Δύο μήνες μετά
Κουρασμένη και ιδρωμένη σκούπισε το μέτωπο της. Είχε τον ίδιο εφιάλτη ξανά, εδώ και μία εβδομάδα. Η συνείδηση της δεν μπορεί να την αφήσει ήσυχη. Σήμερα ήταν ο γάμος. Σήμερα έπρεπε να βάλει τα καλά της και το ψεύτικο χαμόγελό της για να περάσει καλά την χειρότερη μέρα της ζωής της. Θα την παντρευτεί τελικά. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί. Ήταν ένας υποκριτής, της είχε πει πως την αγαπάει όμως, να που έφτασαν. Σήμερα παντρευόταν την Γαλλίδα πριγκίπισσα. Την είχε ξεχάσει. Δεν την έψαξε καν. Η Sophia και η Dalia πάντα την κρατούσαν ενήμερη, και έτσι ήξερε πως ο Harry δεν μπήκε στον κόπο ούτε να ψάξει ούτε να ρωτήσει. Τώρα καταλάβαινε πως ήταν μόνο ένα παιχνίδι γι αυτόν, ενώ αυτή του είχε δώσει ότι πιο πολύτιμο είχε. Την αγνότητα της.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι αφού ήταν πλέον πρωί και ανάγκασε τον εαυτό της να πιεί νερό. Ήταν χάλια. Από την ημέρα που έφυγε μακρυά από τον Harry όλα ήταν απαίσια. Είχε χάσει την όρεξή της για τα πάντα. Την όρεξή της για ζωή. Ήταν τόσο ερωτευμένη με τον Harry, τόσο που τον άφηνε να ευτυχήσει με άλλη γυναίκα. Έτσι κι αλλιώς μαζί δεν είχαν μέλλον. Όμως το να είναι αναγκασμένη να βρεθεί σε αυτή τη μεγάλη τελετή, την ισοπέδωνε.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο που η βασίλισσα την ήθελε να βρίσκεται και αυτή εκεί. Ίσως ήθελε απλά να την πονέσει που θα δει τον Harry με άλλη γυναίκα. Όμως κανένας άλλος λόγος δεν της ερχόταν στο μυαλό.Φόρεσε γρήγορα τα πρόχειρα ρούχα της και κατέβηκε στο σαλόνι του σπιτιού. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση ανάμεσα στο δωμάτιό που έμεναν στο κάστρο με αυτό εδώ το σπίτι. Είχε τουλάχιστον επτά φορές το μέγεθός του προηγούμενου.
'Καλημέρα αγάπη μου' είπε η μητέρα της.
'Καλημέρα μαμά' είπε και της χάρισε ένα φιλί, και ένα ζεστό χαμόγελο. Το είχε πάρει απόφαση, δεν θα το άφηνε να την πάρει από κάτω.
...
Σαν σήμερα είχαν περάσει δύο μήνες. Ακριβώς. Ίσως να ήταν χαζό που τις μετρούσε μα δεν μπορούσε να ξεχάσει την μικρή του, που γλίστρησε τόσο εύκολα από τα χέρια. Τον πρώτο καιρό είχε κινήσει γη και ουρανό για να την βρει. Ρωτούσε ακόμη και τις φίλες της όμως καμία δεν του απάντησε. Είχε τρελαθεί και δεν ήξερε τι να κάνει. Tην αγαπούσε, απλά ήταν τόσο εθισμένος από αυτή, σαν ναρκωτικό. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε φύγει και τον άφησε. Που θα μπορούσε να πάει μια τόσο φτωχή οικογένεια σαν και αυτή; Ένιωθε έτοιμος να σκάσει. Σήμερα παντρευόταν μια τόσο όμορφη πριγκίπισσα και πάλι στο μυαλό του μόνο αυτή ερχόταν. Βαθιά μέσα του ήθελε στην θέση της Francis να ήταν η Adaline. Όμως ήξερε το καθήκον του και δεν ήταν η Adaline, αλλά η Francis.