Κεφάλαιο 11

1.1K 61 1
                                    


ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ αφότου κόντεψα να τα παρατήσω, κατέφτασε με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή μέσω ταχυδρομείου, η κάρτα για το Τέταρτο Βήμα. Ανέβηκα δυο δυο τα σκαλιά προς το διαμέρισμά μου, μιας και, βλέποντας τους φακέλους, ένιωθα τον ίδιο ενθουσιασμό όπως όταν σκεφτόμουν τις φαντασιώσεις. Ήταν σαν να δεχόμουν κάθε μήνα μια πρόσκληση για ένα καταπληκτικό πάρτι. Πότε πότε τρύπωνε στο μυαλό μου η σκέψη του Τζέσσι, κυρίως επειδή απορούσα που το S.E.C.R.E.T. είχε διαλέξει αυτόν, έναν ζαχαροπλάστη όλο τατουάζ, ως τον «τύπο» μου. Αλλά είχαν δίκιο. Συνειδητοποίησα ότι στο παρελθόν επέλεγα άντρες, έρωτες και συνοδούς από πάρα πολύ στενό πεδίο. Δε μετάνιωνα όμως για την απόφασή μου να παραμείνω στο S.E.C.R.E.T. Ανακάλυπτα τόσο πολλά για τον εαυτό μου, που δε γινόταν να σταματήσω τώρα. Αλλά μερικές φορές η ανάμνηση των χεριών του, του σκανταλιάρικου χαμόγελού του, περνούσε αστραπιαία από το μυαλό μου κι έκανε όλο μου το κορμί να αναριγεί. Έσκισα τον κίτρινο φάκελο. Ένας μικρότερος, πιο περίτεχνος, γλίστρησε από μέσα. Η κάρτα του Τέταρτου Βήματος. Στο πίσω μέρος ήταν τυπωμένη με κομψά γράμματα η λέξη «Γενναιοδωρία». Μέσα βρισκόταν μια πρόσκληση σε σπιτικό γεύμα στο Μέγαρο για τη δεύτερη Παρασκευή του μήνα. Στο Μέγαρο. Σπιτικό γεύμα. Ήταν πράγματι γενναιοδωρία! Ο ενδυματολογικός κώδικας όμως μου φάνηκε αλλόκοτα συγκεκριμένος: Σε παρακαλούμε να φορέσεις μαύρη φόρμα για γιόγκα, απλό λευκό μπλουζάκι, αθλητικά παπούτσια, να πιάσεις τα μαλλιά σου σε αλογοουρά και να βάλεις ελάχιστο μακιγιάζ. Ένα μικρό κομμάτι μου απογοητεύτηκε λίγο που θα πήγαινα στο Μέγαρο χωρίς να μπορώ να φορέσω κάτι υπερβολικά σέξι ή σοφιστικέ. Καλά λοιπόν. Τουλάχιστον δε θα χρειαζόταν να πάω για ψώνια. Και τουλάχιστον θα πήγαινα επιτέλους στο Μέγαρο, αυτό το μυθικό μέρος που είχε αιχμαλωτίσει τη φαντασία μου και με καλούς και με ελαφρώς τρομακτικούς τρόπους. Ένας χτύπος στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις μου. Ο Γουίλ! Του είχα υποσχεθεί ότι θα πήγαινα μαζί του σε κάποια δημοπρασία εξοπλισμού εστιατορίων στο Μέταιρι. Χρειαζόμασταν καινούριους δίσκους, καινούριες καρέκλες για να αντικαταστήσουμε τις δικές μας, που ξέφτιζαν συνέχεια, κι έναν σταθερότερο πάγκο κουζίνας, μιας και ο δικός μας είχε αρχίσει μυστηριωδώς να τραμπαλίζεται. Ο Γουίλ είχε επίσης τον νου του μήπως βρει ένα μίξερ και μια φριτέζα ώστε να αρχίσουμε να φτιάχνουμε δικές μας πίτες, ίσως ακόμα και μπενιέ. Κανονικά θα ζητούσε από την Τρεϊσίνα να τον συνοδέψει, αλλά ο αστράγαλός της δεν είχε γιάνει τελείως. Δε χρειαζόταν πια τις πατερίτσες, παρ' όλα αυτά όμως περιφερόταν κουτσαίνοντας στην τραπεζαρία, πράγμα που έκανε τον Γουίλ να νιώθει τύψεις για το ατύχημα. Εκείνη μάλιστα δήλωσε χαριτολογώντας πως, αν δεν έβγαινε μαζί του, θα του είχε κάνει μήνυση. Δεν είμαι σίγουρη πως αστειευόταν. Σήμερα λοιπόν θα ήμουν η ρεζέρβα φιλενάδα του Γουίλ. «Έρχομαι!» φώναξα. Έχωσα τον φάκελο στο ντοσιέ μου, τον καταχώνιασα ανάμεσα στα στρώματα του κρεβατιού και πήγα τρέχοντας στην πόρτα, διακόπτοντας το δεύτερο χτύπημα του Γουίλ. Φορούσε ένα από τα πουκάμισα που μου άρεσαν πολύ επάνω του, ένα μουντό κόκκινο που του είχε αγοράσει η Τρεϊσίνα. Όσο κι αν μου έδινε στα νεύρα, έπρεπε να ομολογήσω ότι τον έβαζε να ντύνεται πολύ καλύτερα, και μάλιστα τον είχε πείσει να κόψει και λίγο πιο κοντά τα μαλλιά του. «Γεια! Ωραία. Έλα μέσα». «Έχω διπλοπαρκάρει. Κατέβα όταν είσαι έτοιμη. Δε μ' άκουσες που κόρναρα;» «Όχι, συγγνώμη. Είχα... βάλει σκούπα». Ο Γουίλ έριξε μια ματιά στο ακατάστατο σπίτι μου, το ασκούπιστο καθιστικό μου. «Μάλιστα...» αποκρίθηκε μουρμουριστά. «Θα σε περιμένω κάτω». Ο Γουίλ ήταν απόμακρος και αφηρημένος στη σύντομη διαδρομή, αλλάζοντας σταθμό κάθε φορά που δεν του άρεσε το τραγούδι ή που μια θορυβώδης διαφήμιση ακολουθούσε ένα καλό τραγούδι. «Νεύρα έχεις» του είπα. «Είμαι λίγο κακόκεφος μάλλον...» «Τι σε πείραξε;» «Τι σε νοιάζει;» «Τι εννοείς με το τι με νοιάζει; Είμαι φίλη σου. Είπα να ρωτήσω». Ο Γουίλ έμεινε σιωπηλός επί μισό χιλιόμετρο. Κάποια στιγμή γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη για να χαζέψω το τοπίο. Στο τέλος δεν κρατήθηκα άλλο. «Όλα καλά με σένα και την Τρεϊσίνα; Είδα το καβγαδάκι για το αυτοκίνητο τις προάλλες...» «Όλα ανθηρά, Κέισσι. Σ' ευχαριστώ που ρώτησες». Ουάου! Πρώτη φορά ήταν τόσο απότομος μαζί μου. «Εντάξει τότε» αποκρίθηκα. «Δε θα ρωτήσω τίποτε άλλο. Αλλά αν ήξερα ότι θα ήσουν τόσο χάλια παρέα σήμερα, δε θα είχα έρθει. Είναι Κυριακή. Έχω ρεπό, αν θυμάσαι. Νόμιζα ότι θα περνούσαμε κάπως καλά, μα...» «Με συγχωρείς...» με διέκοψε. «Δεν περνάς καλά; Να προσπαθήσω λίγο περισσότερο για να περάσεις καλά. Μήπως θα έπρεπε επίσης να σταματήσω να διακόπτω τις συζητήσεις σου στη δουλειά με τα καινούρια φιλαράκια σου που περνάτε καλά;» Εννοούσε τη Ματίλντα. Της είχα ζητήσει να μην περνάει τόσο συχνά από το εστιατόριο, όμως τις προάλλες, μετά τη συζήτηση για τον Τζέσσι, ο Γουίλ είχε σχολιάσει ότι δε θα έπρεπε να κάθομαι με τους πελάτες όσο δουλεύω. «Είναι τακτική πελάτισσα κι έχουμε αρχίσει να γινόμαστε φίλες, αυτό είναι όλο. Πού είναι το κακό;» «Μια τακτική πελάτισσα που σου χαρίζει κοσμήματα ίδια με τα δικά της;» Έριξε μια ματιά στο βραχιόλι που ακουμπούσε στον μηρό μου. Μου άρεσε το σατινέ φινίρισμά του, η χρυσαφιά γυαλάδα του. Ήταν τόσο όμορφο, που, από τότε που άρχισα να συλλέγω τα κρεμαστά, δεν άντεχα να μην το φοράω. «Αυτό;» ρώτησα σηκώνοντας τον καρπό μου. «Αυτό. Μου... το έδωσε μια φίλη της. Μια φίλη της που τα φτιάχνει. Το θαύμαζα και ήθελα κι εγώ ένα. Έτσι κάνουν τα κορίτσια, Γουίλ». Ήλπιζα να ήμουν πειστική. «Πόσο κόστισε; Δείχνει για χρυσός 18 καρατίων». «Είχα μαζέψει χρήματα. Στ' αλήθεια όμως, αυτό δεν είναι δική σου δουλειά». Ο Γουίλ αναστέναξε και ύστερα έμεινε πάλι σιωπηλός. «Ώστε δεν επιτρέπεται πια να μιλάω με τους πελάτες... Έτσι πάει; Επειδή, πρέπει να πω, δουλεύω σκληρά και το εστιατόριο σημαίνει πολλά και για μένα. Ξέρεις ότι θα έκανα τα πάντα για να...» «Συγγνώμη...» «... Για να...» «Άκουσέ με, Κέισσι. Συγγνώμη. Ειλικρινά. Δεν ξέρω γιατί είμαι τόσο... Τα πράγματα πηγαίνουν καλά με την Τρεϊσίνα. Μα ψάχνει για... Θέλει να προχωρήσουμε τη σχέση μας, αλλά εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι νιώθω έτοιμος. Καταλαβαίνεις; Οπότε ναι, είμαι λιγάκι μυγιάγγιχτος. Κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα». «Γάμο εννοείς;» Κόντεψα να πνιγώ. Γιατί; Τον είχα απορρίψει τον Γουίλ, και φυσικά θα έπρεπε να παντρευτεί την κοπέλα που αγαπούσε. Σωστά; «Όχι! Προς Θεού. Εννοώ να συζήσουμε... Αλλά ναι. Αυτό που θέλει τελικά είναι ο γάμος». «Εσύ αυτό θες, Γουίλ;» Κόντευε μεσημέρι. Ο ήλιος έμπαινε από την ηλιοροφή, ζεσταίνοντας την κορυφή του κεφαλιού μας. Με ζάλιζε κάπως. «Βέβαια. Δηλαδή, γιατί όχι; Έτσι δεν είναι; Γιατί να μην το θέλω; Είναι σπουδαία κοπέλα» μου απάντησε. Είχε καρφώσει το βλέμμα του στον δρόμο. Ύστερα στράφηκε προς το μέρος μου για μια στιγμή, χαμογελώντας αδύναμα. «Ουάου! Το πάθος σου μ' έχει τυφλώσει» αποκρίθηκα, και γελάσαμε και οι δύο. Φτάσαμε στο πάρκινγκ της δημοπρασίας. Ήταν μισοάδειο, πράγμα καλό – λιγότερος κόσμος σήμαινε χαμηλότερες τιμές. «Πάμε να αγοράσουμε καμιά παλιατζούρα» είπε σβήνοντας τη μηχανή και σχεδόν πηδώντας έξω από το αυτοκίνητο. Προς στιγμήν είχα την παρόρμηση να καθίσω εκεί μαζί του για λίγο, να τον παρηγορήσω, να του χαϊδέψω τα μαλλιά, να του πω πως όλα θα πήγαιναν καλά, ότι το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του. Αλλά ταυτόχρονα αισθάνθηκα ένα τσίμπημα ζήλιας. Η Τρεϊσίνα δε φαινόταν να ενοχλείται από τη φιλία μου με τον Γουίλ, δεν έδειχνε να τη βάζει σε υποψίες ούτε κατά διάνοια ο χρόνος που περνούσαμε μαζί, πράγμα που, εδώ που τα λέμε, το έβρισκα λιγάκι εκνευριστικό. Το ήξερα ότι δεν ήμουν απειλή για κείνην, όμως ένα κομμάτι μου ήθελε να της προκαλέσει λίγη ανησυχία, ένα μέρος μου που όλο και μεγάλωνε ήθελε να της αποδείξει πως ήμουν υπολογίσιμη δύναμη, έστω και μικρή. Αλλά δεν πρόλαβα καν να αρθρώσω κουβέντα. Ο Γουίλ κόντευε ήδη να φτάσει στο κτίριο, οπότε άνοιξα την πόρτα, βγήκα από το αυτοκίνητο και τον ακολούθησα. Η Παρασκευή ήρθε πολύ αργά. Είχα βγάλει επάνω στο κρεβάτι μου μια καινούρια φόρμα για γιόγκα κι ένα ελαστικό λευκό μπλουζάκι, το οποίο αποφάσισα να φορέσω πάνω από ένα στενό μαύρο φανελάκι. Ήταν ήδη αρκετά κακό που θα φορούσα ρούχα γυμναστικής. Έτσι, πρόσεξα τουλάχιστον να μην πλησιάσει η Ντίξι το παντελόνι. Δε χρειαζόταν να εμφανιστώ στο Μέγαρο καλυμμένη με τριχόμπαλες σαν μεσήλικη γεροντοκόρη. Ακριβώς την καθορισμένη ώρα είδα τη λιμουζίνα να σταματάει μπροστά από το σπίτι μου. Κατέβηκα και βγήκα από την πόρτα προτού καλά καλά χτυπήσει ο σοφέρ το κουδούνι. «Ήρθα...» τραύλισα, χαιρετώντας τον λαχανιασμένη. Με οδήγησε με το γαντοφορεμένο χέρι του στο αυτοκίνητο και μου άνοιξε την πίσω πόρτα. «Ευχαριστώ» είπα καθώς βολευόμουν στο αφράτο κάθισμα και κοιτούσα την πολυκατοικία μου. Μια δαντελένια κουρτίνα στο ισόγειο άνοιξε και ύστερα έπεσε. Η καημένη η Άννα είχε μπερδευτεί ολότελα. Μέσα στη λιμουζίνα υπήρχε μια παγωνιέρα με ένα μπουκάλι σαμπάνια κι ένα μπουκάλι νερό. Πήρα το νερό· δεν ήθελα να φτάσω μισομεθυσμένη. Η ώρα ήταν εφτά το απόγευμα, και δεν είχε πολλή κίνηση στον δρόμο, οπότε φτάσαμε σε χρόνο μηδέν στα κεντρικά του S.E.C.R.E.T. Κανονικά έμπαινα από την πύλη που βρισκόταν παρακάτω στον δρόμο και οδηγούσε στο παλιό αμαξοστάσιο, το οποίο χωριζόταν από το κεντρικό κτίριο με μαντρότοιχο. Αυτήν τη φορά η δίφυλλη πόρτα που οδηγούσε κατευθείαν στο Μέγαρο άνοιξε αυτόματα για να μπει η λιμουζίνα. Καθώς περνούσαμε μπροστά από το αμαξοστάσιο, είδα πάνω από τον σκεπασμένο με κισσούς τοίχο ότι και οι τέσσερις φεγγίτες είχαν φως. Αναρωτήθηκα τι δουλειά να έκαναν παρασκευιάτικα στο σπιτάκι, τι σενάρια να κατέστρωναν για μένα και ίσως και για άλλες γυναίκες που έκαναν τα βήματα ταυτόχρονα με μένα. Άραγε να υπήρχαν κι άλλες; Είμαι η μόνη; Είχα πολλές απορίες, που ήξερα πως η Ματίλντα δε θα μπορούσε να μου τις απαντήσει αν δε γινόμουν μέλος του S.E.C.R.E.T. Ενώ η αυλή που περιέβαλλε το παλιό αμαξοστάσιο ήταν πνιγμένη στους κισσούς και τους θάμνους, ο κήπος του Μεγάρου ήταν περιποιημένος και πεντακάθαρος και σκόρπιζε μια απόκοσμη φωτεινή πράσινη λάμψη, που έκανε το κοντοκουρεμένο γκαζόν να φαντάζει ψεύτικο. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν το βαρύ άρωμα των τριανταφυλλιών, που σκαρφάλωναν στους τοίχους του Μεγάρου κι έμοιαζαν με γιγάντιο ροζ, κίτρινο και λευκό κρινολίνο. Το κτίριο είχε πρόσοψη ιταλικού ρυθμού, χαρακτηριστική των πιο μεγαλόπρεπων οικημάτων της συνοικίας, με φαρδιούς λευκούς κίονες που σκίαζαν το βεραντάκι και στήριζαν το ημικυκλικό μπαλκόνι από πάνω. Αλλά είχε μια μεγαλοπρέπεια που έκανε τα υπόλοιπα σπίτια της περιοχής να ωχριούν μπροστά του. Και παρόλο που ήταν όμορφο, φαινόταν απρόσιτο μέσα στην υπερβολική τελειότητά του. Το σύνολο του κτιρίου ήταν καλυμμένο από ανοιχτόγκριζο σοβά με λευκές μαρκίζες, και στο ισόγειο είχε περιμετρικό χαγιάτι. Περίτεχνα κάγκελα πλαισίωναν μικρές μπαλκονόπορτες στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο. Όλο το κτίσμα φωτιζόταν από μέσα από μια θερμή αμυδρή λάμψη που ήταν φιλόξενη και συγχρόνως αλλόκοτη. Σταματήσαμε μπροστά στην πλαϊνή είσοδο, αλλά το λιθόστρωτο δρομάκι συνέχιζε πάνω στον λοφίσκο και κατέληγε σ' ένα γκαράζ στην πίσω αυλή. Ήταν ένα σπίτι από το οποίο δε σου έκανε καρδιά να φύγεις, ούτε όμως μπορούσες πραγματικά να ζήσεις σ' αυτό. Μια γυναίκα με ασπρόμαυρη στολή εμφανίστηκε στην πλαϊνή πόρτα. Μας χαιρέτησε από μακριά. Κατέβασα το παράθυρο της λιμουζίνας. «Πρέπει να είσαι η Κέισσι» είπε. «Με λένε Κλοντέτ». Είχα συνηθίσει πλέον να περιμένω να κατέβει ο σοφέρ για να μου ανοίξει την πόρτα. Μόλις βγήκα, παρατήρησα μερικούς σωματοφύλακες να κόβουν βόλτες στον κήπο· φορούσαν όλοι καλοραμμένα κουστούμια και μαύρα γυαλιά, και ο ένας από αυτούς μιλούσε σ' ένα ακουστικό. «Εκείνος σε περιμένει στην κουζίνα. Δεν έχει πολλή ώρα, αλλά ανυπομονεί να σε γνωρίσει!» πρόσθεσε η Κλοντέτ. «Ποιος;» ρώτησα ενώ την ακολουθούσα. Και τι εννοούσε λέγοντας ότι εκείνος με περιμένει και δεν έχει πολλή ώρα; Δική μου δεν ήταν η φαντασίωση; «Θα δεις» μου απάντησε ακουμπώντας καθησυχαστικά το χέρι της στην πλάτη μου ενώ με συνόδευε μέσα στο σπίτι. Το πάτωμα της πλαϊνής εισόδου ήταν μαρμάρινο με ασπρόμαυρο πιε ντε πουλ σχέδιο, που συνέχιζε στον διάδρομο. Δύο Ερωτιδείς σ' ένα σιντριβανάκι έχυναν νερό από αμφορείς σε μια ρηχή δεξαμενή. Παιώνιες ξεπρόβαλλαν από τεράστια βάζα. Έριξα μια ματιά στον εντυπωσιακό προθάλαμο στα δεξιά μου. Στη βάση της σκάλας καθόταν άλλος ένας σωματοφύλακας σε μια καρέκλα και διάβαζε εφημερίδα. «Γιατί δεν πας να περιμένεις έξω;» του είπε η Κλοντέτ. Ο μεγαλόσωμος τύπος δίστασε λίγο και ύστερα σηκώθηκε από το κάθισμά του. Προχωρήσαμε στον μακρύ διάδρομο, ακολουθώντας τον ήχο της δυνατής χιπ χοπ ή ραπ· δεν καταλάβαινα τη διαφορά. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε. Αισθανόμουν πολύ προχειροντυμένη για τέτοιο περιβάλλον και αναρωτιόμουν για ποιον λόγο με είχαν βάλει να φορέσω κάτι τόσο απλό και καθημερινό. Οι σωματοφύλακες, το πιεστικό πρόγραμμα, η μουσική – τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Κατευθυνθήκαμε προς το πίσω μέρος του σπιτιού, προσπερνώντας αρκετές πολυτελείς σκάλες στα πλαϊνά του μεγάλου διαδρόμου, ενώ η μουσική δυνάμωνε όσο πλησιάζαμε μια δίφυλλη δρύινη πόρτα. Παρατήρησα ότι τα στρογγυλά παράθυρα ήταν καλυμμένα με μαύρο τσιγαρόχαρτο. Τι συνέβαινε; Η Κλοντέτ άνοιξε την πόρτα, και με χτύπησε ο ήχος της μουσικής και η μυρωδιά της ζεστής σούπας, των θαλασσινών, της ντομάτας ενδεχομένως και των μπαχαρικών. Γύρισα για να τη ρωτήσω πού πήγαινα και ποιον θα συναντούσα, αλλά είχε φύγει ήδη, και η πόρτα έκλεινε αθόρυβα πίσω της. Έριξα μια ματιά στην ευρύχωρη κουζίνα, που είχε ντεκόρ παλιομοδίτικου πλυσταριού: οι γυαλιστεροί βερνικωμένοι τοίχοι ήταν λευκοί από τη μέση και κάτω και μαύροι από τη μέση κι επάνω. Δεκάδες χρωματιστά χάλκινα κατσαρολικά κρέμονταν πάνω από τον κεντρικό πάγκο της κουζίνας. Οι ηλεκτρικές συσκευές είχαν μέγεθος μικρού αυτοκινήτου, όμως ήταν υπερσύγχρονες, απλώς είχαν διακοσμηθεί έτσι που να φαίνονται παλιές. Το ψυγείο μάρκας Sub-Zero θύμιζε αυτό που είχαμε στη δουλειά, μόνο που ήταν πιο καινούριο και πεντακάθαρο. Η στόβα ήταν μαντεμένια, με οχτώ μάτια, και δεν είχε καμία σχέση με κείνη στην κουζίνα του Café Rose. Έμοιαζε με στόβα κάστρου. Μετά ξεπετάχτηκε εκείνος, μπροστά από τη στόβα, με τη γυμνή του πλάτη προς το μέρος μου. Νωρίτερα ήταν σκυμμένος και ρύθμιζε μια φλόγα και τώρα ανακάτευε κάτι που μαγειρευόταν σε μεγάλη κατσαρόλα, ενώ ταυτόχρονα μιλούσε δυνατά στο ακουστικό που ήταν στηριγμένο στον ώμο του. Η πλάτη του είχε μυς σαν κανονικού αθλητή, όχι μποντιμπιλντερά· το μαύρο δέρμα του ήταν αψεγάδιαστο. Το φαρδύ τζιν του ήταν κατεβασμένο χαμηλά, αλλά όχι υπερβολικά· ίσα για να επιδεικνύει την απίστευτα λεπτή μέση του. Μιλούσε και ανακάτευε συγχρόνως. «Με συγχωρείτε!» είπα, προσπαθώντας να ακουστώ μες στον θόρυβο της μουσικής, αλλά δε μίλησα τόσο δυνατά ώστε να τον κάνω να γυρίσει. «Δε λέω ότι δε μ' αρέσει όλο το κομμάτι» έλεγε. «Μόνο αυτή η γέφυρα. Άκου». Περίμενε να ακουστεί ένας σκοπός και ύστερα σήκωσε το ακουστικό στον αέρα. «Το ακούς; Δε νομίζω πως αυτό το δείγμα είναι κατάλληλο. Τον ρώτησες αν μπορώ να προσλάβω τον Χεπ να μου το φτιάξει; Το ξέρω ότι τον χρησιμοποιεί στο δικό του άλμπουμ, μα θα μου κάνει χάρη». Στράφηκε προς το μέρος μου και ξαφνιάστηκε λίγο που στεκόμουν εκεί χωρίς να με πάρει είδηση. Με κοίταξε από πάνω έως κάτω κι έβαλε το ελεύθερο χέρι του στον γοφό του. Οι κοιλιακοί του σφίχτηκαν. Προσπάθησα να μην τον κοιτάζω επίμονα, αλλά ήταν δύσκολο. Αυτός ο άντρας άγγιζε την τελειότητα. Κοίταξα πάνω από τον ώμο μου τη δίφυλλη δρύινη πόρτα. Δίχως να σταματήσει να ακούει τον συνομιλητή του στο τηλέφωνο, μου χαμογέλασε έτσι όπως μόνο οι πολύ χαρισματικοί άνθρωποι ξέρουν να χαμογελούν. Κυριολεκτικά άλλαξε τη θερμοκρασία του δωματίου. Κατόπιν ύψωσε το δάχτυλό του σαν να μου έλεγε ένα λεπτό θα κάνω. Μου φαινόταν γνωστός. Αυτό το πλατύ χαμόγελο και τα νυσταγμένα καστανά μάτια... «Πες του ότι θα του δώσω τα διπλά για να κάνει το σινγκλ μαζί μου» συνέχισε, ακουμπώντας ξανά το ακουστικό στον λαιμό του, μόνο που τώρα τα μάτια του ήταν καρφωμένα επάνω μου, προκαλώντας μου πάλι αμηχανία. Παρόλο που δεν ήταν μεγαλόσωμος, συμπεριφερόταν σαν να ήταν γίγαντας, λες και ήταν κανένας διάσημος, πράγμα που φυσικά αποκλείεται. «Θα τον φιλοξενήσουμε στο Ritz. Οπωσδήποτε στη Γαλλία. Εκεί θα κόψουμε τον δίσκο». Κατόπιν σκέπασε το ακουστικό με το χέρι του και απευθύνθηκε ψιθυριστά σε μένα: «Συγγνώμη... Ένα λεπτό θα κάνω. Βολέψου, Κέισσι...». Ήξερε το όνομά μου! Ύστερα συνέχισε να μιλάει στο ακουστικό. «Δεν ξέρω. Σε μια δυο μέρες. Πρέπει να επισκεφθώ τη γιαγιάκα μου στη Νέα Ορλεάνη. Μετά πάμε Νέα Υόρκη και ύστερα Γαλλία. Η περιοδεία ξεκινάει σε οχτώ εβδομάδες, αλλά εγώ θέλω να ετοιμάσω τα κομμάτια για δύο σινγκλ. Να τα βγάλουμε όσο θα κάνουμε την περιοδεία. Αδιαφορώ. Πες του πως έχουμε πολύ περισσότερα. Το άλμπουμ θα το κάνουμε». Θυμήθηκε ξανά πως έπρεπε να ανακατέψει το περιεχόμενο της κατσαρόλας, οπότε μου γύρισε την πλάτη και δοκίμασε λίγο από το φαγητό, που σιγόβραζε. Έδειχνε τελείως άνετος· ήξερε ακριβώς σε πιο συρτάρι θα έβρισκε το σκεύος που έψαχνε. Κάθε πρέζα μπαχαρικών και κάθε ανακάτεμα έκανε τους μυς στις ωμοπλάτες και στα μπράτσα του να κυματίζουν και να διαγράφονται. Ο ρυθμός της μουσικής ήταν υπνωτιστικός, και πότε πότε τον έβλεπα να χάνεται σ' αυτόν, θαρρείς και τον κυρίευε και τον ανάδευε από μέσα. Έχοντας ακόμα το τηλέφωνο σφηνωμένο μεταξύ αυτιού και ώμου, στράφηκε και με πλησίασε, κρατώντας ένα κουτάλι με σούπα πάνω από τη χούφτα του. «Δοκιμάζω τη συνταγή της γιαγιάς μου. Ναι. Θα σου φέρω. Λοιπόν, θα είμαι απασχολημένος για καμιά ωρίτσα» είπε ενώ φυσούσε τη σούπα κι έφερνε το κουτάλι κοντά στο στόμα μου. Δοκίμασα προσεκτικά και κάηκα. Σούπα γκάμπο. Ω Θεέ μου, ήταν καλύτερη από της Ντελ, καλύτερη, εδώ που τα λέμε, απ' όσες είχα δοκιμάσει. «Κάνα δίωρο μάλλον. Θα σου τηλεφωνήσω όταν επιστρέψω στο ξενοδοχείο. Ναι. Γεια». Πέταξε το κουτάλι, έκλεισε το τηλέφωνο και στράφηκε προς το μέρος μου. Και στάθηκε έτσι, χωρίς να πει κουβέντα, επί δέκα δευτερόλεπτα τουλάχιστον. Φαινόταν εντελώς σίγουρος για τον εαυτό του, παρόλο που καθόταν έτσι και με έτρωγε με τα μάτια χωρίς να βγάζει άχνα, ενώ η μουσική έπαιζε ακόμα στη διαπασών. Ήταν κάποιος επώνυμος. Αυτό ήταν σίγουρο. Αποφάσισα να σπάσω τον πάγο. «Ελπίζω να μη διέκοψα κάτι σημαντικό!» φώναξα για να ακουστώ πάνω από τη μουσική. Εκείνος έπιασε ένα τηλεχειριστήριο και σημάδεψε κάπου πάνω από το κεφάλι μου, χαμηλώνοντας την ένταση. Δεν απάντησε. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησα. Πήγε να πει κάτι, αλλά τελικά έβαλε τα γέλια και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όποιος θες εσύ, μωρό μου...» «Ναι, αλλά... Τόσοι σωματοφύλακες. Για σένα δεν είναι;» Να το πάλι εκείνο το κούνημα του κεφαλιού και το ντροπαλό αγορίστικο χαμόγελο. «Ουδέν σχόλιον» απάντησε. «Δεν είμαστε εδώ για να μιλήσουμε σχετικά με μένα. Είμαστε εδώ για να μιλήσουμε σχετικά με... τα ρούχα σου. Πες μου κάτι γι' αυτά που φοράς» συμπλήρωσε σταυρώνοντας τα χέρια στο στέρνο του και ακουμπώντας ύστερα τον αντίχειρα στα χείλη του. Έκανε τον κύκλο της νησίδας και στάθηκε τρία μέτρα μακριά μου, ζυγίζοντάς με με το μάτι σαν να περνούσα από οντισιόν. Μου κόπηκαν τα γόνατα μόλις είδα την πόρπη της ζώνης του χαμηλά στη λεκάνη του. Προσπάθησα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου, όμως ήταν πολύ γοητευτικός άντρας. Αισθανόμουν χαζή και γριά με την ηλίθια φόρμα που φορούσα. «Εμμμ... Αυτό μου ζήτησαν να φορέσω» είπα κοιτάζοντας τα ηλίθια αθλητικά μου. «Τέλεια! Όταν τους είπα πως ήθελα "μια μητέρα από τα προάστια", δεν το εννοούσα κυριολεκτικά... Παρ' όλα αυτά, πρέπει να ομολογήσω ότι πάνω κάτω αυτό είχα στο μυαλό μου. Απλώς το πακέτο γύρω από το οποίο είναι τυλιγμένα τα ρούχα είναι πιο σέξι απ' όσο φανταζόμουν...» «Να κάτσω;» ρώτησα δείχνοντας ένα σκαμπό στη νησίδα. Έτρεμα τόσο πολύ, που, αν δεν καθόμουν, θα σωριαζόμουν στο πάτωμα. «Φυσικά. Σ' αρέσει το γκάμπο;» Πήρε την κουτάλα και στράφηκε στη στόβα για να ανακατέψει πάλι τη σούπα. «Το λατρεύω. Είναι... πεντανόστιμο. Εεε... Θα μου μαγειρέψεις; Δεν είμαι σίγουρη πως ανέφερα ποτέ κάποια φαντασίωση που περιλάμβανε μαγείρεμα». «Εγώ θα σου μαγειρέψω, κι εσύ θα κάνεις κάτι άλλο για μένα...» απάντησε δείχνοντάς με με την κουτάλα. «Αλήθεια;» «Ναι». «Κι εγώ που νόμιζα πως ήταν δική μου η φαντασίωση...» «Θα έχουμε πρόβλημα;» με ρώτησε με τέτοια αυτοπεποίθηση, που μου έκοψε λίγο τη φόρα. Δεν έμοιαζε με άνθρωπο που άκουγε συχνά τη λέξη «όχι». «Θα μου πεις πώς σε λένε;» είπα, νιώθοντας πιο τολμηρή. «Χρησιμοποιώ άλλο όνομα στη δουλειά, αλλά το πραγματικό μου όνομα είναι Σον». Έσβησε τη φωτιά, έκανε τον γύρο του πάγκου και στάθηκε δίπλα μου, δεσπόζοντας πάνω από το κοντό κόκκινο σκαμπό μου. Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα. Στον δεξιό καρπό του υπήρχαν άπειρα δερμάτινα βραχιόλια, λαστιχάκια, καθώς και μια χρυσή αλυσίδα πιο χοντρή και πιο γυαλιστερή από τη δική μου. Χωρίς κρεμαστά. Το δέρμα του ανέδιδε μια υποψία μόσχου, ένα άρωμα που είχε βγει από πανάκριβο μπουκάλι. Έσφιξα το σαγόνι μου. Η τόλμη του έβγαζε κάτι από μέσα μου, κάτι νέο και σφοδρό. «Θα μου πεις ποιος είσαι;» «Αυτό θα το ανακαλύψεις μόνη σου. Αργότερα. Τώρα είμαι για σένα η φαντασίωσή σου να κάνεις σεξ με διάσημο... Μόνο που, αν θυμάσαι, είμαστε στο S.E.C.R.ET. Όπως σίγουρα έχεις δει, αυτά τα πράγματα λειτουργούν αμφίδρομα. Λοιπόν, αποδέχεσαι το Βήμα;» «Θες να πεις ότι η φαντασίωσή μου είναι με κάποιον τρόπο και δική σου;» «Αμέ!» «Και πρέπει να πιστέψω πως είσαι διάσημος επειδή το λες;» «Σωστά». Ακούμπησε το στιβαρό χέρι του στο σκαμπό όπου καθόμουν, ακριβώς ανάμεσα στα πόδια μου. «Εντάξει... Αυτό το καταλαβαίνω. Αλλά πώς στο καλό είναι δυνατόν να είμαι εγώ η δική σου φαντασίωση;» Όσο μιλούσε, διέτρεχε με το δάχτυλό του επάνω κάτω τον μηρό μου. Ρίγη διαπερνούσαν τη ραχοκοκαλιά μου. «Κέισσι» απάντησε, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά μου, «όταν είσαι διάσημος, όλοι σε θέλουν, απλώς επειδή είσαι διάσημος. Εσύ ζήτησες μια φαντασίωση με κάποιον γνωστό, αλλά δε διευκρίνισες ότι έπρεπε να είναι γνωστός σε σένα. Είπα ότι θα το δεχόμουν αν ήταν με κάποια που δεν ήξερε ποιος στον διάολο ήμουν, με μια οποιαδήποτε μητέρα των προαστίων. Κάποια που ήταν τόσο απασχολημένη με το να πηγαινοφέρνει τα παιδιά της από δω και από κει, ώστε δεν έκανε τον κόπο να βάλει τίποτε άλλο πέρα από φόρμες και μπλουζάκια. Επειδή έχω βαρεθεί τις μοντέλες. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;» «Μαμά των προαστίων... Αυτό υποτίθεται πως είμαι;» Έβαλα τα γέλια, το ίδιο κι εκείνος. «Το έχεις ξανακάνει αυτό; Με το S.E.C.R.E.T.;» Αγνόησε την ερώτηση και πήγε στον φούρνο πίσω μου, για να ρίξει μια ματιά σε κάτι που ψηνόταν μέσα. «Καλό φαίνεται... Καλαμποκόψωμο». Έκλεισε την πόρτα του φούρνου. Έπειτα από λίγο βρισκόταν πίσω μου, ελάχιστα εκατοστά μακριά μου. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους μου και μετά τα κατέβασε αργά στα μπράτσα μου. Ένιωσα τον σφυγμό μου να επιταχύνεται μόλις τράβηξε απαλά τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου και κράτησε τους καρπούς μου με το ένα χέρι. Αισθανόμουν την ανάσα του στο αυτί μου. «Θα αποδεχτείς το Βήμα, γλυκιά μου μαμά των προαστίων;» ρώτησε φέρνοντας το χέρι του στην αλογοουρά μου, απ' όπου τράβηξε το λαστιχάκι που συγκρατούσε πίσω τα μαλλιά μου, ενώ το στόμα του ανάσαινε μέσα τους καθώς χύνονταν στους ώμους μου. «Ναι...» κατόρθωσα να πω χαχανίζοντας. Οι μαμάδες είναι φαντασίωση; Ποιος να μου το 'λεγε. «Ωραία». Ύστερα έφερε το στόμα του πιο κοντά στο αυτί μου. «Θες να μάθεις ποιος είμαι;» Έγνεψα καταφατικά. Μου ψιθύρισε το όνομά του, το όνομα με το οποίο δούλευε, το ψευδώνυμό του. Χάρηκα που δε στεκόταν μπροστά μου, επειδή μου πετάχτηκαν τα μάτια έξω. Δε μου άρεσε το χιπ χοπ, όμως ακόμα κι εγώ τον είχα ακουστά. Και τώρα ο Σον γλιστρούσε τα χέρια του κάτω από το μπλουζάκι μου. Το σήκωσε προσεκτικά λες και ήταν αραχνοΰφαντο. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το στήθος μου πάνω από το στενό λίκρα φανελάκι μου. «Κι αυτό πρέπει να φύγει. Σήκωσε τα χέρια!» Τέντωσε το φανελάκι πάνω από το κεφάλι μου και το πέταξε στην άλλη άκρη της κουζίνας. Ύστερα έπιασε το σκαμπό και με γύρισε προς το μέρος του. Με τράβηξε κοντά του έτσι ώστε τα πόδια μου να βρίσκονται ανάμεσα στους ανοιχτούς μηρούς του, και το δεξί του χέρι έγειρε το κεφάλι μου προς τα πίσω για να τον κοιτάζω, ενώ το αριστερό έπαιζε με τη θηλή μου. Έβαλε διστακτικά τον αντίχειρά του στο στόμα μου, κι εγώ έγλειψα ενστικτωδώς τα υπολείμματα των μπαχαρικών που είχαν ξεμείνει επάνω του, πράγμα που τον έκανε να κλείσει τα μάτια. Μου άρεσε που αυτό τον λίγωνε από επιθυμία, που τον έκανε να λικνίζεται λιγάκι. Τον ρούφηξα λίγο πιο δυνατά. «Βάζω στοίχημα πως είσαι καλή σ' αυτό...» μουρμούρισε ανοίγοντας τα βλέφαρά του, που ήταν βαριά από την ηδονή. «Βάζω στοίχημα ότι μπορείς να κάνεις έναν άντρα να πεθάνει με το στόμα σου». Σταμάτησα αυτό που έκανα. Μέχρι στιγμής στις φαντασιώσεις μου μόνο εγώ εισέπραττα την ηδονή, δεν την ανταπέδιδα ποτέ. Τώρα ήθελα διακαώς να προσφέρω, να είμαι γενναιόδωρη όπως απαιτούσε το Βήμα, αλλά δεν ήξερα πώς. «Θέλω να κάνω κάτι για σένα» είπα. «Τι, Κέισσι;» με ρώτησε δαγκώνοντας το κάτω χείλος του με αγωνία ενώ έκλεινα το στόμα μου γύρω από τον δείκτη του. Τον κοίταξα στα μάτια, με το στόμα κλειστό γύρω από το δάχτυλό του για ένα δευτερόλεπτο. Ύστερα, με όση τόλμη μπόρεσα να επιστρατεύσω, είπα: «Σε θέλω στο... στόμα μου. Ολόκληρο». Αέρας μαζεύτηκε στα πνευμόνια μου, αλλά δεν έφευγε. Το είχα όντως ξεστομίσει. Είχα όντως πει σε κάποιον άντρα, έναν πολύ διάσημο, ότι ήθελα να... του πάρω μια πίπα. Και τώρα; Είχα πάρει μία και μοναδική πίπα στο λύκειο. Το είχα προσπαθήσει με τον Σκοτ μερικές φορές που ήταν μεθυσμένος και το είχε απαιτήσει, όμως ήταν μια απαίσια εμπειρία, όπου στο τέλος εμένα με πονούσε το σαγόνι μου και τον Σκοτ τον είχε πάρει ο ύπνος. Δεν το απολάμβανα. Η πιθανότητα να το δοκιμάσω τώρα –και να αποτύχω– με άγχωνε. Αφού όμως πραγματοποιούσα μια ερωτική φαντασίωση με έναν διάσημο, αποφάσισα να αφήσω τον διάσημο να κάνει αυτό στο οποίο είναι καλοί οι διάσημοι: να απαιτήσει ένα άλφα επίπεδο εξυπηρέτησης. «Θέλω να μου δείξεις πώς... να σε ευχαριστήσω» είπα. Χάιδεψε με το υγρό του δάχτυλο τον λαιμό μου και μετά, πιάνοντας το πιγούνι μου στο χέρι του, μου αποκρίθηκε: «Νομίζω πως αυτό μπορώ να το κάνω». Αυτός ο θεός ήθελε να του πάρω πίπα! «Μόνο που... δεν ξέρω αν είμαι καλή σ' αυτό. Θέλω να πω, αν αυτή είναι η φαντασίωσή σου, τότε δυστυχώς τον... ήπιες». Μου πήρε μια στιγμή να συνειδητοποιήσω γιατί έσκασε στα γέλια. «Ξέρεις τι θέλω να πω... Κατάλαβες». Σταμάτησε να γελάει, και ορκίζομαι πως ένιωσα ότι θα μπορούσα να βυθιστώ στο βαθύ μαύρο βλέμμα του, τόσο έντονο ήταν. Καταλάβαινα γιατί ήταν διάσημος, παρόλο που δε γνώριζα καν τη μουσική του. Ήταν χαρισματικός, είχε εκτόπισμα, αυτοπεποίθηση. Αφού του είχα ζητήσει να μου κάνει μάθημα, ξεκίνησε. «Ας αρχίσουμε γδύνοντάς σε». Σηκώθηκα κι έκανα ένα βήμα πίσω. Κάτω από το βλέμμα του έβγαλα τα υπόλοιπα ρούχα μου – πρώτα κλότσησα τα αθλητικά μου, μετά κατέβασα τη φόρμα και ύστερα το κιλοτάκι μου. Με παρακολουθούσε. Το ήθελε. Με ήθελε. Εμένα! Και το αισθανόμουν. Επαναλάμβανα από μέσα μου: Αφέσου, θα σου δείξει, όλα θα πάνε καλά. Το άγχος μου δούλευε προς όφελός μου ενώ με κατακτούσε με τα υπέροχα μάγια του. Γύρισε, τράβηξε μια καρέκλα από το τραπέζι της κουζίνας και κάθισε. «Δε γίνεται να τα θαλασσώσεις, Κέισσι, εκτός αν βάλεις δόντια. Δεν είναι καλεσμένα. Ό,τι άλλο, και θα είμαι ευτυχισμένος. Έλα εδώ». Έκανα ένα βήμα προς το μέρος του. Ύστερα άλλο ένα. Στεκόμουν ακριβώς από πάνω του, γυμνή. Έπιασε τους καρπούς μου με τις χερούκλες του και με τράβηξε να γονατίσω μπροστά του. Μύριζε ζέστη και μπαχαρικά ή μπορεί και να έφταιγε το φαγητό και το ψωμί· πάντως και οι δύο αρχίσαμε να ζεσταινόμαστε. Πήρε τα χέρια μου και τα ακούμπησε στο στήθος του και μετά τα έσυρε πάνω στην απίθανα σφιχτή κοιλιά του. «Ξεκούμπωσέ μου το παντελόνι, Κέισσι». Κάτι έλιωσε μέσα μου· άπλωσα το χέρι κι έλυσα τη ζώνη του. Εκείνος κατέβασε το παντελόνι του στο πάτωμα. Ήταν σκληρός και μεγάλος. Και χοντρός. «Χριστέ μου...» ψιθύρισα τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω του, ψηλαφίζοντας το απαλό δέρμα του. Πώς γινόταν να είναι τόσο... σκληρός και μαλακός την ίδια στιγμή; «Τώρα σκύψε και φίλησε την άκρη του...» είπε. «Αυτό είναι, πάρ' τον αργά στην αρχή. Έτσι, ναι... Φίλησέ τον. Έτσι...» Τον πήρα στο στόμα μου κι έγλειψα τον κορμό του οργάνου του από την κορυφή έως τη βάση· ένιωσα το σώμα του να λικνίζεται μόλις το στόμα και τα χέρια μου βρήκαν έναν σταθερό ρυθμό. «Έτσι... Λίγο πιο γρήγορα». Τάχυνα τον ρυθμό μου, ενώ εκείνος έβαλε απαλά το ένα μου χέρι γύρω του και το άφησε εκεί. Τον πήρα βαθιά μέσα στο στόμα μου κι έφερα το άλλο μου χέρι από κάτω του. «Ναι...» είπε, περνώντας τρυφερά τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά μου. «Το έπιασες. Έτσι...» Τα χέρια μου έσμιξαν με τα χείλη μου και σχημάτισα ένα κενό αέρος γύρω του, καταβροχθίζοντάς τον. Ύστερα τον άφησα, γλείφοντας μόνο το κεφάλι με την άκρη της γλώσσας μου. Κατέβασε τα μάτια και με κοίταξε την ώρα που ύψωνα το βλέμμα για να τον κοιτάξω, και οι ματιές μας συναντήθηκαν. Το πρόσωπό του ήταν μακάριο, ήρεμο, κι ένα κύμα ισχύος διαπέρασε το κορμί μου. Τον είχα. Ήταν δικός μου. Τον πήρα πάλι στο στόμα μου, ρουφώντας και τραβώντας τον μέσα μου, κι ένιωσα μια δόνηση στη λεκάνη του. Έγινα ακόμα πιο τολμηρή και τον πήρα βαθύτερα στο στόμα μου. Τον αισθανόμουν να σπρώχνεται μέσα μου και ταυτόχρονα τον ένιωθα να λιγώνει, να λιώνει. Εγώ του το έκανα αυτό. Εγώ είχα τον έλεγχο, την εξουσία. Όπου να 'ναι, θα τον έκανα να τελειώσει... στο στόμα μου. «Κορίτσι μου, δε χρειάζεσαι τη βοήθειά μου...» Όσο περισσότερο τον ευχαριστούσα, τόσο πιο υγρή γινόμουν, κάτι που δε μου είχε ξανασυμβεί ποτέ. Γιατί παλιότερα μου φαινόταν αγγαρεία; Τέντωσα το χέρι πίσω του και τον έπιασα από τη μέση, ενώ το στόμα μου τον τραβούσε όλο και πιο βαθιά. Κατόπιν, ερμηνεύοντας τα σημάδια του σώματός του, τον αισθάνθηκα να φτάνει σ' ένα σημείο καμπής και επιβράδυνα τον ρυθμό μου. «Αχ, ναι... Είναι τέλειο. Μη σταματάς!» Τα λόγια του τροφοδότησαν την πείνα μου. Τον πήρα βαθύτερα στο στόμα μου, κι αυτός γραπώθηκε από τον πάγκο για να μη χάσει την ισορροπία του. Όταν κοίταξα το πρόσωπό του και είδα πως κόντευε να τελειώσει μόλις του έδινα εντολή, ένιωσα ακόμα πιο ισχυρή και σέξι. «Αχ, Κέισσι...» τραύλισε ικετευτικά· το ένα χέρι του ήταν μπλεγμένο στα μαλλιά μου, και το άλλο κρατιόταν από το σκαμπό από πάνω μου. «Παναγία μου...» ψέλλισε, ενώ αισθανόμουν να ρουφάω τον οργασμό από μέσα του. Πήρε μια κοφτή ανάσα και κοκάλωσε. Ύστερα βούλιαξε σε μια πανέμορφη σιωπή. Έπειτα από λίγο τον ένιωσα να αποτραβιέται και τελικά να γλιστράει έξω από το στόμα μου. Τον φίλησα σ' εκείνο το αξιολάτρευτο σημείο όπου ο κορμός του σμίγει με τους μηρούς του. Μετά σήκωσα το μπλουζάκι μου από το πάτωμα και σκούπισα απαλά το στόμα μου. Ένα αίσθημα θριάμβου με κατέκλυσε και του χαμογέλασα. «Ήμαρτον, κορίτσι μου...» είπε ασθμαίνοντας και πισωπάτησε. «Δε χρειαζόσουν καμία οδηγία. Ήταν... καταπληκτικό». «Αλήθεια;» ρώτησα και τον πλησίασα. Το στήθος μου ακούμπησε στο δικό του κι ένιωσα τους μυς του επάνω μου. «Αλήθεια» απάντησε, ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό μου. «Κα-τα-πλη-κτι-κό!» Είχε ένα έκπληκτο ύφος και εξακολουθούσε να βαριανασαίνει. Εγώ ήμουν θεόγυμνη και πατούσα επάνω στα ρούχα μου. Κοίταξα κάτω. «Πράγματι εξαίσιο, γαμώτο μου! Υπάρχει τουαλέτα πίσω από το αποθηκάκι» συμπλήρωσε δείχνοντάς μου. Μάζεψα τη στολή της μητέρας των προαστίων από το πάτωμα και άρχισα να απομακρύνομαι. «Περίμενε!» Γύρισα, κι εκείνος ήρθε κοντά μου και μου έδωσε ένα ατέλειωτο υγρό φιλί στο στόμα. «Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν» είπε. Μπήκα στην τουαλέτα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Ακόμα κι αυτό το δωματιάκι πίσω από την αποθηκούλα ήταν πολυτελές και καταστόλιστο, με χρυσές βρύσες και χρυσαφί βελουτέ ταπετσαρία με ανάγλυφα μπορντό λαχούρια. Το πόδι του νιπτήρα ήταν οι βραχίονες μιας γυναίκας, που κατέληγαν στις παλάμες, οι οποίες σχημάτιζαν τη γούρνα. Έριξα κρύο νερό στο πρόσωπο και στον αυχένα μου. Ήπια μια γουλιά νερό. Σταγόνες κύλησαν στο στέρνο και ανάμεσα στα στήθη μου. Τις ακολούθησα με το δάχτυλό μου. Είχα χαρίσει σε κάποιον ηδονή, είχα φανεί γενναιόδωρη απλώς για να το κάνω – και για κανέναν άλλο λόγο. Είχα αρχίσει να ντύνομαι, όταν ακούστηκε το σιγανό χτύπημα στην πόρτα. «Εγώ είμαι. Άνοιξέ μου». Ίσως, αντίθετα από τον μασέρ, ο Σον ήθελε να με αποχαιρετήσει. Άνοιξα λίγο την πόρτα. Εκείνος γλίστρησε μέσα στην τουαλέτα, κι εγώ ένιωσα τον σφυγμό μου να επιταχύνεται. Με γύρισε από την άλλη ώστε να κοιτάζω στον καθρέφτη και στάθηκε πίσω μου. Ύστερα έχωσε το πρόσωπό του στην καμπύλη του αυχένα μου, όπως είχε κάνει στην κουζίνα. «Αυτό είναι για σένα» μου είπε. Είχε φορέσει πάλι το τζιν του, αλλά τον αισθανόμουν ξανά σκληρό πίσω μου. Ύψωσα τα χέρια και τον αγκάλιασα από τον αυχένα, νιώθοντας τη λεκάνη του να κολλάει επάνω μου, σπρώχνοντας τους μηρούς μου στο ψυχρό πορσελάνινο χείλος του νιπτήρα. Έγινα αμέσως μούσκεμα. Με δάγκωσε απαλά στον σβέρκο και μετά γλίστρησε από πίσω το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου. Η πλάτη μου κύρτωσε. Έγειρα προς τα εμπρός, πιο κοντά στον καθρέφτη, και παρακολούθησα το είδωλό του, τα σφαλιστά του βλέφαρα, τα χέρια του, που κατέβαιναν στα στήθη μου, στο στομάχι μου, τα δάχτυλά του, που άνοιγαν σαν βεντάλια. Ακόμα και η πράξη αυτή είχε ρυθμό για κείνον, θαρρείς κι έβρισκε μια μελωδία στο κορμί μου. Έπαιζε με το σώμα μου, με έσφιγγε ολοένα και πιο πολύ επάνω του και τα δάχτυλά του πάλλονταν έντονα μέσα μου. Το να νιώθω ποθητή, το να με παίρνουν και να με αγγίζουν έτσι, ήταν σαν να με ζωντάνευε από μέσα προς τα έξω. Το βλέμμα μου συνάντησε το δικό του στον καθρέφτη. Ύστερα ήρθε ένας στρόβιλος από χρώμα και ρυθμό, και αισθάνθηκα το σώμα μου να εκρήγνυται στα χέρια του, μια λάβα να με διαπερνάει και μετά ένα κύμα ανακούφισης. «Έτσι, έτσι...» μουρμούρισε γλυκά, και χωρίς να το συνειδητοποιώ, έσπρωξα το σώμα μου επάνω στο δικό του, ώσπου φτάσαμε στον τοίχο πίσω μας και ακουμπήσαμε πάνω του για να μείνουμε όρθιοι. Κατόπιν, χωρίς λόγο, έβαλα τα γέλια. «Σ' ευχαριστώ...» τραύλισα ξέπνοη. Θυμήθηκα τα ρούχα μου, τον λόγο για τον οποίο είχα έρθει εξαρχής στην τουαλέτα. Η στολή της μητέρας των προαστίων βρισκόταν σ' έναν μικρό σωρό στο πάτωμα μπροστά από το έπιπλο του νιπτήρα. «Πρέπει να ξαναντυθείς μάλλον» είπε. «Έτσι νομίζω». Και αφού μου έδωσε ένα ακόμα φιλί στον λαιμό, βγήκε πισωπατώντας από την πόρτα και την έκλεισε πίσω του. Το πρόσωπό μου στον καθρέφτη ήταν αναψοκοκκινισμένο από αέρα και ζωή. Ντύθηκα και μετά έριξα κι άλλο νερό στο πρόσωπό μου. «Το κάνεις...» ψιθύρισα, χαμογελώντας στον εαυτό μου στον καθρέφτη. «Το έκανες... Μόλις πήρες πίπα σ' έναν παίδαρο μουσικό, μεγάλη φίρμα και βραβευμένο με Γκράμμυ. Και μετά εκείνος σ' έκανε να τελειώσεις σ' ένα μπάνιο...» Σ' αυτήν τη σκέψη τσίριξα σιγανά, δαγκώνοντας τις γροθιές μου. Ααα! Ντυμένη πλέον, με τα μαλλιά ανακατωμένα από το σεξ, ξαναμπήκα στη μισοσκότεινη κουζίνα. Η μουσική είχε σταματήσει. Η κατσαρόλα έλειπε. Το ίδιο και ο άντρας. Στην άκρη του πάγκου βρισκόταν ένα ταπεράκι με ζεστό γκάμπο κι επάνω του ένα χρυσό κρεμαστό. Κάθισα στο σκαμπό, πήρα βαθιές ανάσες και συλλογίστηκα τι είχε συμβεί. Έπειτα από λίγες στιγμές η Κλοντέτ διέσχισε την πόρτα. «Κέισσι, η λιμουζίνα σου περιμένει. Ελπίζω να πέρασες καλά κοντά μας» είπε με την ελαφρώς συρτή προφορά της Νέας Ορλεάνης. «Πολύ καλά, σ' ευχαριστώ». Έσφιξα το κρεμαστό στο στήθος μου, πήρα το τάπερ, πέρασα άρον άρον την πλαϊνή πόρτα του Μεγάρου και βρέθηκα στο αφράτο δερμάτινο κάθισμα της λιμουζίνας. Ενώ διασχίζαμε την οδό Μαγκαζίν, χάζευα τον δρόμο έξω, όμως στην πραγματικότητα κοιτούσα μέσα μου. Έσφιξα το χρυσό κρεμαστό στην παλάμη μου. Για ποιον λόγο φοβόμουν πάντα να δώσω; Ποιος ήταν ο φόβος μου; Μήπως αισθανθώ ότι με χρησιμοποιούν μάλλον. Μήπως δίνοντας εξαντληθώ. Στην ουσία όμως αντλούσα ικανοποίηση δίνοντας· αντλούσα ευχαρίστηση ευχαριστώντας. Κατέβασα το παράθυρο και άφησα τον άνεμο να μου δροσίσει το πρόσωπο, ενώ το γκάμπο ζέσταινε τα πόδια μου. Αυτός ήταν ο σκοπός του S.E.C.R.E.T., να μας κάνει να παραδώσουμε το σώμα μας πέρα για πέρα στις ανάγκες του και να βοηθήσει και τους άλλους να παραδοθούν. Γιατί αυτό μου φαινόταν τόσο δύσκολο στο παρελθόν; Άνοιξα τη χούφτα μου και κοίταξα το χρυσό κρεμαστό που λαμπύριζε και τη λέξη «Γενναιοδωρία» χαραγμένη με κομψά καλλιγραφικά γράμματα. «Πράγματι!» αναφώνησα καθώς περνούσα το τέταρτο κρεμαστό στο βραχιόλι μου.

S.E.C.R.E.TOnde histórias criam vida. Descubra agora