Κεφάλαιο 4

952 64 0
                                    


ΠΕΡΑΣΕ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ προτού τηλεφωνήσω στη Ματίλντα. Μία εβδομάδα όπου ακολουθούσα τη γνωστή ρουτίνα: πήγαινα στη δουλειά και επέστρεφα στο σπίτι, άφηνα αξύριστα τα πόδια μου, μάζευα όπως όπως τα μαλλιά σε αλογοουρά, τάιζα την Ντίξι, πότιζα τις γλάστρες, παράγγελνα φαγητό απέξω, σκούπιζα τα πιάτα, κοιμόμουν και μετά ξυπνούσα και φτου κι απ' την αρχή. Μία εβδομάδα όπου αγνάντευα το Μαρινύ το σούρουπο από το παράθυρό μου και συνειδητοποιούσα πως η μοναξιά είχε πνίξει κάθε άλλο συναίσθημα. Ήταν για μένα ό,τι το νερό για τα ψάρια. Αν έπρεπε να περιγράψω τι με ώθησε να τηλεφωνήσω στη Ματίλντα, φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να πω πως αισθανόμουν θαρρείς και το σώμα μου δεν ανεχόταν άλλο αυτή την κατάσταση. Παρόλο που το μυαλό μου αντιστεκόταν στην ιδέα να ζητήσω βοήθεια, το σώμα μου με εξανάγκασε να σηκώσω το τηλέφωνο της κουζίνας στο καφέ και να καλέσω τον αριθμό. «Γεια σου, Ματίλντα. Η Κέισσι Ρόμπισο είμαι, από το Café Rose». Η Πέντε Χρόνια σήκωσε τα αυτιά της. Η Ματίλντα δεν ακουγόταν καθόλου έκπληκτη που με άκουγε. Είπαμε δυο λόγια για τη δουλειά και τον καιρό και ύστερα έκλεισα ραντεβού για την επομένη το απόγευμα στο γραφείο της στη συνοικία Λόουερ Γκάρντεν, στην Τρίτη οδό, κοντά στην πλατεία Κολοσσαίου. «Είναι ένα μικρό λευκό παλιό αμαξοστάσιο δίπλα στο μεγάλο μέγαρο στη γωνία» είπε, λες και ήξερα πού ακριβώς βρισκόταν. Στην πραγματικότητα απέφευγα πάντα τα τουριστικά σημεία, τα πλήθη και τον κόσμο γενικότερα, αλλά αποκρίθηκα ότι δε θα δυσκολευόμουν να το βρω. «Έχει κουδούνι στην πύλη. Θα χρειαστεί να διαθέσεις γύρω στις δύο ώρες. Η πρώτη επίσκεψη κρατάει πάντα πολύ». Η Ντελ μπήκε στην κουζίνα την ώρα που έσκιζα το κομμάτι με τη διεύθυνση από το πίσω μέρος του χάρτινου καταλόγου όπου την είχα γράψει. Με κοίταξε αυστηρά πάνω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας. «Τι;» ρώτησα απότομα. Άραγε τι βοήθεια θα μου πρόσφερε η Ματίλντα; Δεν είχα ιδέα, αλλά αν ήταν τέτοιου είδους ώστε να καταλήξει με έναν φλογερό άντρα να κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι, θα τη δεχόμουν ευχαρίστως. Κι όμως ανησυχούσα. Κέισσι, δεν ξέρεις τι άνθρωπος είναι. Είσαι εντάξει μόνη σου. Δε χρειάζεσαι κανέναν. Είσαι καλά. Αυτά έλεγε το μυαλό μου, αλλά το σώμα μου του είπε να το βουλώσει. Κι εκεί έληξε το ζήτημα. Τη μέρα του ραντεβού έφυγα νωρίς από τη δουλειά, χωρίς να περιμένω την Τρεϊσίνα ή τον Γουίλ. Μόλις άδειασε το καφέ, φώναξα αντίο στην Ντελ και πήγα στο σπίτι να κάνω ντους. Έβγαλα το λευκό καλοκαιρινό φουστάνι που είχα αγοράσει για τα τριακοστά γενέθλιά μου από το βάθος της ντουλάπας όπου ήταν καταχωνιασμένο. Ο Σκοτ με είχε στήσει εκείνο το βράδυ και δεν το είχα ξαναφορέσει από τότε. Πέντε χρόνια στον Νότο είχαν κάνει το δέρμα μου να μαυρίσει, και τέσσερα χρόνια στο πόστο της σερβιτόρας είχαν κάνει τα μπράτσα μου να σφίξουν, οπότε ξαφνιάστηκα όταν είδα πως τώρα μου πήγαινε περισσότερο από τότε. Έτσι όπως στεκόμουν μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη, κρατούσα με το χέρι το αγχωμένο στομάχι μου. Γιατί ανακατευόμουν; Μήπως επειδή ήξερα πως άφηνα κάτι καινούριο να μπει στη ζωή μου, αυτό το στοιχείο του ενθουσιασμού ή και του κινδύνου ακόμα; Προσπάθησα να ανακαλέσω στη μνήμη μου τα βήματα από το ημερολόγιο, Παράδοση, Γενναιοδωρία, Αφοβία, Θάρρος. Δεν μπορούσα να τα θυμηθώ όλα, αλλά την περασμένη εβδομάδα που τα συλλογιζόμουν μου είχαν ασκήσει μια απίστευτη έλξη, εντελώς ενστικτώδη, τόσο που το τηλεφώνημα ήταν περισσότερο παρόρμηση παρά απόφαση. Το λεωφορείο της οδού Μαγκαζίν ήταν φίσκα από τουρίστες και καθαρίστριες που κατευθύνονταν στη συνοικία Γκάρντεν. Εγώ κατέβηκα στην Τρίτη οδό, στη στάση μπροστά από το μπαρ Tracey's. Σκέφτηκα να κατεβάσω ένα δυο σφηνάκια για να ηρεμήσω τα νεύρα μου. Ο Σκοτ κι εγώ είχαμε κάνει το τουρ της συνοικίας Γκάρντεν όταν πρωτομετακομίσαμε, κοιτάζοντας σαν χαζοί τα πολύχρωμα μέγαρα, τα ροζ νεοκλασικά, τα σπίτια ιταλικού ρυθμού, τις σιδερένιες καγκελόπορτες και τον πλούτο που απέπνεαν τα πάντα. Η Νέα Ορλεάνη αποτελούσε σπουδή στις αντιθέσεις. Πλούσιες γειτονιές δίπλα σε φτωχογειτονιές, το άσχημο πλάι στο όμορφο. Τον Σκοτ τον ενοχλούσε, αλλά εμένα αυτό μου άρεσε σε τούτη την πόλη. Ήταν των άκρων. Κατευθύνθηκα βόρεια. Στην οδό Καμπ μπερδεύτηκα. Μήπως είχα προχωρήσει υπερβολικά προς λάθος κατεύθυνση; Σταμάτησα απότομα και προκάλεσα ένα μικρό μποτιλιάρισμα. «Χίλια συγγνώμη...» είπα σε μια ανήσυχη νεαρή πίσω μου που κρατούσε από το χέρι ένα παιδί κι ένα νήπιο με βρόμικο πρόσωπο. Συνέχισα να βαδίζω στην Τρίτη οδό περπατώντας κοντά στα κτίρια, ώστε να αφήσω ένα γκρουπ από τουρίστες να με προσπεράσει. Κάνε μεταβολή, Κέισσι, και γύρισε στο σπίτι. Δε χρειάζεσαι βοήθεια. Μα χρειάζομαι! Μία συνάντηση. Μια δυο ώρες με τη Ματίλντα. Τι θα πειράξει; Κέισσι, κι αν σε βάλουν να κάνεις κάτι απαίσιο; Κάτι που δε θέλεις να κάνεις; Μη λες ανοησίες. Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Πώς το ξέρεις; Επειδή η Ματίλντα μού φέρθηκε με καλοσύνη. Είδε τη μοναξιά μου και δε με περιγέλασε. Με έκανε να αισθανθώ πως ήταν μια προσωρινή κατάσταση, ακόμα και αναστρέψιμη. Αφού νιώθεις τόσο μόνη, γιατί δεν πας σε κάποιο μπαρ όπως όλος ο κόσμος; Επειδή φοβάμαι. Φοβάσαι; Ενώ αυτό είναι λιγότερο τρομακτικό;

S.E.C.R.E.TDonde viven las historias. Descúbrelo ahora