Κεφάλαιο 1

2.6K 92 2
                                    


ΟΙ ΣΕΡΒΙΤΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΞΠΕΡ στη γλώσσα του σώματος. Το ίδιο και οι παντρεμένες που μένουν κάτω από την ίδια στέγη με οξύθυμους αλκοολικούς. Εγώ είχα υπάρξει και τα δύο: και σύζυγος επί δεκατέσσερα χρόνια και σερβιτόρα επί σχεδόν τέσσερα. Ήταν κομμάτι της δουλειάς μου να ξέρω, μερικές φορές πριν και από τους ίδιους τους πελάτες, τι ήθελαν. Το ίδιο μπορούσα να κάνω και με τον πρώην σύζυγό μου: να προβλέπω τι ακριβώς ήθελε από την πρώτη στιγμή που πατούσε το πόδι του στο σπίτι. Αλλά κάθε φορά που επιχειρούσα να αξιοποιήσω αυτήν τη δεξιότητα για τον εαυτό μου, να προβλέψω τις δικές μου ανάγκες, δεν τα κατάφερνα. Δεν το είχα σκοπό να γίνω σερβιτόρα. Ποιος το έχει άλλωστε; Έπιασα δουλειά στο Café Rose μετά τον θάνατο του πρώην μου. Και στα τέσσερα χρόνια που ακολούθησαν, ενώ περνούσα από τη θλίψη στην οργή και από κει σ' ένα είδος μουδιασμένης αναμονής, περίμενα και εξυπηρετούσα. Τους ανθρώπους, τον χρόνο, τη ζωή. Παρ' όλα αυτά, εδώ που τα λέμε, μου άρεσε η δουλειά μου. Όταν δουλεύεις σε κάποιο μαγαζί όπως το Café Rose σε μια πόλη σαν τη Νέα Ορλεάνη, έχεις τους τακτικούς σου πελάτες, έχεις τους αγαπημένους σου, έχεις και μερικούς που προσπαθείς να τους πασάρεις στις συναδέλφους σου. Η Ντελ δεν ήθελε με τίποτα να εξυπηρετεί τους εκκεντρικούς της περιοχής, επειδή δεν άφηναν καλά φιλοδωρήματα. Από αυτούς όμως κρυφάκουγα τις καλύτερες ιστορίες. Έτσι, κάναμε μια συμφωνία. Θα αναλάμβανα εγώ τους εκκεντρικούς και τους μουσικούς αν εκείνη εξυπηρετούσε τους φοιτητές ή όποιον ερχόταν με μωρά και καρότσια. Οι πιο αγαπημένοι μου ήταν τα ζευγάρια, και ειδικά ένα συγκεκριμένο ζευγάρι. Ίσως ακούγεται κάπως περίεργο, αλλά κάθε φορά που έρχονταν, ένιωθα το στομάχι μου να σφίγγεται. Η γυναίκα κόντευε τα σαράντα και είχε την ομορφιά που έχουν μερικές Γαλλίδες: λαμπερό δέρμα, κοντά μαλλιά, και παρ' όλα αυτά έναν αδιαμφισβήτητο αέρα θηλυκότητας. Ο φίλος της, ο άντρας με τον οποίο ερχόταν πάντα, είχε έντιμο πρόσωπο και καστανά κοντοκουρεμένα μαλλιά. Ήταν ψηλός, με αδύνατο και λυγερό κορμί και λίγο μικρότερός της, νομίζω. Κανένας από τους δύο δε φορούσε βέρα, οπότε δεν ήμουν σίγουρη για το ποια ακριβώς ήταν η φύση της μεταξύ τους σχέσης. Όποια κι αν ήταν όμως, ήταν σίγουρα ερωτική. Έδειχναν πάντα λες και είχαν μόλις κάνει σεξ ή σαν να είχαν σκοπό να πάνε να το κάνουν αφού πρώτα τσιμπολογούσαν κάτι στα γρήγορα. Κάθε φορά που κάθονταν, είχαν τη συνήθεια να κάνουν το εξής: ο άντρας ακουμπούσε τους αγκώνες του στο τραπέζι, σηκώνοντας τα χέρια του μπροστά της, με τις παλάμες στραμμένες προς το μέρος της. Εκείνη περίμενε λίγο και μετά ακουμπούσε μαλακά τους αγκώνες της εμπρός από τους δικούς του και κρατούσαν έτσι τα χέρια τους, με τις παλάμες ανοιχτές σε απόσταση λίγων εκατοστών, λες και υπήρχε κάποια ήρεμη δύναμη που τους εμπόδιζε να αγγιχτούν – για μια στιγμή μονάχα, προτού η χειρονομία γίνει γλυκανάλατη ή προλάβει να την προσέξει κάποιος άλλος εκτός από μένα. Ύστερα έπλεκαν τα δάχτυλά τους. Της φιλούσε ένα ένα τα ακροδάχτυλα, που τώρα πλαισιώνονταν από την ανάστροφη της παλάμης του. Πάντα από τα αριστερά προς τα δεξιά. Εκείνη χαμογελούσε. Όλα αυτά γίνονταν γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα, και μετά χώριζαν τα χέρια τους κι έλεγχαν τον κατάλογο. Κοιτάζοντάς τους, ή μάλλον προσπαθώντας να τους κοιτάζω χωρίς να καρφώνομαι, ξυπνούσε μέσα μου μια βαθιά οικεία λαχτάρα. Αισθανόμουν αυτό που ένιωθε εκείνη, θαρρείς και το χέρι του χάιδευε το δικό μου χέρι, τον πήχη μου, τον καρπό μου. Η ζωή που ζούσα δεν είχε τέτοιες επιθυμίες. Η τρυφερότητα μου ήταν άγνωστη. Το ίδιο και η λαχτάρα. Ο πρώην σύζυγός μου, ο Σκοτ, μπορούσε να γίνει καλός και γενναιόδωρος όταν ήταν νηφάλιος, αλλά προς το τέλος, όταν είχε γίνει υποχείριο του ποτού, μόνο έτσι δεν ήταν. Όταν πέθανε, έκλαψα για τον πόνο που είχε νιώσει και τον πόνο που είχε προκαλέσει, αλλά δε μου έλειψε. Ούτε τοσοδά. Κάτι ατρόφησε μέσα μου, ύστερα πέθανε, και προτού το καταλάβω, πέρασαν πέντε χρόνια χωρίς να κάνω σεξ. Πέντε Χρόνια. Συχνά φανταζόμουν αυτή την τυχαία αγαμία σαν κοκαλιάρικο γέρικο σκυλί, που δεν είχε άλλη επιλογή από το να με ακολουθεί. Η Πέντε Χρόνια ερχόταν μαζί μου όπου κι αν πήγαινα, με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω, τριποδίζοντας. Όταν δοκίμαζα ρούχα, η Πέντε Χρόνια άσθμαινε ξαπλωμένη στο πάτωμα του δοκιμαστηρίου, και τα γυαλιστερά της μάτια περιγελούσαν την απόπειρά μου να φανώ ομορφότερη μέσα σ' ένα καινούριο φουστάνι. Επίσης στρογγυλοκαθόταν κάτω από το τραπέζι σε κάθε χλιαρό ραντεβού που πήγαινα, σωριασμένη στα πόδια μου. Κανένα από αυτά τα ραντεβού δεν είχε οδηγήσει σε σχέση κανενός είδους. Στα τριάντα πέντε μου είχα αρχίσει να πιστεύω πως «αυτό» δε θα μου ξανασυνέβαινε ποτέ. Η ιδέα να με θέλουν, να με ποθούν έτσι όπως ποθούσε αυτός ο άντρας εκείνη τη γυναίκα, φάνταζε σαν κάτι βγαλμένο από ξένη ταινία σε μια γλώσσα που δε θα μάθαινα ποτέ, με υπότιτλους που γίνονταν ολοένα και πιο θολοί. «Τρίτο ραντεβού...» μουρμούρισε το αφεντικό μου, ξαφνιάζοντάς με. Στεκόμουν δίπλα στον Γουίλ πίσω από τη βιτρίνα με τα γλυκά, όπου εκείνος σκούπιζε τα άλατα του πλυντηρίου από τα ποτήρια. Είχε προσέξει ότι κοιτούσα το ζευγάρι. Κι εγώ πρόσεξα τα χέρια του, όπως έκανα πάντα. Φορούσε καρό πουκάμισο με τα μανίκια γυρισμένα έως τους αγκώνες, και οι πήχεις του ήταν μυώδεις και καλυμμένοι από απαλές τρίχες, που είχαν ξανθύνει από τον ήλιο. Παρόλο που ήμαστε φίλοι, κάπου κάπου με τάραζε λίγο η σεξουαλικότητά του, που μεγεθυνόταν από το γεγονός ότι δεν είχε καμία επίγνωση του πόσο σέξι ήταν. «Ίσως το πέμπτο ραντεβού... Τι λες κι εσύ; Τόσο δεν περιμένουν οι γυναίκες προτού κοιμηθούν με αυτόν που βγαίνουν;» «Πού να ξέρω;»

S.E.C.R.E.TOnde histórias criam vida. Descubra agora