Κεφάλαιο 3

1K 63 1
                                    

Έπινα σπάνια, πόσο μάλλον μόνη μου, όμως εκείνη η νύχτα σήκωνε ένα ποτήρι παγωμένο λευκό κρασί κι ένα ζεστό μπουρνούζι. Είχα ένα κουτί Chablis στο ψυγείο, και παρόλο που το είχα κάνα δίμηνο, θα βολευόμουν με αυτό. Γέμισα ένα μεγάλο ποτήρι έως επάνω. Ύστερα κάθισα στην άκρη του καναπέ με τη γάτα και το σημειωματάριο. Ψηλάφισα με το δάχτυλο τα αρχικά Π.Ντ. στο εξώφυλλο. Μέσα υπήρχε μια ετικέτα που έγραφε Πολίν Ντέιβις, αλλά δεν είχε άλλα στοιχεία επικοινωνίας. Στην επόμενη σελίδα βρισκόταν ένας πίνακας περιεχομένων με καλλιγραφικά γράμματα, που απαριθμούσε βήματα από το ένα έως το δέκα:

Βήμα Πρώτο: Παράδοση

Βήμα Δεύτερο: Θάρρος

Βήμα Τρίτο: Εμπιστοσύνη

Βήμα Τέταρτο: Γενναιοδωρία

Βήμα Πέμπτο: Αφοβία

Βήμα Έκτο: Αυτοπεποίθηση

Βήμα Έβδομο: Περιέργεια

Βήμα Όγδοο: Γενναιότητα

Βήμα Ένατο: Ζωντάνια

Βήμα Δέκατο: Η επιλογή

Θεέ μου, τι ήταν αυτό που κρατούσα; Τι λίστα ήταν αυτή; Αισθανόμουν να φλέγομαι και να παγώνω ταυτόχρονα, σαν να είχα ξεσκεπάσει ένα επικίνδυνο αλλά συναρπαστικό μυστικό. Σηκώθηκα από τον καναπέ για να κλείσω τις δαντελένιες κουρτίνες μου. Αφοβία, Θάρρος, Αυτοπεποίθηση, Ζωντάνια; Οι λέξεις είχαν ξεπηδήσει από τη σελίδα και θόλωναν μπροστά στα μάτια μου. Άραγε η Πολίν ακολουθούσε αυτά τα βήματα; Κι αν ναι, σε ποιο να είχε φτάσει; Ξανακάθισα και τα διάβασα πάλι. Κατόπιν γύρισα σελίδα στην επόμενη επικεφαλίδα, «Φαντασίωση για το πρώτο βήμα». Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Άρχισα να διαβάζω: Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο πολύ φοβόμουν, πόσο ανησυχούσα ότι θα δείλιαζα, θα το ακύρωνα, θα το έβαζα στα πόδια. Στο κάτω κάτω αυτό δεν κάνω πάντα; Όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, και ιδίως σεξουαλικά. Αλλά συλλογίστηκα τη λέξη «Αποδοχή» και ανοίχτηκα στην ιδέα ότι θα έπρεπε να το αποδεχτώ, να δεχτώ τη βοήθεια του S.E.C.R.E.T. Όταν όμως εκείνος μπήκε σιωπηλά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κι έκλεισε την πόρτα πίσω του, κατάλαβα πως ήθελα να το κάνω... Ένιωθα την καρδιά μου να βροντοχτυπάει σαν να βρισκόμουν εγώ σ' εκείνο το δωμάτιο την ώρα που ο άγνωστος άνοιγε την πόρτα... Μα τι άντρας! Τι να πω; Η Ματίλντα είχε δίκιο. Ήταν παρά πολύ σέξι... Ήρθε προς το μέρος μου αργά σαν γάτα, κι εγώ πισωπάτησα, ώσπου με σταμάτησε το κρεβάτι. Ύστερα με ξάπλωσε στο κρεβάτι με ένα απαλό σπρώξιμο, σήκωσε τη φούστα μου και μου άνοιξε τα πόδια. Τράβηξα ένα μαξιλάρι στο πρόσωπό μου μόλις ξεστόμισε τη μοναδική κουβέντα που μου είπε εκείνη τη μέρα: Γαμώτο, είσαι πάρα πολύ όμορφη. Και μετά με έφερε σε τέτοια κατάσταση έκστασης που δεν μπορώ πραγματικά να περιγράψω, αλλά θα προσπαθήσω... Έκλεισα ξανά το τετράδιο. Δεν ήταν σωστό να το διαβάσω. Ήταν πολύ ωμό. Δε με αφορούσε. Έπρεπε να σταματήσω. Ένα Βήμα ακόμα. Μετά θα σταματούσα. Ύστερα θα το άφηνα οπωσδήποτε στην άκρη. Το άνοιξα στην τύχη κάπου στη μέση, πηδώντας, όπως υπέθεσα, σελίδες γεμάτες ερωτικά λόγια: Ουάου! Κατ' αρχάς ήταν παράξενο. Δε θα πω ψέματα. Αλλά μου έδωσε μια απίστευτη αίσθηση πληρότητας. Μόνο έτσι μπορώ να το περιγράψω. Θαρρείς και τα είχα όλα μέσα μου. Σαν να μην μπορούσα να πάω παραπέρα και μετά να ανακαλύπτω ότι μπορούσα. Δε με ένοιαζε πόσο δυνατά φώναζα. Τα χέρια του δε σταμάτησαν καθόλου να με πασπατεύουν. Ένιωθα απίστευτα! Πάλι καλά που το Μέγαρο έχει ηχομόνωση· έτσι μου έχουν πει τουλάχιστον. Αλήθεια πρέπει να είναι, αλλιώς θα ήξεραν όλοι τι συνέβαινε στα δωμάτια. Πάντως η καλύτερη αίσθηση προερχόταν από τον άλλο, τον Ολιβιέ, που ήταν ξαπλωμένος από κάτω μου, ο υπέροχος μελαχρινός ξένος με το χέρι καλυμμένο από τατουάζ που μου ρουφούσε την... Έκλεισα με θόρυβο το τετράδιο. Εντάξει, έπρεπε να σταματήσω. Αυτό παραπήγαινε. Με δύο άντρες; Ταυτόχρονα; Κοίταξα την κορυφή της σελίδας. Αυτό ήταν το Πέμπτο Βήμα: Αφοβία. Σοκαρίστηκα που ένιωσα υγρασία ανάμεσα στα πόδια μου. Κανονικά δε διάβαζα ερωτογραφήματα, κι όποτε πετύχαινα κατά τύχη πορνογραφία, σπανίως την έβρισκα ερεθιστική. Αυτό όμως; Αυτό μιλούσε μόνο για πόθο. Ήθελα να το διαβάσω όλο. Αλλά όχι, δε θα το έκανα. Κράτησα το τετράδιο ερμητικά κλειστό στα πόδια μου. Δεν της φαινόταν καθόλου της Πολίν, με τα κοντά μαλλιά και την κυριλέ εμφάνιση. Και πώς θα φαινόταν δηλαδή; Εγώ πόσο μακριά το είχα πάει με έναν άντρα; Ποιο ήταν το πιο τολμηρό πράγμα που είχα κάνει; Στο λύκειο, με ένα παιδί που βγαίναμε όταν ο Σκοτ κι εγώ είχαμε χωρίσει για λίγο, είχαμε πάει μια φορά στο σινεμά και του τον είχα παίξει με το χέρι πνιγμένη στα γέλια. Είχα πάρει πίπες. Ίσως όχι καλά, και όχι πάντα μέχρι τέλους. Από σεξουαλική άποψη ήμουν εντελώς άπειρη. Η Ντίξι είχε γυρίσει ανάσκελα, σε μια δεόντως πρόστυχη στάση. «Αχ, γατούλα, περισσότερο θα καλοπέρασες εσύ στους δρόμους απ' ό,τι εγώ στην κρεβατοκάμαρά μου...» Έπρεπε να αφήσω το σημειωματάριο στην άκρη. Αν διάβαζα κι άλλο, θα παραβίαζα ανέκκλητα την προσωπική ζωή της Πολίν και θα αναστατωνόμουν. Σηκώθηκα κι έχωσα το τετράδιο σχεδόν εξοργισμένη στο βάθος του συρταριού της εταζέρας δίπλα στην εξώπορτα. Έπειτα από δέκα λεπτά το μετακίνησα στην τσέπη ενός παλιού μπουφάν του σκι που είχα φέρει από το Μίσιγκαν και το είχα αφήσει να κρέμεται στο πίσω μέρος της ντουλάπας. Παρ' όλα αυτά, το τετράδιο εξακολουθούσε να μου φωνάζει. Ύστερα το έβαλα στο συρτάρι κάτω από τον φούρνο του γκαζιού. Κι αν έπαιρνε φωτιά από τη φλόγα του καυστήρα; Αποφάσισα να το βάλω στην τσάντα μου, ώστε να μην ξεχάσω να το πάρω μαζί μου την άλλη μέρα στη δουλειά, μήπως κι ερχόταν η Πολίν για να το πάρει. Ω Θεέ μου... Κι αν νομίσει ότι το διάβασα; Μα πώς θα γινόταν να μην το διαβάσω; Καλά, τουλάχιστον δεν το διάβασα όλο, σκέφτηκα, βγάζοντάς το τελικά από την τσάντα και κλειδώνοντάς το στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μου. Έπειτα από δύο μέρες, αφού καταλάγιασε η μεσημεριανή κίνηση στο καφέ, τα κουδουνάκια στην πόρτα ανήγγειλαν την άφιξη της Πολίν. Το στομάχι μου σφίχτηκε λες κι ερχόταν να με συλλάβει. Αυτήν τη φορά δε συνοδευόταν από τον σέξι φίλο της, αλλά από μια πανέμορφη γυναίκα, μεγαλύτερή της σε ηλικία, πενηντάρα ή καλοδιατηρημένη εξηντάρα, με σπαστά κόκκινα μαλλιά, που φορούσε μια κοραλλί πουκαμίσα. Το ύφος τους ήταν λιγάκι βλοσυρό καθώς πήγαιναν να καθίσουν σ' ένα άδειο τραπεζάκι κοντά στην τζαμαρία. Έστρωσα το μπλουζάκι μου κι έκανα την καρδιά μου πέτρα την ώρα που πλησίαζα στο τραπεζάκι. Προσπάθησε να μη στυλώσεις το βλέμμα σου επάνω της επί πολλή ώρα. Προσπάθησε να φανείς ατάραχη, φυσιολογική. Δεν ξέρεις τίποτα, επειδή δεν έχεις διαβάσει το σημειωματάριο. «Γεια σας. Θα αρχίσετε με καφέ;» ρώτησα, με τα χείλη μου τόσο τραβηγμένα ώστε να φαίνεται όλη η οδοντοστοιχία μου και την καρδιά μου να βροντοχτυπάει στο στέρνο μου. «Ναι, ευχαριστώ» απάντησε η Πολίν, αποφεύγοντας τη ματιά μου και κοιτάζοντας την κοκκινομάλλα. «Εσύ;» «Θα πάρω πράσινο τσάι... Και δύο καταλόγους, παρακαλώ» είπε, ανταποδίδοντάς της το βλέμμα. Ένιωσα ντροπή. Ήξεραν κάτι. Ήξεραν ότι εγώ ήξερα κάτι. «Φυ... Φυσικά» τραύλισα κι έκανα μεταβολή. «Στάσου. Αναρωτιόμουν...» Η καρδιά μου σκαρφάλωσε στο στόμα μου. «Ναι;» είπα γυρίζοντας ξανά, με τα χέρια χωμένα βαθιά στην τσέπη της ποδιάς μου και τους ώμους σηκωμένους έως τα αυτιά. Η φωνή ήταν της Πολίν. Έδειχνε εξίσου αγχωμένη με μένα. Το πρόσωπο της φίλης της όμως ήταν γαλήνιο, υποστηρικτικό. Διαισθάνθηκα ένα νευματάκι που την παρότρυνε να συνεχίσει. Πρόσεξα ότι και η κοκκινομάλλα φορούσε ένα από κείνα τα πανέμορφα χρυσά μπρασελέ, με το ίδιο σατινέ ανοιχτόχρωμο φινίρισμα και τα ίδια κρεμαστά. «Μήπως ξέχασα κάτι εδώ την προηγούμενη φορά; Ένα τετραδιάκι... Στο μέγεθος αυτής της χαρτοπετσέτας. Μπορντό... Έχει τα αρχικά μου στο εξώφυλλο, Π.Ντ. Μήπως το βρήκες;» Η φωνή της έτρεμε. Φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Το βλέμμα μου πηδούσε μια σ' εκείνη και μια στο ήρεμο πρόσωπο της φίλης της. «Εμμμ... Δεν ξέρω. Περιμένετε να ρωτήσω την Ντελ!» απάντησα, υπερβολικά πρόσχαρα. «Επιστρέφω αμέσως». Κατευθύνθηκα σαν αγκυλωμένη προς την κουζίνα, άνοιξα την πόρτα χτυπώντας τη με τη γροθιά μου και ακούμπησα την πλάτη στα κρύα πλακάκια του τοίχου. Όλος ο αέρας είχε φύγει από τα πνευμόνια μου. Κοίταξα την κυρα-Ντελ, η οποία έπλενε τη μεγάλη κατσαρόλα όπου είχε φτιάξει το τσίλι. Παρόλο που τα σχεδόν κάτασπρα μαλλιά της ήταν πολύ κοντοκουρεμένα, φορούσε πάντα φιλέ και επαγγελματική στολή σερβιτόρας. Μια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. «Ντελ! Πρέπει να μου κάνεις μια χάρη». «Δεν πρέπει να κάνω τίποτα, Κέισσι» αντιγύρισε ελαφρώς ψευδά. «Μίλα πιο ευγενικά». «Εντάξει. Στα γρήγορα. Αυτές εκεί οι πελάτισσες. Η μια από τις δύο άφησε κάτι εδώ, ένα σημειωματάριο, και δε θέλω να νομίσει ότι το διάβασα. Επειδή το διάβασα. Όχι όλο δηλαδή. Αλλά αναγκάστηκα να διαβάσω λίγο. Πώς αλλιώς θα έβρισκα σε ποιον ανήκε; Καλά δε λέω; Ήταν όμως σαν ημερολόγιο, και μάλλον διάβασα παραπάνω απ' όσο έπρεπε... Και ήταν προσωπικό. Πάρα πολύ. Αλλά δε θέλω να καταλάβουν ότι διάβασα έστω και λίγο. Μήπως μπορείς να πεις ότι το βρήκες εσύ; Σε παρακαλώ;» «Θες να πω ψέματα». «Όχι, όχι! Εγώ θα πω όλα τα ψέματα». «Για όνομα του Θεού, κοπέλα μου, ώρες ώρες δε σας καταλαβαίνω καθόλου εσάς τις νέες με τα δράματα και τις ιστορίες σας... Δεν μπορείς απλώς να πεις "Να, βρήκα αυτό";» «Αυτήν τη φορά όχι. Δεν μπορώ...» Στάθηκα μπροστά της με τα χέρια πλεγμένα ικετευτικά. «Καλά...» αποκρίθηκε η Ντελ, διώχνοντάς με με το χέρι σαν να ήμουν μύγα. «Αρκεί να μη χρειαστεί να πω τίποτα. Ο Χριστός δε με ανέθρεψε για να λέω ψέματα». «Να σε φιλήσω!» «Ξέχνα το» αντιγύρισε εκείνη. Έτρεξα στο ντουλάπι μου, άρπαξα το τετράδιο που βρισκόταν επάνω σ' έναν σωρό άπλυτα μπλουζάκια και σκέφτηκα ότι πρέπει να θυμηθώ να βάλω μπουγάδα. Έφτασα στο τραπέζι λαχανιασμένη. Οι δύο γυναίκες έστρεψαν ταυτόχρονα προς το μέρος μου το πρόσωπό τους, γεμάτο προσδοκία. «Λοιπόν! Ρώτησα την Ντελ. Είναι η άλλη σερβιτόρα που δουλεύει εδώ τα πρωινά, εκεί πέρα...» Στο σημείο αυτό, η Ντελ βγήκε σαν καλό κορίτσι από την κουζίνα και μας κούνησε κουρασμένα το χέρι, για να νομιμοποιήσει το ψέμα μου. «Απ' ό,τι μου είπε, βρήκε αυτό» συμπλήρωσα, βγάζοντας θριαμβευτικά το σημειωματάριο από την ποδιά μου. «Αυτό είναι το...» Πριν προλάβω να αποσώσω τη φράση μου, η Πολίν το βούτηξε από τα δάχτυλά μου και το έβαλε στην τσάντα της. «Αυτό είναι. Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ...» μου είπε ξεφυσώντας. Ύστερα στράφηκε στην άλλη γυναίκα. «Ξέρεις κάτι; Πρέπει να πηγαίνω τώρα, Ματίλντα. Κρίμα, αλλά όπως φαίνεται, τελικά δεν προλαβαίνουμε να φάμε παρέα σήμερα. Σε πειράζει;» «Καθόλου. Τα λέμε αργότερα. Εγώ όμως πεθαίνω της πείνας!» απάντησε η Ματίλντα. Σηκώθηκε και αγκάλιασε τη βιαστική φίλη της για να την αποχαιρετήσει. Διαισθανόμουν την ανακούφιση και τη στενοχώρια που κυλούσε στις φλέβες της Πολίν.

S.E.C.R.E.TOnde histórias criam vida. Descubra agora