Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Το μισοφέγγαρο στεκόταν περήφανο στον σκοτεινό ουρανό περιτριγυρισμένο από χιλιάδες αστέρια. Έκατσα στο απαλό γρασίδι και έκλεισα τα μάτια. Η ησυχία που επικρατούσε με ηρέμησε κάπως. Το άρωμα από το γιασεμί τρύπωσε στα ρουθούνια μου. Το εισέπνευσα βαθιά. Άκουσα τα βήματα του Αλεξάντερ να με πλησιάζουν αλλά δεν έκανα τον κόπο να ανοίξω τα μάτια μου. Βολεύτηκε δίπλα μου χωρίς να πει κάτι. Ένιωθα την ένταση να βγαίνει από το σώμα του. Τον άκουσα να ξεφυσάει.
«Συγγνώμη» του είπα με τα μάτια ακόμα κλειστά.
«Η οικογένεια σου έχει πολύ περίεργη αίσθηση του χιούμορ. Αν το καλοσκεφτείς ήταν λίγο αστείο»
Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος του, άνοιξα το ένα μου μάτι και τον κοίταξα.
«Μάλλον και εσύ έχεις περίεργο χιούμορ»
Ανασήκωσε τους ώμους του απολογητικά.
Έστρεψα ξανά το κεφάλι μου στον ουρανό. Κοίταξα τα αστέρια. Ήταν τόσο, μα τόσο όμορφα. Ποτέ δεν τα είχα παρατηρήσει έτσι ξανά. Ήθελα να απλώσω τα χέρια μου και να τα αρπάξω. Η νύχτα τελικά είχε την δική της ομορφιά.
«Πριν από πολλές, χιλιάδες χρόνια» ξεκίνησε να λέει ο Αλεξάντερ, «την εποχή που οι άνθρωποι άρχισαν να δείχνουν σημάδια πολιτισμού υπήρχε μία μικρή ομάδα ανθρώπων λίγο διαφορετική από όλους τους υπόλοιπους. Εξωτερικά ήταν σαν όλους τους άλλους, διατροφικά όμως διέφεραν αρκετά. Έπιναν ο ένας το αίμα του άλλου. Πίστευαν ότι το αίμα τους έκανε πιο δυνατούς, πιο γρήγορους, πιο ανθεκτικούς στις κακουχίες της υπαίθρου.
»Όταν οι υπόλοιποι θνητοί τους ανακάλυψαν, πίστεψαν πως επρόκειτο για Θεούς. Μόνο κάποια οντότητα σταλμένη από τον ουρανό, θα τρεφόταν με ανθρώπινο αίμα και θα κατάφερνε να επιζήσει. Ήταν κάτι που δεν το είχαν αντικρύσει ποτέ ξανά. Έτσι ξεκίνησαν να τους λατρεύουν. Η μικρή αυτή αλλόκοτη ομάδα θέλησε να γαλουχήσει όσους τους δόξαζαν, στον καινούργιο τρόπο ζωής τους. Παρά τον αρχικό τους ενθουσιασμό σύντομα διαπίστωσαν πως, λίγοι από τους απλούς ανθρώπους ήθελαν να τους μοιάσουν. Μπορεί να τους προσκυνούσαν και να τους λάτρευαν καθημερινά, βαθιά μέσα τους όμως ένιωθαν φόβο για αυτά τα παράξενα πλάσματα. Τότε οι αιμοπότες, ταξίδεψαν και απλώθηκαν σε όλο τον κόσμο. Και κάπως έτσι άρχισαν όλα»
Κρατούσα την ανάσα μου όση ώρα μου διηγούταν την ιστορία. Την είχα διαβάσει ξανά πριν μερικά χρόνια, σε ένα παλιό βιβλίο που υπήρχε στο γραφείο του πατέρα μου. Όταν το ανακάλυψε με κατσάδιασε για τα καλά και το εξαφάνισε από τα μάτια μου. Από τότε κλείδωνε το γραφείο του και εγώ δεν ξανά πάτησα το πόδι μου εκεί μέσα. Μου φαινόταν παράξενο που ο Αλεξάντερ την γνώριζε. Κανένα νέο βαμπίρ δεν ασχολούταν με τις ιστορίες του παρελθόντος ή με την καταγωγή μας. Το να ακούω την αρχή της εμφάνισης μας από το στόμα του μου έφερνε, έξαψη.
VOUS LISEZ
Ματωμένο Ρόδο
Vampire«Έχετε αναλογιστεί άραγε, πώς θα ήταν να πεθάνετε από το χέρι εκείνου που αγαπάτε; Πώς θα νιώθατε καθώς σας έμπηζε το μαχαίρι πιο βαθιά στην πληγή; Ποια συναισθήματα θα περνούσαν από τα μάτια του, καθώς εσείς θα ξεψυχούσατε στην αγκαλιά του; Μέχρι π...