τα μαθήματα που διδάχτηκες. Αλλά ήθελα μια ζωή με τον Γουίλ. Κάτι μέσα μου ήξερε ότι θα ήταν πλήρης, γεμάτη αγάπη και κέφι. Μου είχε αποδείξει ήδη πως το σεξ μαζί του ήταν όλα όσα χρειαζόμουν, ήθελα και είχα φανταστεί. Και ήμουν έτοιμη να κάνω κι εγώ το ίδιο για κείνον. Όχι, τίποτα δε θα μπορούσε να με ρίξει εκείνη τη μέρα, ώσπου είδα την Τρεϊσίνα να στρίβει με βαριά βήματα από τη γωνία της πολυκατοικίας, περιμένοντας να περάσει ένα φορτηγό με αναψυκτικά προτού διασχίσει αργά τη Φρέντσμεν, με τα χέρια τυλιγμένα σφιχτά γύρω της. Αισθάνθηκα τύψεις, παρά τη σιγουριά μου ότι δεν είχα κάνει τίποτα κακό. Είχαν χωρίσει. Δεν ήμαστε φίλες. Δεν της χρωστούσα τίποτα. Παρ' όλα αυτά, κρύφτηκα στο πίσω μέρος του καφέ κι έπεσα με τα μούτρα στην προετοιμασία των σάντουιτς. Το στομάχι μου σφίχτηκε όταν άκουσα τα κουδουνάκια στην πόρτα, που σήμαναν την άφιξή της. Χαιρέτησε έναν δυο τακτικούς πελάτες. Γιατί είχε έρθει τόσο νωρίς; Άπλωσα βιαστικά καμιά δεκαριά φέτες του τοστ σαν να μοίραζα χαρτιά. «Γεια» είπε, κάνοντάς με να τιναχτώ έως το ταβάνι. «Αμάν!» «Σιγά, Κέισσι, ηρέμησε. Δεν ήθελα να σε τρομάξω». «Δεν πειράζει. Είμαι λίγο τσιτωμένη...» αποκρίθηκα γελώντας νευρικά. Με ρώτησε πώς πήγε το σόου. Είχε μάθει ότι τελικά χόρεψα. «Έγινα ρεζίλι...» απάντησα ανασηκώνοντας τους ώμους. «Εγώ άλλα άκουσα...» Κάτι ήξερε. Το καταλάβαινα από τον τόνο της φωνής της. Ο Γουίλ κι εγώ είχαμε φύγει από το Blue Nile χέρι χέρι. «Χαίρομαι που τέλειωσε» αποκρίθηκα ενώ άλειφα μαγιονέζα στο ψωμί, αποφεύγοντας το βλέμμα της. «Ο Γουίλ ήρθε;» «Α... Έτσι νομίζω, ναι». «Δε γύρισε σπίτι χτες βράδυ...» μου είπε, σφίγγοντας περισσότερο το παλτό επάνω της. Ήθελα να ουρλιάξω: Τι εννοείς όταν λες «σπίτι»; Χωρίσατε. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες κοιμάται πάνω! Μου το είπε. «Μήπως τον είδες να φεύγει χτες βράδυ;» «Δεν τον είδα να φεύγει. Όχι» απάντησα ψέματα. «Πήγες στο Maison με τα υπόλοιπα κορίτσια μετά το σόου;» «Μπα... Γύρισα κατευθείαν σπίτι». «Άρα γι' αυτό δε σε πέτυχα εκεί». Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. Άφηνε να εννοηθεί πως ναι, πράγματι, κάτι ήξερε. Με έπιασε πανικός. Θα μου έβγαζε τα μάτια; Θα μου έσπαγε τα δόντια; Για όνομα του Θεού, πού ήταν ο Γουίλ; «Ο Γουίλ είπε ότι δεν ένιωθες καλά χτες. Είσαι καλύτερα σήμερα;» ρώτησα. «Συνήλθα. Το χειρότερο είναι το πρωί. Κοίτα πώς έχει γίνει το δέρμα μου...» απάντησε. Περιεργάστηκα διστακτικά το πρόσωπό της κι έπρεπε να παραδεχτώ πως όντως το δέρμα της ήταν κάπως πελιδνό και τα μάτια της λίγο βαθουλωμένα. «Αλλά ο γιατρός είπε πως οι πρωινές ναυτίες θα περάσουν σύντομα, μόλις μπω στο δεύτερο τρίμηνο». Στο δεύτερο τρίμηνο; Τι στο... «Είσαι...» «Έγκυος; Ναι, Κέισσι, είμαι έγκυος. Μα ήθελα να βεβαιωθώ πρώτα, γιατί έχω ξαναμπεί σ' αυτό το τριπάκι κι έχω απογοητευτεί. Δεν ήθελα να πω τίποτα προτού σιγουρευτώ. Και τώρα... σιγουρεύτηκα». Ακούμπησε το χέρι στην κοιλιά της, η οποία, τώρα που την έβλεπα, φαινόταν ελαφρώς φουσκωμένη. «Ο... Γουίλ το ξέρει;» Το βλέμμα της συνάντησε το δικό μου.          «Το ξέρει. Του τηλεφώνησα. Πριν από μία ώρα. Ήρθε τρέχοντας». Πρέπει να τον πήρε αμέσως μόλις έφυγα για το σπίτι. «Τι είπε;» «Ήταν τόσο χαρούμενος, που... κόντεψε να βάλει τα κλάματα. Το πιστεύεις;» είπε, βουρκώνοντας και η ίδια. Ναι, το πίστευα πως αυτή η είδηση θα έκανε τον Γουίλ να κλάψει... Το πίστευα. Μάλιστα εκείνη τη στιγμή μού ανέβηκε και μένα ένας κόμπος στον λαιμό. «Είναι όλο πολύ ξαφνικό, το ξέρω. Αλλά αφού του το είπα σήμερα το πρωί, μου έκανε πρόταση. Είναι πολύ καλός άνθρωπος, Κέισσι... Και ξέρεις πόσο πολύ αγαπάει τον αδερφό μου. Και θέλει να του δώσει το καλό παράδειγμα». Το μυαλό μου έτρεχε. Πώς γίνεται να συμβαίνει αυτό; Εγώ διάλεξα αυτόν, κι εκείνος διάλεξε εμένα. Άνοιξα το στόμα, αλλά οι λέξεις βγήκαν με δυσκολία από μέσα μου. «Δεν ξέρω τι να πω...» ήταν το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω. Με κοίταξε, κι όλο το σώμα της χαλάρωσε τώρα που το είχε βγάλει από μέσα της. «Πες συγχαρητήρια, Κέισσι... Κι ας το αφήσουμε εκεί». «Συγχαρητήρια...» αποκρίθηκα και την πλησίασα για να της δώσω μια αμήχανη αγκαλιά. Για μια στιγμή δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, οπότε, όταν ακούστηκε το κουδουνάκι της πόρτας, το χρησιμοποίησα ως δικαιολογία και πήγα βιαστικά στην μπροστινή αίθουσα. Αλλά δεν ήταν πελάτης. Ήταν ο Γουίλ, που φαινόταν πιο βασανισμένος από ποτέ. «Κέισσι!» «Πρέπει να φύγω» είπα. «Η Τρεϊσίνα είναι στην κουζίνα». «Κέισσι, περίμενε... Δεν το ήξερα! Τι να κάνω; Τι να πω;» Στράφηκα και τον αντίκρισα. «Τίποτα, Γουίλ. Έκανες την επιλογή σου... Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνεις». Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά μου. Άπλωσε το χέρι του για να τα σκουπίσει, όμως το έσπρωξα. «Κέισσι, σε παρακαλώ, μη φεύγεις...» με ικέτεψε ψιθυριστά. Βούτηξα το παλτό μου από τον καλόγερο, το φόρεσα και βγήκα από το Café Rose αφήνοντας την πόρτα ορθάνοιχτη. Καθώς κατηφόριζα τη Φρέντσμεν, η παγωμένη βροχή άρχισε να κοπάζει. Το περπάτημά μου έγινε τρεχαλητό στο Ντεκατούρ καθώς διέσχιζα τη Γαλλική Συνοικία, που ξυπνούσε ήδη για τους εορτασμούς της μέρας. Στο Κανάλι η παραφροσύνη του Μάρντι Γκρα είχε αρχίσει να κορυφώνεται, κι εγώ διέσχισα το πλήθος με φρενιασμένες δρασκελιές. Έπρεπε να φύγω από κει πέρα. Στη Μαγκαζίν, όπου έσκυψα λαχανιασμένη προσπαθώντας να ξαναβρώ την ανάσα μου, συνειδητοποίησα πως είχα ξεχάσει να βγάλω την ποδιά μου. Δε με ένοιαζε. Μπροστά από τα μάτια μου περνούσαν εικόνες του κορμιού μου αγκαλιασμένου με το κορμί του Γουίλ. Τα φιλιά του, οι μύες του στέρνου του που έκαναν συσπάσεις από κάτω μου, ο τρόπος με τον οποίο αγκάλιαζε το           κεφάλι μου με τα χέρια του. Έσφιξα τα πλευρά μου, και οι λυγμοί έβγαιναν βίαια στην επιφάνεια. Ο Γουίλ μου, το μέλλον μου, διαλύθηκε. Έτσι απλά. Άφησα ένα γεμάτο λεωφορείο να περάσει, ύστερα ένα δεύτερο. Αποφάσισα να περπατήσω στην Τρίτη οδό ώστε να συνεχίσω να κλαίω, χωρίς να με νοιάζει ποιος με έβλεπε, ενώ ο συρφετός των τουριστών αγωνιζόταν να πιάσει μια καλή θέση κατά μήκος της πορείας της παρέλασης. Αχ, Γουίλ. Τον αγαπούσα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Δεν μπορούσα να γίνω η γυναίκα που χώρισε έναν πατέρα από το παιδί του. Μία τέλεια νύχτα, αυτό είχαμε ζήσει, και τώρα έπρεπε να το ξεχάσω. Είχα μάθει από τους άλλους άντρες πώς να πηγαίνω μαζί τους και μετά να τους ξεχνάω. Μπορούσα άραγε να το κάνω αυτό με τον Γουίλ; Έπρεπε να προσπαθήσω. Πέρασα κάτω από τη λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας της Ποντσαρτρέιν, και το σώμα μου άρχισε να χαλαρώνει έτσι όπως αραίωναν οι τουρίστες. Η υγρασία της Γαλλικής Συνοικίας παραχώρησε τη θέση της στην ευωδιά των ανθισμένων αναρριχητικών φυτών που κάλυπταν τα σπίτια στη συνοικία Λόουερ Γκάρντεν. Η βροχή είχε σταματήσει, και τα φαρδιά πεζοδρόμια γαλήνεψαν την καρδιά μου. Μόλις έστριψα στην Τρίτη οδό, θυμήθηκα την πρώτη μου κάθοδο σε τούτη την πλούσια γειτονιά και πόσες φορές με είχε κάνει να σταματήσω ο φόβος μου εκείνη τη μέρα. Τώρα στεκόμουν πάλι εδώ, μούσκεμα έως το κόκαλο, με πληγωμένη την καρδιά. Κάποτε φοβόμουν παρά πολύ τον κόσμο. Τώρα, παρόλο που πονούσα, ο φόβος είχε σβήσει, είχε αντικατασταθεί από μια αληθινή και ουσιαστική αίσθηση ταυτότητας. Πατούσα γερά στο έδαφος. Η καρδιά μου ήταν βαριά, όμως θα επιβίωνα και θα γινόμουν πιο δυνατή. Ήξερα τι ήθελα. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Η Ντάνικα μου άνοιξε για να μπω. Διέσχισα αργά την αυλή, θαυμάζοντας την άνοιξη που ερχόταν Φλεβάρη στη Νέα Ορλεάνη. Πριν προλάβω να χτυπήσω τη μεγάλη κόκκινη πόρτα, η Ματίλντα άνοιξε με ένα χαμόγελο προσμονής στο πρόσωπο. «Κέισσι! Ήρθες για να πάρεις το τελευταίο κρεμαστό;» «Ναι». «Δηλαδή πήρες την απόφασή σου;» «Ναι». «Λοιπόν, θα μας αποχαιρετήσεις ή θα επιλέξεις το S.E.C.R.E.T.;» Δρασκέλισα το κατώφλι κι έδωσα στην Ντάνικα το βρεγμένο παλτό μου. «Επιλέγω το S.E.C.R.E.T.» Η Ματίλντα χτύπησε παλαμάκια και μετά έβαλε τα χέρια της στα μάγουλά μου. «Κέισσι, πρώτα θα σκουπίσουμε τα δάκρυά σου. Ύστερα θα τηλεφωνήσουμε στην Επιτροπή. Ντάνικα, βάλε λίγο καφέ. Η συνεδρίαση θα κρατήσει πολύ!» αποκρίθηκε, κλείνοντας μαλακά τη μεγάλη κόκκινη πόρτα πίσω μας.

S.E.C.R.E.TDonde viven las historias. Descúbrelo ahora