Αλεξάντερ

741 105 10
                                    

Το βουητό από τον αέρα που περνούσε με ταχύτητα δίπλα μου, τρυπούσε τα αυτιά μου. Τα πόδια μου είχαν βγάλει φτερά, έτρεχαν στην άσφαλτο σφυροκοπώντας την. Είδα το σπίτι της να ξεπροβάλλει στο βάθος. Έκανα τον γύρο του φράχτη. Τον πέρασα με ένα σάλτο και βρέθηκα στην αυλή. Έψαξα για το παράθυρο της, ήταν μισάνοιχτο. Σκαρφάλωσα στον τοίχο και μπήκα μέσα. Το δωμάτιο της ήταν όπως το θυμόμουν. Απλό και τακτοποιημένο. Έκανα ένα βήμα μπροστά και ένιωσα κομμάτια από γυαλί κάτω από το παπούτσι μου. Κοίταξα κάτω. Το βάζο που υπήρχε στο περβάζι του παραθύρου είχε πέσει, κατά την είσοδο μου. Τα νερά είχαν χυθεί ενώ το τριαντάφυλλο που υπήρχε πριν μέσα, ακόμα και μετά από τόσες βδομάδες παρέμενε κόκκινο και πανέμορφο. Έσκυψα και το σήκωσα.

Εκείνη την ώρα η πόρτα του δωματίου της άνοιξε και η Ερίσα μπήκε μέσα λαχανιασμένη. Κοίταξε πρώτα εμένα και μετά αυτό που κρατούσα. Είδα την ανακούφιση να ζωγραφίζεται στο βλέμμα της.

«Κατά κάποιο τρόπο, ήξερα ότι θα σε βρω εδώ» μου είπε. Με πλησίασε και πήρε προσεχτικά το τριαντάφυλλο στα χέρια της.

«Ποιος ήταν αυτός;» της είπα θυμωμένα. Από το βλέμμα της κατάλαβα ότι περίμενε αυτή την ερώτηση. Δεν μου απάντησε.

«Ποιος ήταν αυτός;» την ρώτησα ξανά.

«Φιλοξενούμενος της Βασίλισσας. Τον λένε Σεμπάστιαν Νταμίγιες και η Υψηλοτάτη μου ανέθεσε να τον ξεναγήσω στην σχολή» είπε αγανακτισμένη.

«Αυτό μόνο;» την ρώτησα ξανά. «Γιατί από τον τρόπο που σε κοιτάει δεν νομίζω ότι είσαι απλώς η ξεναγός του»

Ξεφύσησε και απομακρύνθηκε από κοντά μου. Έκανε τον γύρο του κρεβατιού και έπιασε ένα άλλο μικρό βάζο που υπήρχε πάνω στο κομοδίνο. Έβαλε μέσα το τριαντάφυλλο. Άνοιξε το σακάκι της και από την εσωτερική τσέπη του έβγαλε ένα άλλο. Ένα κατάμαυρο. Το τοποθέτησε και εκείνο μέσα στο βάζο και ύστερα το άφησε πάνω στο κομοδίνο ξανά.

Την πλησίασα από πίσω. Τα μαλλιά της ήταν τόσο κοντά στο πρόσωπο μου, που μπορούσα να μυρίσω το άρωμα της. Εισέπνευσα βαθιά. Γύρισε και με κοίταξε.

«Τι σε έπιασε; Μήπως ζηλεύεις;» ο τόνος της ήταν λίγο περίεργος. Ήθελε να κάνει αυτή την ερώτηση, αλλά φοβόταν που την είχε ξεστομίσει.

Έμεινα να την κοιτάω και να ζυγίζω τα λόγια της στο μυαλό μου. Για ποιον λόγο άραγε αντιδρούσα έτσι; Η Ερίσα ήταν ελεύθερη να είναι με όποιο αγόρι εκείνη ήθελε. Στα μάτια του κόσμου η μόνη σχέση που είχα εγώ και η Ερίσα, ήταν εκείνη η αναθεματισμένη εργασία. Μόνο εγώ και η Αλεξάνδρα γνωρίζαμε πως την παρακολουθούσα και η Βασίλισσα ήταν σαφέστατη. Έπρεπε να μείνω μακριά της. Για ποιον λόγο λοιπόν είχα αυτά τα αντικρουόμενα συναισθήματα για εκείνην μέσα μου; Γιατί με πείραζε τόσο πολύ; Μήπως όντως ζήλευα ή με ενοχλούσε το γεγονός πως την είχα δει με την Σεμπάστιαν;

Ματωμένο ΡόδοWhere stories live. Discover now