Κεφάλαιο 15

858 57 2
                                    


ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ με τα δεμένα μάτια η ζωή μού φαινόταν πιο έντονη. Όλες οι αισθήσεις μου είχαν ξυπνήσει. Έδινα μεγαλύτερη προσοχή σε πράγματα και ανθρώπους που πρωτύτερα αγνοούσα. Περνώντας, χάιδευα με τα χέρια τις καγκελόπορτες στη συνοικία Γκάρντεν, παρατηρούσα τα καλαμπόκια και τα πουλάκια που ήταν σκαλισμένα στον χυτοσίδηρο, φανταζόμουν τον τεχνίτη που πρόσθεσε τούτες τις διακοσμητικές πινελιές. Παλιότερα με ενοχλούσε όταν οι τακτικοί θαμώνες του Café Rose έπιαναν ένα τραπέζι έξω, παράγγελναν έναν καφέ και κάθονταν εκεί όλο το πρωί πιάνοντας την κουβέντα με τους περαστικούς, εμποδίζοντας την κυκλοφορία στο στενό πεζοδρόμιο με σκυλιά και ποδήλατα. Τώρα θαύμαζα την πρωινή εγκαρδιότητα της οδού Φρέντσμεν, το πώς διάφορες φυλές και ηλικίες μαζεύονταν γύρω από το ίδιο τραπέζι. Αισθανόμουν τυχερή που ανήκα σ' αυτή την κοινότητα. Άρχισα μάλιστα να νιώθω σαν στο σπίτι μου. Αντί να αφήσω έτσι απλά τον καφέ μπροστά του, ρώτησα τον πολυλογά γέρο με το φανταχτερό σκαλιστό μπαστούνι για τη ζωή του. Μου είπε πως η γυναίκα του το είχε σκάσει με τον δικηγόρο του και πως είχε τρεις κόρες, τις οποίες έβλεπε σπάνια. Άρχισα να καταλαβαίνω πως οι εκκεντρικότητές του είχαν σκοπό να προσελκύουν τον κόσμο, για να μπορεί να πιάνει την κουβέντα και να αισθάνεται λιγότερη μοναξιά. Και με λίγη ενθάρρυνση, ο Τιμ από το ποδηλατάδικο του Μάικλ μού αφηγήθηκε σπαρακτικές ιστορίες από τους τυφώνες και μου μίλησε για μερικούς φίλους του που δεν τα κατάφεραν. «Πολλοί γλίτωσαν από τους τυφώνες, αλλά μετά πέθαναν από το μαράζι τους» μου είπε. Τον πίστεψα, επειδή ήξερα πως η απώλεια και η απογοήτευση μπορούν να προκαλέσουν μεγάλο πόνο. Η Νέα Ορλεάνη περνούσε έναν από τους θερμότερους χειμώνες στην ιστορία της, κι έτσι, όταν μου τηλεφώνησε ένας εθελοντής για να μου πει πως είχα κερδίσει στη λαχειοφόρο του Χορού της Εταιρείας Αναζωογόνησης ένα τετραήμερο ταξίδι για δύο στο Γουίστλερ της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά, πέταξα από τη χαρά μου. Ήθελα να ξανακάνω σκι, αλλά κυρίως είχα ανάγκη να νιώσω πραγματικό χειμώνα στο πετσί μου. Παρόλο που είχα ασπαστεί τον Νότο και είχα αρχίσει να μαθαίνω την πόλη σε βάθος, η καρδιά μου ήταν ακόμα βόρεια. Προτού φύγω για την εκδρομή, ζήτησα από την Άννα να κρατήσει την Ντίξι στο διαμέρισμά της. Δεν ήθελα να της δώσω κλειδιά για το σπίτι μου, από φόβο μήπως αρχίσει να ψάχνει τα πράγματά μου και ανακαλύψει το ημερολόγιο των φαντασιώσεων ή κάποιο άλλο στοιχείο που θα εξηγούσε τα μυστηριώδη πηγαινέλα με τη λιμουζίνα. Όταν ανέφερα στη Ματίλντα τα σχετικά με την εκδρομή λέγοντάς της ότι θα έλειπα, δε μου είπε τίποτε άλλο πέρα από το να περάσω καλά και να την πάρω μόλις επιστρέψω. Ο Γουίλ δίσταζε λίγο να μου δώσει άδεια, όμως υπήρχε πάντα ένα σύντομο διάστημα ανάπαυλας ανάμεσα στις διακοπές και στην αρχή του Καρναβαλιού. Του θύμισα πως αυτή ήταν η πιο κατάλληλη περίοδος για να πάρω την άδειά μου. «Εντάξει» αποκρίθηκε όταν του το είπα. Είχαμε καθίσει έξω για έναν γρήγορο καφέ αφότου έφυγαν οι πρωινοί πελάτες. «Μόνη σου θα πας;» «Δεν έχω κανέναν να με συνοδέψει». «Ο Πιέρ Καστίγ;» Ουσιαστικά έφτυσε το όνομα. «Έλα τώρα...» του απάντησα, καλύπτοντας, ελπίζω, το ρίγος που με διαπερνούσε μόλις άκουγα το όνομα του Πιέρ. «Αυτό δεν ήταν τίποτα. Με όλη τη σημασία της λέξης!» «Τον μάγεψες, Κέισσι. Έχει επικοινωνήσει μαζί σου;» Ο Γουίλ δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει τη ζήλια του, που κρεμόταν πάνω από το μεταλλικό τραπεζάκι μας σαν βαρύ σύννεφο. «Όχι, Γουίλ, δεν έχει επικοινωνήσει. Ούτε περιμένω να το κάνει» είπα και το εννοούσα. Πέρασα το στρίφωμα της ποδιάς μου ανάμεσα από τα δάχτυλά μου, ενώ σκεφτόμουν πόσο πολύ με έτρωγε η περιέργεια να μάθω τι σχέση είχε ο Γουίλ με τον Πιέρ. Τελικά βρήκα το θάρρος να ρωτήσω. «Για πες... Πόσο καλά γνωρίζεστε με τον Πιέρ; Και γιατί δεν τον είχες αναφέρει ποτέ;» «Από τον Τίμιο Σταυρό» απάντησε, αναφερόμενος σ' ένα ιδιωτικό σχολείο αρρένων. «Πήγα με υποτροφία. Ο πατέρας του έβαλε μέσο για να με δεχτούν». «Δηλαδή ήσαστε παιδικοί φίλοι;» «Κολλητοί. Για χρόνια. Αλλά μας απομάκρυνε ο χρόνος και η ιδιοσυγκρασία. Και ύστερα εκείνο εκεί έδωσε το τελειωτικό χτύπημα» είπε, δείχνοντας την πολυκατοικία απέναντι. «Ο πατέρας του έφτιαξε την Κατασκευαστική Καστίγ, και οι Καστίγ έφτιαξαν αυτό το τερατούργημα. Αγωνίστηκα για να μη χτιστεί. Έχασα... Δεν ξέρω γιατί ήταν απαραίτητο να γίνει εννιαώροφο. Τέσσερις, άντε πέντε, εντάξει. Αυτοί όμως πήγαν κι έχτισαν ολόκληρη πολυκατοικία επάνω στη Φρέντσμεν! Πώς δίνει άδεια το δημοτικό συμβούλιο ώστε να γίνει αυτό, αλλά δε δίνει άδεια σε μένα να βάλω καμιά τριανταριά ανθρώπους να φάνε και να πιουν στον επάνω όροφο του Café Rose;» «Είναι οι κολόνες που παλιώνουν. Και τα ηλεκτρολογικά, που έχουν ν' αλλαχτούν εξήντα χρόνια». «Θα τα έφτιαχνα αυτά, Κέισσι. Θα τα έφτιαχνα...» αποκρίθηκε και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. «Με τα λεφτά που είχες σκοπό να δώσεις για να με κερδίσεις στον χορό;» ρώτησα. Έκανε μια γκριμάτσα πόνου μόλις το θυμήθηκε, και μετάνιωσα που το είχα αναφέρει. «Παρασύρθηκα στιγμιαία από τη διαδικασία...» Ύστερα, αλλάζοντας βιαστικά θέμα, πρόσθεσε: «Θα έπαιρνα δάνειο για να κάνω την ανακαίνιση. Ίσως μάλιστα μπορούσα να πάρω επιδότηση για την επέκταση. Ή από κάποιο κονδύλι για τους τυφώνες... Πρέπει να βρω έναν τρόπο να βγάλω περισσότερα λεφτά απ' αυτό το καταραμένο κτίριο!» Κοίταξα το εννιαώροφο κίτρινο κτίριο στην απέναντι πλευρά του δρόμου και συλλογίστηκα ότι κατά πάσα πιθανότητα, κάθε φορά που το κοιτούσε ο Γουίλ, θα σκεφτόταν τον Πιέρ. «Θα μου λείψεις, Κέισσι». Δεν πίστευα στα αυτιά μου. «Τέσσερις μέρες είναι μόνο...» «Δεν ήξερα ότι κάνεις σκι». «Πάει καιρός. Δέκα χρόνια» αποκρίθηκα και σκέφτηκα πως τα ρούχα του σκι που είχα θα φαίνονταν μάλλον τρομερά παλιομοδίτικα. «Έχεις κάνει ποτέ σου;» «Όχι. Εγώ είμαι γέννημα θρέμμα νότιος. Ακόμα μ' εκπλήσσει το χιόνι κάθε φορά που πέφτει... Θα βγάλεις καμιά φωτογραφία;» με ρώτησε. Ύστερα, υιοθετώντας την πιο έντονη νότια προφορά, συμπλήρωσε περιπαικτικά: «Επειδή δεν έχω ματαδεί ψηλά βουνά στη ζωή μου!». Έπειτα από τρεις εβδομάδες, κοιτάζοντας το όρος Γουίστλερ από κάτω μέσα από τον φακό για να το φωτογραφίσω, έπρεπε να ομολογήσω πως ούτε κι εγώ είχα ξαναδεί τόσο ψηλό βουνό. Στο Μίσιγκαν κάναμε σκι σε λόφους – ψηλούς, απότομους, λόφους πάντως. Λέγονταν όρος Μπράιτον και όρος Χόλλυ, αλλά δεν ήταν κανονικά βουνά. Όχι σαν κι αυτό. Παρόλο που η μέρα ήταν καθαρή, δεν μπορούσα καν να δω την κορυφή του, και για Ιανουάριο δεν έκανε τόσο κρύο εδώ, στη Βρετανική Κολομβία, όσο τον χειμώνα στο Μίσιγκαν. Μάλιστα είχα αρχίσει να αναθεματίζω την ολοκαίνουρια γαλάζια ολόσωμη φόρμα μου, επειδή είχα αναγκαστεί να ξεκουμπώσω το μπουφάν και να το αφήσω να κρέμεται στη μέση μου για να ανακουφιστώ λίγο από τη ζέστη που εξέπεμπε ο ολόλαμπρος ήλιος. Ήμουν σίγουρη ότι φαινόμουν σαν μαραμένη τουλίπα με παράξενο χρώμα. Το άσπρο καπέλο και τα άσπρα γάντια μου πιτσιλίστηκαν πολύ γρήγορα με καφέ και ζεστή σοκολάτα, επειδή επί μιάμιση μέρα έκοβα βόλτες στους πρόποδες του βουνού ώσπου να βρω το κουράγιο να πάρω το τελεφερίκ για την κορυφή. Είχα έρθει ξανά στον Καναδά, στο Γουίντσορ του Οντάριο συγκεκριμένα, επειδή το όριο ηλικίας για την κατανάλωση αλκοόλ ήταν χαμηλότερο από το Μίσιγκαν κι εγώ έβγαινα με τον Σκοτ, ο οποίος έπινε πολύ, ακόμα και προτού παντρευτούμε. Θυμάμαι ότι για κάποιο διάστημα προσπάθησα να πίνω κι εγώ σαν εκείνον, αλλά τελικά δε μου άρεσε η επίδραση που είχε το αλκοόλ στο σώμα μου. Παρ' όλα αυτά, το χαρακτηριστικό του δεσμού μας ήταν το εξής: οτιδήποτε έκανε και απολάμβανε ο Σκοτ, κατέληγα να το κάνω και να το απολαμβάνω κι εγώ. Του άρεσαν τα Ford, οπότε το πρώτο μου αυτοκίνητο ήταν ένα Focus. Του άρεσε η ταϊλανδέζικη κουζίνα, κι έγινα κι εγώ θιασώτριά της. Ο Σκοτ ήταν δεινός σκιέρ, οπότε έγινα κι εγώ το ίδιο. Αλλά από αυτά που μου έμαθε, το σκι ήταν το μόνο πράγμα που μου άρεσε πραγματικά και στο οποίο τελικά έγινα καλή. Στην αρχή κάναμε σκι μαζί· ο Σκοτ βρισκόταν εντελώς στο στοιχείο του όταν μου έλεγε ή μου έδειχνε πώς να κάνω κάτι. Αλλά ήμουν κι εγώ πρόθυμη, ήθελα τόσο πολύ να λειτουργήσει, να δεθούμε και να ταιριάξουμε, που λίγο έλειψε να σπάσω τον σβέρκο μου στις πίστες για ελεύθερο σκι έπειτα από μόνο τρεις μέρες μαθημάτων. Ήμουν φυσικό ταλέντο, κάτι που στην αρχή ευχαρίστησε τον Σκοτ και μετά άρχισε σιγά σιγά να τον ενοχλεί. Τελικά καταλήξαμε εγώ να πηγαίνω για σκι το πρωί, και ο Σκοτ να μένει πίσω και να κρατάει ζεστό τον καναπέ μπροστά από τη φωτιά περιμένοντας να επιστρέψω, με ένα ποτήρι μπράντι στο χέρι. Όταν έκανα σκι μόνη μου, είχα μια αίσθηση ανεξαρτησίας κι ένιωθα την έντονη συγκίνηση που προσφέρει το φλερτάρισμα με την ανεβασμένη αδρεναλίνη. Μου άρεσε να πηγαίνω γρήγορα και να αισθάνομαι τους μυς των μηρών μου να δουλεύουν σκληρά μες στο κρύο. Αλλά το καινούριο αυτό χόμπι δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Μόλις ο Σκοτ κατάλαβε ότι το ευχαριστιόμουν πραγματικά, και μάλιστα μερικές φορές τραβούσα την προσοχή των αντρών, κόψαμε το σκι εντελώς. Τώρα, ενώ διέσχιζα το πλήθος στην κεντρική πλατεία του Γουίστλερ με την καινούρια μου στολή, μου ξύπνησαν κακές και καλές αναμνήσεις. Όφειλα να παραδεχτώ ότι, προτού αρρωστήσει ο Σκοτ, είχαμε περάσει μερικές από τις ευτυχέστερες στιγμές μας στις εκδρομές στην Άνω Χερσόνησο. Ίσως αυτό σήμαινε πως είχα αρχίσει να τον συγχωρώ, να ξεπερνάω την πικρία μου για κείνον και τις εγωιστικές αποφάσεις του, που με άφησαν χήρα στα είκοσι εννιά. Το ήλπιζα. Είχα βαρεθεί να τον κατηγορώ για τη μοναξιά μου, είχα βαρεθεί να στενοχωριέμαι γι' αυτό. Και κάτι μέρες σαν τη σημερινή, που ο ήλιος έλαμπε και το χιόνι στραφτάλιζε, μπορούσα μάλιστα να πω πως αγαπούσα τη ζωή μου περισσότερο, μιας και ήταν επιτέλους εντελώς δική μου. Ύψωσα τη ματιά και κοίταξα το βουνό. Δε θα θεωρούσα ποτέ δεδομένη τέτοια ομορφιά, ακόμα κι αν ζούσα εδώ και την έβλεπα κάθε μέρα. Αυτό που πλημμύριζε την καρδιά μου εκείνη τη στιγμή δεν ήταν μόνο ευγνωμοσύνη, αλλά ανόθευτη χαρά. «Έλα. Δώσ' μου να σε βγάλω μια φωτογραφία μπροστά στο βουνό». Ξαφνιάστηκα από τη φωνή και το χέρι που, πριν καλά καλά προλάβω να διαμαρτυρηθώ, τυλίχτηκε γύρω από την κάμερά μου. «Όπα!» είπα τραβώντας τη. Χρειάστηκα ένα δυο δευτερόλεπτα για να καλοκοιτάξω τον νεαρό με το λακκάκι στο μάγουλο και τα ανακατωμένα καστανά μαλλιά, που ξεπρόβαλλαν αυθάδικα κάτω από το μαύρο σκουφί του. Άκουσα μια ελαφριά γαλλική προφορά. «Δεν προσπαθούσα να σ' την πάρω...» είπε, με τις παλάμες ανοιχτές μπροστά μου σαν να παραδιδόταν. Ύστερα χαμογέλασε· τα δόντια του ήταν κατάλευκα, σε αντίθεση με το ηλιοκαμένο πρόσωπό του. «Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήθελες να είσαι κι εσύ στη φωτογραφία. Με λένε Τεό». «Γεια» αποκρίθηκα τείνοντάς του επιφυλακτικά το χέρι μου, ενώ με το άλλο κρατούσα την κάμερα μακριά του. Αποκλείεται να ήταν παραπάνω από τριάντα. Αλλά το πρόσωπό του το χτυπούσε ολημερίς ο ήλιος και ο αέρας. Οι σέξι ρυτίδες γύρω από τα καστανά μάτια του του χάριζαν μια πατίνα ωριμότητας, παρά το νεαρό της ηλικίας του. «Κέισσι». «Και συγγνώμη... Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Δουλεύω εδώ. Είμαι δάσκαλος του σκι». Χμμμ... Είχα μείνει μόνη μου δύο μέρες και τις είχα ευχαριστηθεί πολύ. Και ξαφνικά μπροστά μου εμφανιζόταν ένας πανέμορφος άντρας. Κατά πάσα πιθανότητα τον είχε στείλει η Ματίλντα. Αποφάσισα να μπω στο ψητό. «Ώστε δουλεύεις εδώ, στο Γουίστλερ; Ή μήπως είσαι από τους... Ξέρεις...» Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Ένας από τους... Ξέρεις; Ποιους; Ένας από τους... άντρες;» Κοίταξε ολόγυρα τη γεμάτη κόσμο πλατεία, με το ύφος του να προδίδει πόσο μπερδεμένος ήταν. «Λοιπόν, είμαι... Είμαι άντρας» είπε, προφανώς μην έχοντας ιδέα τι του έλεγα. Μου πέρασε από τον νου η σκέψη ότι μπορεί να ήταν απλώς ένας τυχαίος, ένας ομορφούλης που έτυχε να έρθει να μου πιάσει την κουβέντα, ο οποίος δεν είχε καμία απολύτως σχέση με το S.E.C.R.E.T. Δε μου φαινόταν πια και τόσο απίθανο, κι αυτό με έκανε να χαμογελάσω. «Εντάξει» αποκρίθηκα. «Τώρα πρέπει να ζητήσω εγώ συγγνώμη... Και δεν έπρεπε να υποθέσω πως ήθελες να μου κλέψεις την κάμερα». Συμμετείχα κι εγώ στο καναδέζικο χόμπι του να ζητάς συγγνώμη από αγνώστους, κάτι που αναφερόταν στον ταξιδιωτικό οδηγό μου. «Πώς θα σου φαινόταν να επανορθώσεις αφήνοντάς με να σου κάνω ένα μάθημα σκι δωρεάν;» προσφέρθηκε εκείνος. Ναι, είχε αδιαμφισβήτητα γαλλική προφορά – ή, μάλλον, από το Κεμπέκ. «Κι αν δε χρειάζομαι μάθημα;» ρώτησα, νιώθοντας την αυτοπεποίθησή μου να επιστρέφει. «Δηλαδή ξέρεις καλά αυτές τις πλαγιές;» Μου χαμογέλασε με ένα ακαταμάχητο χαμόγελο. «Ξέρεις τις συνθήκες και μπορείς να εντοπίσεις τις μαύρες διαδρομές, ξέρεις πού σε πηγαίνει κάθε αναβατήρας και ποιες από τις πίστες των αρχαρίων μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες αν δεν προσέξεις;» Ποιον πήγαινα να κοροϊδέψω; «Βασικά όχι» παραδέχτηκα. «Εδώ και δύο μέρες περιφέρομαι στους πρόποδες... Δεν ξέρω αν έχω τα κότσια ν' ανέβω». «Θα γίνω εγώ τα κότσια σου» αποκρίθηκε, προσφέροντάς μου το μπράτσο του. Ο Τεό ήταν ταλαντούχος δάσκαλος, και παρόλο που αντιστάθηκα στις πιο τρομακτικές μαύρες διαδρομές, αφού περάσαμε μία ώρα διασχίζοντας εύκολα τη Σέλα, την παγωμένη πλαγιά όπου το χιόνι ήταν το πιο γλιστερό και εύθραυστο που είχα δει ποτέ μου, πήραμε τον εξπρές ανελκυστήρα για τη Συμφωνία. Ο Τεό μού υποσχέθηκε ένα μείγμα δύσκολων καταβάσεων με εύκολες ράχες, έτσι ώστε να ξεκουραστούν λιγάκι οι τρεμάμενοι μύες στους μηρούς μου, και ύστερα μια άνετη διαδρομή οχτώ χιλιομέτρων έως το χωριό. Ευτυχώς που στη Νέα Ορλεάνη πήγαινα κάθε βράδυ για τρέξιμο. Αν είχα έρθει για σκι χωρίς αυτή την προετοιμασία, θα περνούσα το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο παράλυτη μπροστά στη φωτιά. Στο χείλος της πίστας αναγκάστηκα να σταματήσω. Ναι, το θέαμα του πάλλευκου ρυτιδωμένου χιονιού, που εκτεινόταν έως εκεί όπου έσμιγε με έναν ουρανό τόσο γαλανό που σε τύφλωνε, σου έκοβε την ανάσα. Συνάμα όμως απορούσα πόσο πολύ είχε αλλάξει ο κόσμος μου με ένα απλό «ναι». Τους τελευταίους μήνες είχα κάνει πράγματα που πριν από έναν χρόνο θα μου ήταν αδιανόητα. Δεν εννοώ μόνο το σεξ με αγνώστους, αλλά το ότι είχα προσφερθεί να βοηθήσω στον χορό, είχα αρχίσει το τρέξιμο, ντυνόμουν λίγο πιο σέξι, ήμουν πιο εξωστρεφής στις συναναστροφές μου, υπερασπιζόμουν τον εαυτό μου και τώρα είχα έρθει εδώ μόνη μου, χωρίς να ξέρω καλά καλά πώς θα εξελίσσονταν αυτές οι τέσσερις μέρες. Δε θα σκεφτόμουν ποτέ να τα κάνω όλα αυτά προτού δεχτώ το δώρο του S.E.C.R.E.T. Όταν με πλησίασε στην πλατεία αυτός ο νεαρός με τα σκι στον ώμο, αντί να οπισθοχωρήσω, αντί να αμφισβητήσω την κίνησή του, προσπάθησα να αποδεχτώ πως ήταν πιθανό, πως μπορεί και να άξιζα την προσοχή του. Έπειτα από μία ώρα κυριολεκτικά στην κορυφή του κόσμου άρχισα να αισθάνομαι μεταμορφωμένη. Παρ' όλα αυτά, ένα κομμάτι μου εξακολουθούσε να αμφισβητεί το αυθόρμητο του πράγματος. Ένα κομμάτι μου περίμενε ακόμα να φτάσουμε σε μια καμπή, να σμίξουν οι ματιές μας και να με ρωτήσει ο Τεό αν αποδεχόμουν το Βήμα. «Τι ομορφιά...» μουρμούρισε ο Τεό σταματώντας δίπλα μου, κοιτάζοντας τη θέα που θαύμαζα. «Όντως. Νομίζω ότι δεν έχω ξαναδεί τίποτα τόσο εντυπωσιακό στη ζωή μου...» «Εσένα εννοούσα...» είπε εκείνος, και είδα φευγαλέα το αβίαστο χαμόγελό του προτού δώσει ένα σπρώξιμο και πέσει από το χείλος της πίστας. Τον ακολούθησα και για μερικά τρομακτικά δευτερόλεπτα βρέθηκα στον αέρα. Έπειτα από μια άτσαλη προσγείωση διόρθωσα τη στάση μου κι έπεσα στο αυλάκι που είχε χαράξει μπροστά μου. Διέσχισε με μαεστρία τα ξέφωτα, κοιτάζοντας πότε πότε πίσω του ώστε να βεβαιωθεί ότι τον προλάβαινα. Έπειτα από μια απότομη δεξιά στροφή σ' ένα ασημάδευτο μονοπάτι συναντήσαμε μια ομάδα σκιέρ, οι οποίοι έτρεχαν, ώστε να προλάβουν το σούρουπο, προς το χωριουδάκι, που τώρα αστραποβολούσε, βαμμένο κίτρινο και ρόδινο, κάτω από τον ήλιο, που έδυε. Στη βάση πλησιάσαμε ο ένας τον άλλο και δώσαμε τα χέρια. «Είσαι γενναία!» αναφώνησε. «Γιατί;» τον ρώτησα τη στιγμή που έρχονταν σε επαφή τα γαντοφορεμένα χέρια μας. Ήμουν αναψοκοκκινισμένη και ζαλισμένη από τη γρήγορη κατάβαση. «Το πρώτο χιλιόμετρο της τελευταίας διαδρομής ήταν μαύρο, και το κατάφερες. Χωρίς καν να το σκεφτείς!» Ένιωσα περηφάνια ανάμεικτη με χαρά. «Να πιούμε ένα ποτό για να το γιορτάσουμε;» τον ρώτησα. Πήγαμε στο Chateau Whistler, όπου διέμενα, και διασχίσαμε τη Μεγάλη Αίθουσα, που ήταν γεμάτη από γνωστούς του Τεό. Με σύστησε στον σερβιτόρο, τον Μαρσέλ, παλιό του φίλο από το Κεμπέκ, που μας έφερε φοντί και ζεστό τόντι με ρούμι και ύστερα δύο αχνιστές γαβάθες με μύδια και πατάτες τηγανητές. Πεινούσα τόσο πολύ, ώστε άρχισα να καταβροχθίζω δέκα δέκα τις πατάτες, αλλά μετά σταμάτησα. «Ω Θεέ μου...» τραύλισα, νιώθοντας καταντροπιασμένη. «Τρώω σαν ζώο. Κοίτα με...» πρόσθεσα και, ανίκανη να αντισταθώ, έβαλα άλλες δέκα πατάτες στο στόμα μου. «Αυτό κάνω όλη μέρα!» αποκρίθηκε και με τράβηξε κοντά του για ένα φιλί. Τα χέρια του ήταν ρωμαλέα και ροζιασμένα από τα μπαστούνια του σκι που κρατούσε όλη μέρα. Τα μαλλιά του ήταν μπερδεμένα, όπως και τα δικά μου, αν και πιο χαριτωμένα. Αλλά δεν είχε σημασία. Ο τύπος με γούσταρε, το καταλάβαινα. Θυμήθηκα την Πολίν και τον φίλο της στο Café Rose και την έντονη σχέση τους. Τώρα ζούσα κι εγώ την ίδια εμπειρία. Κοίταξα δειλά γύρω μου στο σαλέ, να δω αν είχε προσέξει κανείς αυτό... Εμένα... Εμάς. Όχι. Βρισκόμασταν στον δικό μας ιδιωτικό κόσμο, ακόμα και δημοσίως. Συζητήσαμε επί πολλή ώρα, κυρίως για το σκι και τα συναισθήματα που μας προκαλούσε, αναπολώντας τις καλύτερες στιγμές μας. Δεν προσπαθούσα καθόλου να αποφύγω τις προσωπικές ερωτήσεις. Απλώς δε μου φαίνονταν τόσο σημαντικές όσο ο τρόπος με τον οποίο μου άγγιζε τον καρπό ή με κοιτούσε στα μάτια. Μετά το φαγητό, όταν άρπαξε τον λογαριασμό από το τραπέζι και στάθηκε από πάνω μου τείνοντάς μου το χέρι του, κατάλαβα ότι δε θα καληνυχτιζόμασταν σύντομα. * * * Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο παγωμένη ήμουν, ώσπου ο Τεό με ξέντυσε αργά αργά μέσα στο μπάνιο του δωματίου μου. «Υπάρχει καθόλου σάρκα κάτω απ' όλα αυτά τα στρώματα υφάσματος;» αστειεύτηκε ενώ τραβούσε το κολάν μου. «Ναι!» Έβαλα τα γέλια. «Μου το υπόσχεσαι;» «Σ' το υπόσχομαι!» Αφού πέταξε όλα μου τα ρούχα σε μια στοίβα ακριβώς έξω από το μπάνιο, έμεινα εντελώς γυμνή, εκτός από μερικές εντυπωσιακές μελανιές στις γάμπες και στα μπράτσα μου. Μόλις τις είδε, σφύριξε αργά. «Ουάου! Τραύματα πολέμου». Άνοιξε τη βρύση του ντους, και το δωμάτιο άρχισε να γεμίζει με ατμό. «Ώρα να σε ζεστάνουμε». «Δε θα με βάλεις να μπω μόνη μου εκεί μέσα... Έτσι δεν είναι;» ρώτησα, και η τόλμη μου σόκαρε περισσότερο εμένα παρά εκείνον. Έσκασε στα γέλια και πέταξε τα ρούχα του. Το σώμα του ήταν γυμνασμένο, αθλητικό. Ναι, πράγματι έκανε σκι όλη μέρα. Όλο τον χρόνο μάλλον. Μπήκα στο ντους και με ακολούθησε, κι έπειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα τα χείλη μας έσμιγαν κάτω από το ορμητικό νερό. Τα χέρια του κατηφόρισαν χαϊδευτικά στα μπράτσα μου, οδηγώντας τα δικά μου πάνω από το κεφάλι μου και πιέζοντάς τα στον βρεγμένο τοίχο πίσω μας. Με τα γόνατά του άνοιξε απαλά τα δικά μου, σηκώνοντας ελαφρώς το σώμα μου, έτσι που τα πόδια μου βρέθηκαν δεξιά και αριστερά του. Οι κινήσεις του ήταν αποφασιστικές, αλλά όχι βίαιες. Αισθανόμουν σαν αστερίας κολλημένος στον τοίχο. Έγλειψε τον λαιμό μου, ενώ το σκληρό όργανό του πιεζόταν στην κοιλιά μου. Ύστερα πήρε το ένα μου στήθος στην πλατιά παλάμη του και ρούφηξε τις σταγόνες του νερού από τη θηλή μου. Τα δάχτυλα του άλλου του χεριού άρχισαν μια οδυνηρή κατάβαση στο κορμί μου, ώσπου γλίστρησε πρώτα ένα και ύστερα δύο μέσα μου. Ένιωθα τα υγρά μου ενώ μας σφυροκοπούσε το νερό. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου, κι εγώ κατέβασα τα χέρια κι έμπλεξα τα δάχτυλά μου στα βρεγμένα μαλλιά του. Τα πόδια μου γλιστρούσαν στο νερό, κι εκείνος ακούμπησε απαλά το χέρι του στους γλουτούς μου και με αγκίστρωσε. «Σ' αρέσει αυτό;» «Δεν το έχω ξανακάνει» απάντησα. «Θες λοιπόν να δοκιμάσεις κάτι καινούριο;» Ο ατμός γέμιζε το ντους γύρω μας. Αισθανόμουν όλους τους πόρους του κορμιού μου να ανοίγονται για χάρη του, όλο μου το σώμα να ανοίγεται για χάρη του. «Θα δοκίμαζα τα πάντα μαζί σου...» είπα. Σήκωσε το γυμνό μου σώμα γύρω από τους γοφούς του, και προτού καλά καλά καταλάβω τι γινόταν, με έβγαλε στάζοντας νερά από το μπάνιο και διασχίσαμε το πλακάκι και το χαλί, ώσπου φτάσαμε στο τεράστιο κρεβάτι, όπου και με ξάπλωσε. Επέστρεψε στο μπάνιο για να κλείσει το ντους και να βρει το παντελόνι του, ώστε να ψάξει στις τσέπες, υποθέτω, για προφυλακτικό. Ύστερα στάθηκε στην άκρη του κρεβατιού, με το δέρμα του να γυαλίζει. Μπουσούλισα προς το μέρος του και τον πήρα στο στόμα μου ενώ με παρακολουθούσε. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα έσκισε το φακελάκι και μου έδωσε το προφυλακτικό. Το ξετύλιξα επάνω του και ύστερα με ανασκέλωσε μαλακά και με έγλειψε επιδέξια, διψασμένα, με τα γόνατά μου ανοιχτά, με το μπράτσο μου μπροστά στα μάτια μου. Πριν προλάβω να ξαναβρώ την ανάσα μου, με έστρεψε μπρούμυτα με τα δυνατά χέρια του, έτσι που η πλάτη μου ήταν κολλημένη επάνω του κι ένιωθα τη στύση του πιο σκληρή από πριν. Με φίλησε στον λαιμό. «Αυτό ήταν μόνο η αρχή...» μου ψιθύρισε. Άνοιξε μαλακά τα πόδια μου και τράβηξε τον έναν μηρό μου πάνω από τον δικό του, έτσι που τα μπλεγμένα σώματά μας σχημάτισαν ένα σίγμα τελικό. Τα χέρια του εξερεύνησαν την πλάτη μου και μετά ένα εντελώς καινούριο κομμάτι μου. Πρώτα ήταν μόνο ένα δάχτυλο, που πόνεσε στην αρχή, αλλά ο πόνος καταλάγιασε γρήγορα, δίνοντας τη θέση του σε μια πλατιά, γλυκύτατη πληρότητα. Ένιωσα το στομάχι μου να πέφτει με τον ίδιο συναρπαστικό τρόπο όπως όταν έκανα σκι στη ράχη. Κατόπιν μπήκε μέσα μου από πίσω, αλλά όχι έτσι όπως περίμενα. Η αίσθηση ήταν έντονη, οδυνηρά ηδονική. Με έπιασε σφιχτά για να με κρατήσει κοντά του. «Είναι καλό; Είσαι καλά;» μουρμούρισε, απομακρύνοντας τρυφερά τα υγρά μαλλιά μου από το πρόσωπο και τον λαιμό μου. «Ναι...» απάντησα. «Ναι. Είναι πολύ... Πονάει, αλλά ωραία». «Μπορώ να σταματήσω όποτε θες. Είσαι σίγουρη ότι σ' αρέσει;» Έγνεψα πάλι καταφατικά, επειδή μου άρεσε· ήταν πολύ ωραίο, πολύ ερωτικό αυτό που κάναμε. Έπιασα σφιχτά το σεντόνι στη γροθιά μου και το τράβηξα κοντά μου καθώς η αίσθηση της πληρότητας έδινε τη θέση της σ' ένα κύμα έντονης ηδονής, που διαπέρασε όλο μου το κορμί. Ήταν κάτι που δε σκεφτόμουν ποτέ ότι θα ήθελα να δοκιμάσω. Κι όμως φώναζα «Ναι, ναι, ναι!» όταν μπήκε ακόμα βαθύτερα μέσα μου και πέρασε το χέρι του από κάτω μου, ερεθίζοντάς με όλο και πιο πολύ. Τέλειωσα ξανά, σπρώχνοντας το σώμα μου επάνω του, ενώ δυσκολευόμουν να συγκρατήσω την εγκατάλειψη που ένιωθα. Είχα ανάγκη να ξεδώσω έτσι, σ' αυτό το μέρος, σ' αυτό το δωμάτιο, σ' αυτό εδώ το κρεβάτι, με κάποιον που, απ' ό,τι φαινόταν, είχε βρεθεί εδώ για να με βοηθήσει να βιώσω τούτη την εμπειρία. «Θα χύσω... Θα με κάνεις να χύσω τώρα» τραύλισε, σφίγγοντας με το χέρι του το κέντρο μου, κάνοντάς με να σκύψω λίγο πιο μπροστά, ενώ δάγκωνε απαλά τον ώμο μου και χάιδευε με το άλλο του χέρι το στήθος μου. Όταν τέλειωσε, αποσύρθηκε με ένα απαλό τράβηγμα και ξαπλώσαμε και οι δύο ανάσκελα, με το χέρι του επάνω στην κοιλιά μου, για να κοιτάξουμε το στολισμένο ταβάνι που κανένας από τους δυο μας δεν είχε προσέξει έως τώρα. «Ήταν... πολύ έντονο» ψέλλισε. «Το ξέρω...» αποκρίθηκα κοντανασαίνοντας. Είχα κάνει κάτι νέο και ήταν συναρπαστικό, όμως τώρα αισθανόμουν λιγάκι ευάλωτη. Αυτός ο άντρας δεν ήταν από το S.E.C.R.E.T. Δεν είχα αποδεχτεί κανένα Βήμα, απλώς είχα βουτήξει σε ένα εντελώς αχαρτογράφητο έδαφος. Ο Τεό μάλλον διαισθάνθηκε την αλλαγή στη διάθεσή μου. «Είσαι εντάξει;» «Ναι. Απλώς... δεν το είχα ξανακάνει ποτέ αυτό. Συνήθως δεν κάνω καμάκι σε αγνώστους για να τους ρίξω στο κρεβάτι μου» απάντησα. Παρά το γεγονός ότι οι άντρες του S.E.C.R.E.T. μού ήταν πρακτικά άγνωστοι, τους ήξεραν οι γυναίκες του S.E.C.R.E.T. «Κι αν το έκανες; Ποιο το κακό;» «Υποθέτω ότι δε θεώρησα ποτέ πως είμαι τέτοια γυναίκα». «Εμένα μια τέτοια γυναίκα μού φαίνεται τολμηρή και γενναία». «Αλήθεια; Έτσι με βλέπεις;» «Ναι» είπε, αγκαλιάζοντάς με τόσο τρυφερά, που μου φαινόταν παράξενο το ότι γνωριζόμασταν ελάχιστα. Τράβηξε το βαρύ πάπλωμα επάνω μας, σφίγγοντάς το γύρω από τα κορμιά μας. Όταν ξύπνησα, έπειτα από έξι ώρες, είχε φύγει. Και, παραδόξως, δε με πείραξε. Ήμουν χαρούμενη που είχα ζήσει αυτές τις στιγμές μαζί του και τις είχα αφήσει να περάσουν δίχως να νιώσω απώλεια. Όσο γλυκός κι αν ήταν, προτιμούσα να ευχαριστηθώ μόνη μου τις τελευταίες μου μέρες στο Γουίστλερ. Παρ' όλα αυτά, χάρηκα όταν διάβασα το σημείωμα που είχε αφήσει στο έπιπλο του μπάνιου: Κέισσι, είσαι υπέροχη. Έχω αργήσει στη δουλειά! Ξέρεις όμως πού θα με βρεις. À bientôt, Τεό. * * * Στο παλιό αμαξοστάσιο η Ματίλντα κοιτούσε και θαύμαζε τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει, ενώ εγώ μιλούσα ακατάσχετα για το πόσο πολύ χαιρόμουν που είχα ξανακάνει σκι. Της είπα για τα μίνι μόγκουλ στο βουνό Μπλάκομπ, όπου είχα περάσει την τελευταία μέρα. Η Ντάνικα ήρθε με τους καφέδες και άρχισε να γουργουρίζει πάνω από μια φωτογραφία που μας είχε βγάλει ο Μαρσέλ, με τον Τεό και μένα να τρώμε φοντί. «Τι γλυκούουουλης!» αναφώνησε προτού φύγει και μας αφήσει μόνες με τη Ματίλντα. Όταν της είπα για τον Τεό, καταχάρηκε. Με ρώτησε πώς γνωριστήκαμε, τι μου είπε, τι του είπα. Μετά της διηγήθηκα... τι κάναμε. «Σ' άρεσε;» με ρώτησε. «Ναι» απάντησα. «Θα το έκανα πάλι ίσως. Με τον κατάλληλο παρτενέρ. Κάποιον που θα εμπιστευόμουν». «Κέισσι, έχω κάτι για σένα» μου είπε ανοίγοντας ένα συρτάρι και βγάζοντας ένα μικρό ξύλινο κουτί. Το άνοιξε. Είδα το κρεμαστό του Όγδοου Βήματος να λαμπυρίζει επάνω στο μαύρο βελούδο. «Μα εγώ νόμιζα πως ο Τεό ήταν ένας τυχαίος, όχι ότι συμμετείχε στο S.E.C.R.E.T.». «Δεν έχει σημασία αν είναι μέλος μας». «Δεν καταλαβαίνω...» «Αυτό το Βήμα είναι η Γενναιότητα, που διαφέρει από το θάρρος, επειδή απαιτεί από σένα να πάρεις ρίσκα χωρίς να το πολυσκέφτεσαι. Η Γενναιότητα λέει: "Κάν' το". Άρα δεν έχει σημασία αν ο Τεό είναι μέλος του S.E.C.R.E.T. Το κέρδισες!» Πήρα το κρεμαστό από το κουτί, το στριφογύρισα στα δάχτυλά μου και το πέρασα στο βραχιόλι μου. Κούνησα τον καρπό μου και θαύμασα τα κρεμαστά, που λαμποκοπούσαν. Δηλαδή ο Τεό ήταν ένας τυχαίος άγνωστος που τον είχα προσελκύσει φυσικά; Ή ήταν μέλος του S.E.C.R.E.T.; Δεν μπορούσα να καταλάβω. Αλλά ίσως είχε δίκιο η Ματίλντα: δεν είχε σημασία. «Θα επιτρέψω στον εαυτό μου να πιστέψει ότι τον προσέλκυσα από μόνη μου» είπα, «παρόλο που εξακολουθώ να έχω τις αμφιβολίες μου...».  «Ωραία, Κέισσι. Δεν είσαι πια ένα ταπεινό χαμομηλάκι. Έχεις ανθίσει, αγαπητή μου!»

S.E.C.R.E.TDonde viven las historias. Descúbrelo ahora