Κεφάλαιο 14

882 54 4
                                    

ΜΕΡΕΣ ΟΛΟΚΛΗΡΕΣ μετά τον χορό ταλαντευόμουν, κλίνοντας πότε στην έκσταση και πότε στην κατήφεια. Αναπολούσα τις σκηνές με τον Πιέρ στη λιμουζίνα κι έσφιγγα τους μηρούς μου μεταξύ τους για να συγκρατήσω τον πόθο μου. Άλλες φορές έπεφτα στα τάρταρα, επειδή το αρνητικό μιας φαντασίωσης είναι πως, όσο αληθινή κι αν φαίνεται, όσο τέλεια εκτελεσμένη κι αν είναι, ουσιαστικά δεν είναι αληθινή. Παρ' όλα αυτά, ήταν δύσκολο να αντισταθώ στον πειρασμό να ξεκοκαλίσω τις κοσμικές στήλες της Times-Picayune, ενός από τους στυλοβάτες της Νέας Ορλεάνης, της πόλης που λάτρευε τα γκαλά και τους χορούς. Φαινόμουν κι εγώ στις φωτογραφίες, στο φόντο φυσικά, επειδή το αστέρι της βραδιάς ήταν ο Πιέρ Καστίγ. Η λεζάντα με περιέγραφε ως «γητεύτρα Σταχτοπούτα» που «σαγήνευσε τον Εργένη της πόλης». Αυτό έδωσε ατέλειωτη τροφή για σχόλια, ακόμα και στην Ντελ, που είχε χάσει την υπομονή της μαζί μου, περισσότερο απ' όσο με την Τρεϊσίνα. «Ε, γητεύτρα Σταχτοπούτα...» με πείραζε. «Μπορείς να αναλάβεις το τραπέζι δέκα; Θα έρθει απόψε να με πάρει ένας πρίγκιπας με μια πελώρια κολοκύθα. Θα σταματήσει εδώ απέξω, στην οδό Φρέντσμεν... Μήπως σου βρίσκεται κάνα ζευγάρι παπούτσια να μου δανείσεις;» Η Τρεϊσίνα από την άλλη είχε συμμαζευτεί. Είχε κλειστεί τον εαυτό της, μολονότι μου έδινε συχνά την εντύπωση πως απλώς ανασύντασσε τις δυνάμεις της, μάζευε το δηλητήριό της, ώσπου να της δοθεί η ευκαιρία να με δαγκώσει. Εμένα, ομολογουμένως, με απασχολούσε ο Πιέρ. Όταν συναντήθηκα με τη Ματίλντα για την καθιερωμένη συζήτηση μετά τη φαντασίωση, τη ρώτησα αμέσως για κείνον: θα τον έβλεπα ξανά; Είχε ρωτήσει για μένα; Αλλά προτού καν ανοίξει το στόμα της να μιλήσει, ήξερα ότι θα με συμβούλευε να μην τον ξαναδώ, μήπως και αναθέρμαινα κάτι κακό. Επειδή γνωρίζαμε πλέον και οι δύο ότι σωματικά με έλκυαν άντρες που δεν ήταν κατ' ανάγκη κατάλληλοι για μένα. «Δεν εννοώ πως είναι κακός άνθρωπος, Κέισσι...» είπε. «Είναι γενναιόδωρος και έξυπνος. Μα ίσως αποδειχθεί επικίνδυνος για όποια γυναίκα πιστέψει πως είναι ικανός να δεθεί περισσότερο απ' όσο μπορεί πραγματικά». «Αν ο Πιέρ είναι τόσο επικίνδυνος, γιατί τον διαλέξατε;» «Ακριβώς επειδή ήταν τέλειος γι' αυτήν τη συγκεκριμένη φαντασίωση. Κατενθουσιάστηκα όταν μου τηλεφώνησε και μου είπε το ναι. Προσπαθούσαμε να τον πείσουμε χρόνια! Και ήξερα ότι δε θα απογοητευόσουν. Αυτή δεν ήταν η φαντασίωση που ήθελες να ζήσεις;» «Ναι. Αλλά...» «Δεν έχει αλλά». Συγκατένευσα, κοντεύοντας να βάλω τα κλάματα. Αχ, Θεέ μου, σκέφτηκα, μην κλάψεις. Δεν έχεις κανέναν λόγο να κλάψεις. Μια περιπετειούλα ήταν. Λίγο σεξ, σπουδαίο σεξ, αλλά αυτό μόνο. Παρ' όλα αυτά, άρχισαν να κυλούν δάκρυα στα μάτια μου. «Ίσως τελικά δεν είμαι για τέτοια πράγματα...» τραύλισα ρουφώντας τη μύτη μου. Κοίταξα γύρω μου για να δω μήπως με είχε πάρει χαμπάρι κανείς από τους άντρες στο Tracey's, από αυτούς που παρακολουθούσαν το ματς στην τηλεόραση, από αυτούς που έτρωγαν σάντουιτς με αλλαντικά. Δεν το είχε προσέξει κανένας. «Ανοησίες...» αντιγύρισε η Ματίλντα δίνοντάς μου ένα χαρτομάντιλο. «Έχεις κάποια αισθήματα – είναι φυσιολογικά. Ο Πιέρ έχει ισχυρή προσωπικότητα... Οποιαδήποτε γυναίκα θα ξεμυαλιζόταν. Για να είμαι ειλικρινής, σχεδόν ήλπιζα να μη δεχτεί, μιας κι ένα κομμάτι μου ήξερε ότι θα σε επηρέαζε. Αλλά, Κέισσι, σ' το υπερτονίζω: όλα αυτά είναι φαντασιώσεις, και οι άντρες που συμμετέχουν δεν είναι απαραιτήτως καλοί σύντροφοι ζωής. Ζήσε τη στιγμή, απόλαυσέ την, όμως μετά ξέχασέ την». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και φύσηξα τη μύτη μου.  Έπειτα από μερικές εβδομάδες ο χειμώνας σκέπασε την πόλη με μια αιφνίδια παγωνιά. Βγήκα στον κρύο αέρα, τραβώντας πίσω μου την πόρτα του Γεροντοκοράδικου. Είχα σκοπό να πάω για ένα τρεξιματάκι πριν από τη βάρδιά μου, νιώθοντας για μία ακόμα χρονιά έκπληξη που η Νέα Ορλεάνη είχε χειμώνα. Και φέτος δεν ήταν ήπιος. Έκανε ψοφόκρυο, και μάλιστα από κείνο το κρύο που σου περονιάζει τα κόκαλα και σε κάνει να θες να μουλιάσεις με καυτό νερό στην μπανιέρα με τις ώρες για να ζεσταθείς. Φορούσα σκούφο, γάντια και ισοθερμικά εσώρουχα, και παρ' όλα αυτά χρειάστηκε να διανύσω αρκετά τετράγωνα ώσπου να κάνει τη δουλειά του το τρέξιμο και να ζεσταθώ. Κατέβηκα από τη Μάντεβιλ προς το Ντεκατούρ κι έστριψα δεξιά στη Γαλλική Αγορά, αποφεύγοντας το λιμάνι και τη γύρω περιοχή, ώστε να μη σκέφτομαι τον Πιέρ, που του ανήκε σχεδόν εξολοκλήρου. Αναρωτήθηκα τι θα τις έκανε στο τέλος τόσες άδειες εκτάσεις. Θα έχτιζε πολυκατοικίες; Πολυκαταστήματα; Ένα ακόμα καζίνο; Ο Γουίλ γκρίνιαζε ήδη ότι το Μαρινύ γινόταν «ο παράδεισος των χίπστερ». Η Φρέντσμεν είχε πήξει στους τουρίστες, έλεγε, και όχι στους καλούς, που εκτιμούσαν πραγματικά το φαγητό και τη μουσική, αλλά σ' αυτούς με τα γελοία χάρτινα καπελάκια και τα πλαστικά ποτήρια, που παζάρευαν τις τιμές στα χειροποίητα κοσμήματα στην υπαίθρια αγορά. Πέρασα δίπλα από τη μεγάλη ουρά έξω από το Café Du Monde. Μολονότι ήταν μεγάλη τουριστική ατραξιόν και οι περισσότεροι ντόπιοι το απέφευγαν, μου άρεσε πολύ να τελειώνω το τρέξιμό μου με έναν καφέ Du Monde. Μπενιέ δεν έπαιρνα. Τι νόημα είχε να τρέχεις σαράντα λεπτά και ύστερα να σταματάς και να τρως ένα βουνό από λίπος και ζάχαρη; έλεγε πάντα ο Γουίλ. Χριστέ μου, με τον Γουίλ από τη μια και τον Πιέρ από την άλλη, στο μυαλό μου αντηχούσαν συνέχεια αντρικές φωνές. Έπρεπε να τις διώξω. Όταν επέστρεψα στο σπίτι μετά το τρέξιμο, ανησύχησα που βρήκα την πόρτα ανοιχτή, ενώ με θορύβησε ακόμα πιο πολύ το γεγονός ότι είδα την Άννα στην είσοδο του Γεροντοκοράδικου να ψαχουλεύει ένα μεγάλο κουτί τυλιγμένο με απλό καφέ χαρτί. «Αχ, Κέισσι, λυπάμαι πάρα πολύ...» είπε με ύφος κλέφτη που τον έπιασαν στα πράσα. «Άνοιξα κατά λάθος το πακέτο σου. Όταν το παρέλαβα, νόμισα πως ήταν για μένα. Γερνάω. Και τα μάτια μου... Το παλτό είναι όνειρο. Και τι παπούτσια! Σου έστειλαν από τώρα χριστουγεννιάτικο δώρο, καλή μου;» Της άρπαξα το κουτί από τα χέρια και κοίταξα μέσα. Περιείχε ένα μακρύ καμηλό παλτό με μια απλή ζώνη. Δίπλα του βρισκόταν ένα ζευγάρι δεκάποντες μαύρες γόβες Christian Louboutin. Είδα πως η Άννα είχε ανοίξει το κουτί, αλλά ευτυχώς όχι την κάρτα που ήταν κολλημένη απέξω, δόξα τω Θεώ! «Είναι δώρο, Άννα...» απάντησα, προσπαθώντας να κρύψω την ενόχλησή μου για την αδιακρισία της. Αυτό δεν είχε γίνει κατά λάθος. Τα πηγαινέλα μου της είχαν κινήσει την περιέργεια, και η λιμουζίνα την ανησυχούσε κάθε φορά που ερχόταν. Δίπλα στο παλτό και στα παπούτσια υπήρχε κι ένα μικρό μαύρο βελούδινο πουγκί. Η Άννα το πρόσεξε ταυτόχρονα με μένα. «Τι έχει εκεί μέσα;» με ρώτησε δείχνοντάς το. «Γάντια» είπα. Επινόησα ένα ψέμα για έναν πολύ επίμονο κύριο που είχα γνωρίσει στη δουλειά, με τον οποίο είχα βγει μια δυο φορές και τώρα προσπαθούσε να με ρίξει, προσθέτοντας ψευτοδιαμαρτυρόμενη: «Μακάρι να σταματούσε να μου κάνει δώρα... Είναι πολύ νωρίς». «Σαχλαμάρες!» αντιγύρισε. «Δέξου το τώρα που μπορείς». Μόλις επέστρεψα στην ασφάλεια του διαμερίσματός μου, άνοιξα την κάρτα που είχε έρθει με το κουτί. Έβδομο Βήμα: Περιέργεια. Τι ταιριαστό, σκέφτηκα. Η Άννα θα έπαιρνε δέκα με τόνο. Ύστερα άνοιξα το βελούδινο πουγκί. Αν είχε δει τι υπήρχε μέσα του, ίσως είχε πέσει ξερή. * * * Την επομένη, αμέσως μετά το ηλιοβασίλεμα, η λιμουζίνα μπήκε στο ημικυκλικό δρομάκι και με άφησε ακριβώς έξω από την πόρτα του Μεγάρου. Την προηγούμενη φορά που είχα πάει, η λιμουζίνα είχε μπει από την πλαϊνή είσοδο. Αυτήν τη φορά το αυτοκίνητο σταμάτησε στη μεγαλοπρεπή κυρία είσοδο. Είχα συνηθίσει να περιμένω να μου ανοίξει ο σοφέρ την πόρτα της λιμουζίνας –κάτι που για μια κοπέλα από το Μίσιγκαν δε θα συνέβαινε ούτε στα πιο τρελά της όνειρα– κι εκείνος μου έκανε για μία ακόμα φορά τη χάρη. Πάτησα στο πλακόστρωτο φορώντας τις γόβες, οι οποίες, προς μεγάλη μου έκπληξη, ήταν πολύ άνετες. Ίσως επειδή κόστιζαν μια περιουσία. Εκείνο το βράδυ, όταν ύψωσα το βλέμμα και κοίταξα το σπίτι, είδα πως όλα τα δωμάτια ήταν κατάφωτα, σκορπίζοντας την ίδια λάμψη στο χρώμα της ώχρας, θαρρείς και με περίμενε προτού ζωντανέψει ξανά. Μια αρκτική παγωνιά περόνιασε τους γυμνούς αστράγαλούς μου κι ένιωσα ευγνωμοσύνη για το μακρύ παλτό, που κάλυπτε το υπόλοιπο σώμα μου. Ανέβηκα αργά τα φαρδιά μαρμάρινα σκαλιά που οδηγούσαν στη δίφυλλη πόρτα, ενώ το στομάχι μου σφιγγόταν καθώς συλλογιζόμουν τι μπορεί να έφερνε η αποψινή φαντασίωση. Ήλπιζα πως είχα αποκτήσει αρκετή αφοβία, εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση από τα προηγούμενα βήματα, ώστε να μπορέσω να αντεπεξέλθω σε τούτο εδώ. Αυτές ήταν οι ιδιότητες που θα χρειαζόταν να επιστρατεύσω, μου είχε πει η Ματίλντα. Επιπλέον είχα ανάγκη κάτι ικανοποιητικό και μεθυστικό, ώστε να αποβάλω τη σκέψη του Πιέρ από το κορμί μου και του Γουίλ από την καρδιά μου. Ψαχούλεψα μέσα στην τσέπη μου για να βρω το βελούδινο πουγκί. Είχα το προαίσθημα ότι θα τα κατάφερνα και τα δύο απόψε. Χτύπησα δύο φορές, και η Κλοντέτ με υποδέχτηκε στο φουαγιέ σαν παλιά γνωστή της, χωρίς τη θέρμη με την οποία υποδέχεται κανείς έναν φίλο. «Ήταν άνετη η διαδρομή σου;» «Πάντα είναι» απάντησα ενώ περιεργαζόμουν την επιβλητική είσοδο και την πανέμορφη στριφογυριστή σκάλα. Χαιρόμουν που το δωμάτιο ήταν μισοφωτισμένο και ζεστό, σχεδόν υπερβολικά ζεστό, από τη θερμότητα που έβγαινε από το σαλόνι στα αριστερά μου, όπου διέκρινα μια ζωηρή φωτιά. Πρόσεξα το χρυσό κιγκλίδωμα και το παχύ κόκκινο χαλί που κάλυπτε τα σκαλοπάτια. Τα ασπρόμαυρα πλακάκια σχημάτιζαν μια σπείρα που κατέληγε σ' ένα ένθετο οικόσημο στο κέντρο. Το σχέδιο περιλάμβανε μια ιτιά που σκίαζε τρεις γυμνές γυναίκες, καθεμιά από αυτές με δέρμα διαφορετικού χρώματος –λευκό, καστανό, μαύρο– και από κάτω ήταν χαραγμένες οι φράσεις: Nihil judicii. Nihil limitis. Nihil verecundiae. «Τι σημαίνει αυτό;» είπα στην Κλοντέτ. «Είναι το μότο μας: Χωρίς επικρίσεις. Χωρίς όρια. Χωρίς ντροπή». «Μάλιστα...» «Το έφερες;» με ρώτησε. Δε χρειάστηκε να διευκρινίσει ποιο εννοούσε. «Ναι». Έβγαλα το βελούδινο πουγκί από την τσέπη μου και της το έδωσα. «Είναι ώρα» αποκρίθηκε και πήρε το πουγκί από τα χέρια μου πηγαίνοντας πίσω μου. Την άκουσα να τραβάει το λουράκι. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα μου έδεσε ένα μαύρο σατέν μαντίλι γύρω από τα μάτια. «Βλέπεις τίποτα;» «Όχι». Και δεν έβλεπα. Μόνο απόλυτο σκοτάδι. Τα χέρια της Κλοντέτ βρέθηκαν στους ώμους μου και τράβηξαν το παλτό μου. Και πριν προλάβω να τη ρωτήσω τι έπρεπε να κάνω στη συνέχεια, την άκουσα να φεύγει αλαφροπατώντας. Επί αρκετά λεπτά έμεινα εκεί, στο ίδιο σημείο, δίχως να κουνιέμαι σχεδόν καθόλου. Οι μόνοι ήχοι που άκουγα ήταν το τρίξιμο της φωτιάς, το τακ τακ από τα τακουνάκια μου καθώς ζύγιαζα νευρικά το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο και το κουδούνισμα από το βραχιόλι μου κάθε φορά που κουνούσα το χέρι μου. Ήμουν ευγνώμων που το δωμάτιο ήταν τόσο ζεστό, μιας και, εκτός από το μαντίλι στα μάτια και τις γόβες μου, δε φορούσα τίποτε άλλο. Η κάρτα για το Βήμα διευκρίνιζε πως έπρεπε να έρθω με το πουγκί στην τσέπη και να φοράω μόνο το καμηλό παλτό και τις γόβες. Έμεινα έτσι για ένα διάστημα που μου φάνηκε ατέλειωτο, γυμνή και με δεμένα μάτια, περιμένοντας να ξεκινήσει η φαντασίωση. Έπειτα από λίγο ανακάλυψα ότι, χωρίς την όραση, οι άλλες μου αισθήσεις είχαν οξυνθεί. Από κάποια στιγμή και ύστερα ήμουν βέβαιη ότι κάποιος βρισκόταν στο δωμάτιο μαζί μου, αν και δεν είχα ακούσει κανέναν να μπαίνει. Αισθανόμουν απλώς μια παρουσία, μια παρουσία που έστειλε ένα ρίγος να διαπεράσει τη ραχοκοκαλιά μου. «Είναι κανείς εδώ;» ρώτησα. «Πες κάτι, σε παρακαλώ...» Δε με φιλοδώρησαν με καμία απάντηση. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα όμως άκουσα κάποιον να ανασαίνει. «Κάποιος είναι εδώ...» είπα. Παρά τη ζέστη, άρχισα να τρέμω από νευρικότητα. «Τι θες να κάνω;» Άκουσα έναν άντρα να ξεροβήχει και αναπήδησα από το ξάφνιασμα. «Ποιος είσαι;» ρώτησα, λίγο πιο δυνατά απ' όσο έπρεπε. Δεμένα μάτια είχα, δεν ήμουν κουφή, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο η φωνή μου έβγαινε δυνατότερη απ' ό,τι συνήθως. «Κάνε μισή στροφή προς τα αριστερά» δήλωσε η φωνή. «Κάνε πέντε βήματα και σταμάτα». Η χροιά της ήταν πολύ σέξι, ανήκε ίσως σ' έναν άντρα που ήταν λίγο μεγαλύτερος, που ίσως ήταν συνηθισμένος να έχει εκείνος τον έλεγχο. Έκανα αυτό που μου είπε, καταλαβαίνοντας ότι κατευθυνόμουν προς το μέρος του. «Τέντωσε τα χέρια σου, σε παρακαλώ». Το έκανα. «Τώρα προχώρησε ευθεία ώσπου να μ' αγγίξεις». Η νωθρότητα της φωνής είχε κάτι που με τράβηξε προς τα εμπρός. Έκανα ένα, ύστερα δύο προσεκτικά βήματα, αντιλαμβανόμενη πόσο εύκολα μπορείς να χάσεις την ισορροπία σου όταν δε βλέπεις. Τέντωσα τα χέρια, ώσπου ακούμπησαν σε γραμμωμένη ζεστή σάρκα. Παρόλο που δεν είχα την τόλμη να αφήσω τα χέρια μου να κατέβουν πιο χαμηλά, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως ήταν κι αυτός γυμνός και ψηλός, με σφιχτό φαρδύ στέρνο. «Κέισσι, αποδέχεσαι το Βήμα;» Η φωνή του ήταν σαν ρευστός καπνός, τα σίγμα του τυλίγονταν γύρω από τα φωνήεντα. «Ναι, το αποδέχομαι!» απάντησα, με κάπως υπερβολικό ενθουσιασμό, ενώ άφηνα επιτέλους τα χέρια μου να κατηφορίσουν στα πλάγια του λιγνού θώρακά του και να ανέβουν ξανά από την κοιλιά έως την κλείδα του. Συνειδητοποίησα πως η ντροπή μου είχε χαθεί, είχε λιώσει ή ίσως την είχα αφήσει κάπου στο Halo ή καταμεσής στον Κόλπο ή ενδεχομένως στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας. Δεν ήξερα, δεν μπορούσα να θυμηθώ και δε με ένοιαζε. «Πώς σε λένε;» ρώτησα. «Δεν έχει σημασία, Κέισσι... Μου επιτρέπεις;» «Να σου επιτρέψω τι πράγμα;» «Ν' αγγίξω το δέρμα σου;» Άφησα τα χέρια μου να πέσουν στα πλευρά μου, πρόθυμη όσο ποτέ να υποταχθώ. Έγνεψα καταφατικά, κι εκείνος με πλησίασε τόσο πολύ, ώστε ένιωθα τα δάχτυλά του να περνούν φευγαλέα πάνω από τις θηλές μου, οι οποίες ανταποκρίνονταν ήδη. Τα χέρια του κινούνταν αργά και επιδέξια επάνω στα στήθη μου· χούφτωσε το ένα και το πήρε στο δροσερό και υγρό στόμα του. Το άλλο χέρι του τυλίχτηκε γύρω μου, έμεινε για λίγο στους γλουτούς μου και με τράβηξε πάνω του, έτσι που το δέρμα μου κόλλησε στο δικό του. Τον αισθανόμουν σκληρό στον μηρό μου. Το χέρι του γλίστρησε πίσω μου και ανέβηκε προς τα επάνω. Ήμουν ήδη υγρή. Στην αρχή το σώμα μου αργούσε να ανταποκριθεί, όμως τώρα το πάθος μου ήταν άμεσο. Τον ήθελα. Όχι, όχι αυτόν. Πώς γινόταν να θέλω αυτόν, έναν άντρα που δεν ήξερα καν; Αλλά ήθελα αυτό. Όλο αυτό. Και άρχισα να καταλαβαίνω τι εννοούσε η Ματίλντα όταν έλεγε πως, αν έμπαινα ξανά μέσα στο κορμί μου, θα μπορούσα να βγάλω τον Πιέρ από το μυαλό μου. Ύστερα, γρήγορα όπως είχε αρχίσει, άλλο τόσο γρήγορα με άφησε από την καυτή αγκαλιά του και κόντεψα να χάσω την ισορροπία μου. «Πού είσαι;» ρώτησα, ψηλαφίζοντας με τα χέρια τον αέρα γύρω μου. «Πού πήγες;» «Ακολούθησε τη φωνή μου, Κέισσι». Τώρα ακουγόταν από την άλλη άκρη του σαλονιού. Έστριψα λιγάκι για να την ακολουθήσω. Απομακρυνόμασταν από τη φωτιά, από τη ζεστασιά του σαλονιού, και πηγαίναμε προς ένα άλλο δωμάτιο, διαφορετικό. «Έτσι μπράβο, ένα βήμα τη φορά...» μου ψιθύρισε. «Ξέρεις πόσο σέξι είσαι τώρα που φοράς μόνο τις γόβες σου;» Τα λόγια του με άναβαν και με έκαναν πιο υγρή καθώς προχωρούσα προσεκτικά προς τη φωνή του, με τα χέρια τεντωμένα εμπρός μου. Αισθανόμουν τη λάβρα μιας άλλης φωτιάς μπροστά στο σώμα μου. Όταν ένιωσα το χαλί κάτω από τα τακούνια μου, παραλίγο να παραπατήσω. «Ακριβώς μπροστά σου βρίσκεται μια καρέκλα. Δύο βήματα ακόμα». Τα δάχτυλά μου ψηλάφισαν μια ξύλινη ψηλόραχη καρέκλα, που την ένιωσα μεγάλη σαν θρόνο. Κάθισα σ' ένα μαξιλάρι, που μου φάνηκε επενδεδυμένο με ακατέργαστο μετάξι. Αναρωτήθηκα με ντροπή πώς να φαινόταν η κοιλιά μου τώρα που ήμουν καθιστή. Έκλεισα σφιχτά τα πόδια μου. Σταμάτα, Κέισσι. Δεν είναι ώρα για σκέψεις τώρα. Η αίσθηση όμως του μεταξιού κάτω από τον πισινό μου ήταν υπέροχη, και τα χέρια μου άρχισαν να χαϊδεύουν το ύφασμα. Αισθάνθηκα τον άντρα να αλλάζει θέση μέσα στο δωμάτιο, ώσπου βρέθηκε ακριβώς πίσω από την καρέκλα μου. Ένιωσα τα μεγάλα ζεστά χέρια του στους ώμους μου να μου χαϊδεύουν το δέρμα. Σκαρφάλωσαν στον λαιμό μου, όπου το ένα αγκάλιασε απαλά τον αυχένα μου, ενώ το άλλο τεντώθηκε κι έπιασε κάτι που βρισκόταν μπροστά μας. Το χείλος ενός ποτηριού άγγιξε απαλά το στόμα μου, και η θερμή μεστή μυρωδιά του κόκκινου κρασιού τρύπησε τη μύτη μου. «Πιες μια γουλιά, Κέισσι...» Έγειρε προσεκτικά το ποτήρι προς τα εμπρός. Ήπια πρόθυμα μια γουλιά. Δε γνώριζα από κρασιά, όμως μου φάνηκε πλούσιο και πολυεπίπεδο. Δεν ξέρω αν οι τόνοι που γεύτηκα ήταν από δρυ ή κεράσι ή σοκολάτα, αλλά ήξερα ότι μάλλον ήταν το ακριβότερο κρασί που είχα πιει ποτέ μου. Τον άκουσα να ακουμπάει μαλακά το ποτήρι στο τραπέζι. Έπειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα ήρθε μπροστά μου και το στόμα του βρήκε το δικό μου, η γλώσσα του με εξερευνούσε. Είχε κι εκείνος γεύση κρασιού και σοκολάτας. Κάθε κύτταρό μου ξύπνησε από τη γεύση και την αφή, τη μυρωδιά και την υφή του κορμιού του. Μετά σταμάτησε. «Πεινάς, Κέισσι;» Έγνεψα καταφατικά. «Τι τραβάει η όρεξή σου;» «Εσένα...» «Αργότερα αυτό. Τώρα άνοιξε το νόστιμο στοματάκι σου». Το έκανα, κι αυτός άρχισε να τρίβει κομματάκια φρούτου στα χείλη μου, αφήνοντάς μου χρόνο ίσα για να τα μυρίσω και ύστερα να τεντώσω τη γλώσσα και να τα δοκιμάσω. Γεύτηκα τη χυμώδη σάρκα ενός μάνγκο, κι όταν η γλώσσα μου τυλίχτηκε γύρω από τη φετούλα που μου πρόσφερε με τα δάχτυλά του, τα έγλειψα και τα δύο. Κατόπιν μου έδωσε μερικές φράουλες, τη μια μετά την άλλη, άλλες βουτηγμένες σε σοκολάτα κι άλλες σε σαντιγί. Αυτό όμως που με ξετρέλανε ήταν οι τρούφες· μου επέτρεψε μόνο να τις γλείφω και να τσιμπολογάω τις άκρες τους, χωρίς να με αφήσει να κόψω μια κανονική δαγκωνιά. Έπειτα από κάθε μπουκιά κολλούσε το στόμα του στο δικό μου φιλώντας με. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του, αλλά η αίσθηση ήταν βασανιστική, το πώς προέτρεπε το στόμα μου να ανοίξει με τη γλώσσα του. Ύστερα στάθηκε με ανοιχτά τα πόδια από πάνω μου, ενώ εγώ ξάπλωνα στον ταπετσαρισμένο θρόνο μου. Ένιωθα τους γυμνούς μηρούς του στο εξωτερικό μέρος των δικών μου. Ξεροκατάπια όταν έπιασε τα ξύλινα μπράτσα της καρέκλας και την τράβηξε απότομα μπροστά. «Τέντωσε τα χέρια σου» μου είπε, και μόλις το έκανα, τον άγγιξα, έτσι σφριγηλό, ζεστό και απαλό. Τύλιξα το χέρι γύρω του, φέρνοντάς τον ανυπόμονα στο στόμα μου. Χρησιμοποιώντας και τα δυο χέρια, τον πήρα πιο βαθιά, νιώθοντας την ηδονή που πρόσφερα, την ηδονή της ικανοποίησης του άλλου να με κατακλύζει ξανά. Φαντάστηκα πώς θα φαινόμουν καθισμένη στην καρέκλα, με δεμένα μάτια, με τις γόβες, με αυτό το πανέμορφο σώμα από πάνω μου. Ένα μούδιασμα με διαπέρασε σ' αυτήν τη σκέψη. «Σταμάτα, Κέισσι...» μουρμούρισε ενώ τραβιόταν απαλά από το στόμα μου. «Είναι υπέροχο, μα πρέπει να σταματήσεις». Με σήκωσε από την καρέκλα και στήθηκα στα πόδια μου. Τα μέλη μου έτρεμαν από τον πόθο. Στάθηκε πίσω μου και κάναμε μαζί λίγα βήματα προς τα εμπρός, όπου τα χέρια μου ακούμπησαν σε κάτι που μου φάνηκε σαν μπράτσο μεταξωτού ανάκλιντρου. Ανάσανα τη μυρωδιά των πορτοκαλιών και του κρασιού και των κεριών με άρωμα βανίλιας. Άκουσα τη φωτιά που έτριζε και σπινθήριζε μπροστά μας και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Η πλάτη μου αψιδώθηκε μόλις ένιωσα τα χέρια του να αρπάζουν γερά τους γοφούς μου και να με τραβούν προς το μέρος του. Αισθανόμουν τον πόθο του για μένα, και σκλήρυνε ακόμα πιο πολύ. «Θα μπω μέσα σου τώρα, Κέισσι... Το θες;» Σήκωσα το σώμα μου προς το μέρος του, για να του δείξω πως ναι, το ήθελα, πάρα πολύ. «Πες το μου, Κέισσι. Πες το...» «Σε θέλω...» ψιθύρισα, με φωνή πνιχτή από τη συγκίνηση. «Πες το, Κέισσι. Πες μου ότι το θες...» «Το θέλω. Το θέλω!» «Πες το!» «Σε θέλω. Σε θέλω μέσα μου. Τώρα!» τον πρόσταξα. Τον άκουσα να σκίζει ένα φακελάκι κι έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα τον ένιωσα να γλιστράει όλος μέσα μου, να βυθίζεται βαθιά και γρήγορα και δυνατά. Τον αισθάνθηκα να περνάει το χέρι του από κάτω μου, και τα δάχτυλά του με χάιδεψαν με ξέφρενο ρυθμό. Το άλλο του χέρι με κρατούσε από τον γοφό τόσο σφιχτά, που ουσιαστικά με σήκωνε από το πάτωμα. Έπιασε μια χουφτιά από τα μαλλιά μου, τραβώντας απαλά το κεφάλι μου προς τα πίσω. Τα χέρια του διέτρεξαν τη λυγισμένη πλάτη μου και τελικά χούφτωσαν τους μηρούς μου και τους μάλαξαν με τέτοια ένταση, που με ζάλισε. Τα μπάσα βογκητά του με έκαναν να νιώθω ότι τον τρέλαινα. «Είσαι καύλα με τον κώλο σου τουρλωμένο έτσι, Κέισσι... Μ' αρέσει πολύ. Εσένα;» «Ναι...» «Πες το. Πες το πιο δυνατά». «Μ' αρέσει. Μ' αρέσει να γαμιόμαστε έτσι!» είπα, εκπλήσσοντας τον εαυτό μου με αυτά που έλεγα. Ήταν ζωώδες και θεϊκό. Μου άνοιξε περισσότερο τα πόδια και άρχισε να κουνιέται πιο έντονα και πιο γρήγορα. «Ω Θεέ μου...» ψέλλισα. Γίνονταν όλα ταυτόχρονα και πάρα πολύ γρήγορα, και ο πόθος γιγαντωνόταν σε θύελλα μέσα μου. «Μπορείς να τελειώσεις τώρα. Θέλω να τελειώσεις, Κέισσι...» με παρότρυνε, κι αυτό ακριβώς έκανα, με όλο μου το κορμί και με όλη μου την καρδιά. Ύστερα ακολούθησε κι εκείνος. Μόλις τέλειωσε, τραβήχτηκε, κι εγώ έπεσα μπρούμυτα στο ανάκλιντρο τόσο εξουθενωμένη, ώστε γλίστρησα μαλακά στο αρκουδοτόμαρο στο πάτωμα κι έμεινα εκεί ξαπλωμένη ανάσκελα. Τον ένιωσα να γλιστράει δίπλα μου. Έκανα να βγάλω το μαντίλι. «Μη...» μου είπε και μου έπιασε το χέρι, αφήνοντας το μαντίλι στη θέση του. «Μα θέλω να σε δω... Θέλω να δω το πρόσωπο που κατάφερε να φέρει σ' αυτή την κατάσταση το σώμα μου». «Προστατεύω την ανωνυμία μου». Διαισθάνθηκε την απογοήτευσή μου, γι' αυτό έγειρε προς το πρόσωπό μου και πήρε το χέρι μου στο δικό του. «Ορίστε, άγγιξε το πρόσωπό μου» μου πρότεινε. «Αλλά μη βγάλεις το μαντίλι από τα μάτια σου». Πήρε το χέρι μου και το έφερε στο ελαφρώς αξύριστο μάγουλό του. Ψηλάφισα ένα έντονο, γωνιώδες πιγούνι, μάτια μακριά το ένα από το άλλο, απαλά μαλλιά μακριούτσικα, με κοντές φαβορίτες. Τα δάχτυλά μου χάιδεψαν ένα πλατύ στόμα, κι εκείνος τα δάγκωσε παιχνιδιάρικα. Ύστερα το χέρι μου κατηφόρισε ξανά στο μυώδες στέρνο και στη σφιχτή κοιλιά του. «Είσαι καταπληκτικός!» αναφώνησα. «Κι εσύ το ίδιο... Είναι ώρα να πηγαίνω όμως, Κέισσι. Προτού φύγω, άνοιξε το χέρι σου». Το έκανα και τον ένιωσα να βάζει ένα μικρό στρογγυλό νόμισμα –το κρεμαστό του Έβδομου Βήματος, της Περιέργειας– στην υγρή παλάμη μου. Μου φαινόταν ακόμα πιο ντελικάτο και εύθραυστο τώρα που δεν μπορούσα να το δω, θαρρείς και θα τσακιζόταν με την παραμικρή πίεση. «Ευχαριστώ...» είπα, ενώ το σώμα μου παλλόταν ακόμα. Τον άκουσα να κατευθύνεται αθόρυβα προς την έξοδο. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα με αποχαιρέτησε ψιθυριστά. «Αντίο...» αποκρίθηκα. Αφού έκλεισε σιγανά την πόρτα πίσω του, τράβηξα το μαντίλι και περιεργάστηκα το δωμάτιο. Ήταν εκθαμβωτικό, ανδροπρεπές, με ένα τεράστιο δρύινο γραφείο στο κέντρο και βιβλιοθήκες που έφταναν έως το ταβάνι στους τρεις τοίχους. Χοντρά κεριά σανταλόξυλου τρεμόπαιζαν στο τραπέζι, όπου υπήρχε ένα μεγάλο μπολ με πορτοκάλια. Έμεινα εκεί γυμνή, περνώντας τα δάχτυλά μου μέσα από τις τρίχες του απαλού αρκουδοτόμαρου επάνω στο οποίο ήμουν ξαπλωμένη. Η φωτιά έσβηνε λίγο λίγο. Την ώρα που περνούσα το κρεμαστό του Έβδομου Βήματος στο βραχιόλι μου, αναρωτιόμουν πώς να ήταν στην όψη ο καινούριος μυστηριώδης άντρας μου, αυτός που είχε φύγει πριν από λίγες στιγμές, αφήνοντάς με χορτασμένη και περίεργη και με μια ζωτικότητα ακμαία και πρωτόγνωρη.

S.E.C.R.E.TTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang