κεφάλαιο 16

6.6K 625 34
                                    


Βγήκα στον σκοτεινό δρόμο και ανάσανα βαθιά. Τόσο βαθιά που τα πνευμόνια μου πόνεσαν. Δεν ήθελα να κλάψω, δεν ήθελα να βγει ο παραμικρός ήχος από μέσα μου και δάγκωσα σφιχτά τα χείλη για να συγκρατηθώ. Πήρα τον δρόμο για το σπίτι μου, με το μυαλό μου γεμάτο σκέψεις μπερδεμένες και την καρδιά μου να χτυπάει άτακτα. Ο φόβος είχε απλώσει τα πλοκάμια του μέσα μου, και δεν με άφηνε να σκεφτώ λογικά, δεν μπορούσα να απαλλαγώ από τον κόμπο που είχε φυτρώσει μέσα μου.

Τύλιξα γύρω μου το παλτό που φορούσα και με σκυφτό κεφάλι κατευθύνθηκα προς το σπίτι. Ανέβαινα σχεδόν αγκομαχώντας τα σκαλιά και με χέρια που έτρεμαν από το κρύο και την ταραχή άνοιξα την πόρτα. Ήξερα ότι στο μικρό μου διαμέρισμα η κατάσταση δεν θα ήταν καλύτερη. Η ατμόσφαιρα θα ήταν παγωμένη, αν και η ψύχρα στην ψυχή μου ήταν χειρότερη.

Πέταξα στην άκρη το παλτό και την τσάντα μου και μπήκα στο μικρό μου σαλόνι μα όμως αμέσως την προσοχή μου την τράβηξε μια μικρή κίνηση στο βάθος του δωματίου. «Τι στο καλό!» αναρωτήθηκα τρομαγμένη, και το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου όταν η μορφή του Μάθιου φωτίστηκε ξαφνικά. Βρήκα ξανά την μιλιά μου αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και τα μάτια μου κόλλησαν στα δικά του. «Τι κάνεις εδώ;» κατάφερα να ψελλίσω και οι τρίχες στον αυχένα μου ορθώθηκαν και πάλι. «Πως μπήκες μέσα;» Η επόμενη ερώτηση βγήκε αυθόρμητα κι έσφιξα τα κλειδιά που κρατούσα ακόμα στα χέρια μου. Ο Μάθιου δεν μιλούσε. Με κοιτούσε μόνο με εκείνα τα υπέροχα μάτια του και το χρώμα τους πιο μαύρο από ποτέ με μάγευε... με ταξίδευε. Σηκώθηκε και περπάτησε αργά προς εμένα, και το βλέμμα του δεν άφησε στιγμή το δικό μου. Με πλησίασε μέχρι που ένιωσα την ανάσα του στο πρόσωπό μου, και οι άμυνές μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν η μία μετά την άλλη. Τα τείχη που ύψωνα εξαιτίας του μέσα στην μέρα, γκρεμίζονταν σαν τραπουλόχαρτα μόλις τον αντίκρυζα. Τον άφησα να με αγγίξει... άφησα να χείλη του να χαϊδέψουν το πρόσωπό μου, τα χέρια του να πλανηθούν από τα μπράτσα μου, στην άκρη των δακτύλων μου, στο φούσκωμα της κοιλιάς μου. Τα δάκρυα ξεχύθηκαν σιωπηλά στο πρόσωπό μου, δάκρυα που άφηναν σημάδια στο πέρασμά του, βαριά κουβαλούσαν την πίκρα και την δυστυχία μου. «Μην κλαις» ψιθύρισε τόσο σιγά που η φωνή του έγινε ένα με την σιωπή της νύχτας.

«Θέλω να έρθεις μαζί μου Έλεανορ» ο ψίθυρος έγινε φωνή και το κορμί μου πέτρωσε στο άκουσμά του. Τα δάκρυα στέγνωσαν ξαφνικά και η ανάσα μου πάγωσε. Τραβήχτηκα και χάθηκε με μιας η επαφή που μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχε ανάμεσά μας. Πισωπάτησα σχεδόν τρομαγμένη με τα λόγια του και τον κοίταξα προσεκτικά. Το βλέμμα του θολό, μα η φλόγα μέσα τους σιγόκαιε ζωηρή. «Θέλω να έρθεις να μείνεις μαζί μου Έλλη». Το όνομά μου βγήκε από τα χείλη του και ακούστηκε τόσο όμορφο... τόσο ζωντανό... Πρώτη φορά με έλεγε έτσι, πρώτη φορά με αποκαλούσε με το υποκοριστικό μου, και η καρδιά μου χτύπησε αναπάντεχα δυνατά.

Το λάθοςWhere stories live. Discover now