Ερίσα

692 95 3
                                    

Η Μπέτι ανέλαβε να ξυπνήσει κι εμένα το επόμενο βράδυ. Είχα μείνει ξύπνια ως αργά μετά την επιστροφή μου από το δείπνο, προσπαθώντας να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Σηκώθηκα με κόπο από το κρεβάτι και σύρθηκα ως το μπάνιο. Ούτε και εγώ δεν κατάλαβα για πότε τελείωσα την καθημερινή τελετουργία και βρισκόμουν καθισμένη στο τραπέζι του πρωινού, φορώντας την στολή μου. Έβαλα ένα κομμάτι κέικ στο πιάτο μου και έκανα πως το έτρωγα. Στην πραγματικότητα όμως απλώς το μαδούσα και γέμιζα με ψίχουλα το πιάτο μου.

«Αν δεν το φας αυτό Ερίσα, μην το βασανίζεις άλλο» μου είπε η μητέρα μου.

Άφησα ήσυχο το κέικ αλλά το μυαλό μου ζητούσε απεγνωσμένα κάτι για να ασχοληθεί. Δεν ήθελα να σκέφτομαι την Βικτώρια, ούτε τον Αλεξάντερ, περισσότερο αυτόν. Σηκώθηκα από το τραπέζι και γύρισα στο δωμάτιο μου. Τα τριαντάφυλλα ήταν εκεί και με περίμεναν, σαν αθόρυβοι θεατές της βαρετής μου ζωής. Πλησίασα το κομοδίνο. Τα έπιασα και τα δύο στα χέρια μου. Σταγόνες από τα κοτσάνια τους έσταξαν κάτω στο πάτωμα και στα παπούτσια μου.

Ήταν και τα δύο τόσο όμορφα και μύριζαν εξίσου το ίδιο. Μα ήταν και τόσο, μα τόσο διαφορετικά. Το ένα κατακόκκινο και το άλλο μαύρο σαν κάρβουνο. Σεμπάστιαν και Αλεξάντερ. Αλεξάντερ και Σεμπάστιαν. Ο ένας ευγενικός και πρόσχαρος, ο άλλος σκοτεινός, μυστηριώδης, παθιασμένος. Η καρδιά μου ποτέ δεν είχε διχαστεί ανάμεσα σε δύο αγόρια. Ο Σεμπάστιαν μου είχε δείξει το ενδιαφέρον του. Είχα και περάσει καλά μαζί του, ωστόσο κάποια στιγμή η επίσκεψη του θα τελείωνε και θα έφευγε.

Ο Αλεξάντερ από την άλλη ήταν πάντα εκεί, ένα βήμα πίσω μου, έτοιμος να με βοηθήσει σε ότι και αν χρειαζόμουν, αλλά και να με πληγώσει με την συμπεριφορά του. Δύο μέρες πριν, είπε ότι ήθελε την καρδιά μου και μετά είχε γίνει ότι έγινε. Ποτέ δεν τον είχα καταλάβει, ποτέ του δεν είχε προσπαθήσει να είναι έστω και λίγο ευχάριστος μαζί μου. Δεν ήξερα τι να περιμένω όταν ήμουν μαζί του και όμως κάτι πάνω του με τραβούσε σαν μαγνήτης.

Τι ένιωθα για τον Αλεξάντερ; Τι ένιωθα για τον Σεμπάστιαν; Η καρδιά και το μυαλό μου ήταν ένα κουβάρι μέσα μου. Ποτέ δεν είχα βιώσει τόσο έντονα συναισθήματα σε όλη μου την ζωή. Που θα με οδηγούσαν άραγε;

Η κόρνα από το αμάξι που με περίμενε για το σχολείο, με τρόμαξε. Ένα από τα αγκάθια τρύπησε το δάχτυλο μου και μια μικρή σταγόνα αίματος απλώθηκε στο κοτσάνι του. Έβαλα τα λουλούδια πίσω στο βάζο και κατέβηκα κάτω τρέχοντας. Τα αδέλφια μου δεν ήταν και πολύ υπομονετικά και μπορούσαν άνετα να φύγουν και να με αφήσουν πίσω. Μπήκα στο αμάξι και με κοίταξαν και οι δύο καλά καλά. Δεν είπαν τίποτα για την προβληματισμένη έκφραση που είχε το πρόσωπο μου και ξεκινήσαμε για το Μαύρο Ρόδο.

Ματωμένο ΡόδοWhere stories live. Discover now