"...σε φοβάμαι... με φοβάμαι..." 12

8K 686 42
                                    


Εκείνο το βράδυ έμεινα στον καναπέ μέχρι τα ξημερώματα. Ένιωθα άρρωστη, καταβεβλημένη και ο πόνος στο κεφάλι μου δεν με άφηνε ούτε τα μάτια να ανοίξω. Κουλουριάστηκα χαδεύοντας συνεχώς την καμπύλη στο στομάχι μου καθώς ένιωθα το μωρό αρκετά ανήσυχο. Προσπάθησα να ηρεμήσω παίρνοντας βαθιές ανάσες, αφήνοντας το μυαλό μου να πετάξει σε κάτι ευχάριστο, μα πάντα εκείνος εμφανιζόταν απρόσκλητος στα μάτια μου. Η κούραση και η υπερένταση που ένιωθα έκαναν μάχη στο κορμί μου. Δεν κατάφερα να κλείσω μάτι όσο κι αν προσπάθησα, αφού η εικόνα των δύο αντρών μέσα στο σπίτι μου μου προκαλούσε πανικό. Η απειλή του Μάθιου, έφτανε καθαρά στα αυτιά μου, δεν με άφηνε να ηρεμήσω, η φωνή του με έκανε να ανατριχιάζω, και το κορμί μου να τρέμει.

Δεν πήγα στην δουλειά το επόμενο πρωί, πήρα τηλέφωνο τον Τζόσουα και τον ενημέρωσα χωρίς πολλές εξηγήσεις και ευτυχώς ούτε και εκείνος φάνηκε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να τις ακούσει. Δεν πέρασαν ούτε δεκαπέντε λεπτά όταν η πόρτα μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, ανυπόμονα, λες και κάποιος προσπαθούσε να την ρίξει κάτω. Σηκώθηκα τρομαγμένη και άνοιξα χωρίς να σκεφτώ, κάτι που το μετάνιωσα αμέσως. Μπροστά μου στεκόταν ο Μάθιου. Ανέπνεε βαριά και τα μάτια του σκοτεινά είχαν στυλωθεί πάνω μου. Με έσπρωξε απαλά προς το εσωτερικό του σπιτιού μου και ακολούθησε κι εκείνος κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Εγκλωβίστηκα, εγκλωβίστηκα στο ίδιο μου το σπίτι, έχοντας απέναντί μου τον άντρα που με καταδίωκε. Τα σημάδια στο πρόσωπό του από τον καβγά της προηγούμενης μέρας ήταν ακόμα εμφανή. Ένα κόψιμο στην άκρη του χείλους του, μια μελανιά στο σαγόνι του. Δεν τον λυπόμουν... όσο κι αν ήθελα να τον χαδέψω σε κείνα στα πονεμένα σημεία, έκανα πίσω θέλοντας να απομακρυνθώ από κοντά του.

"Τι θέλεις εδώ;" κατάφερα και ψέλλισα πανικόβλητη σφίγγοντας την ζακέτα γύρω από το κορμί μου λες και μου πρόσφερε κάποια προστασία. Δεν μου απάντησε αμέσως, συνέχισε να με κοιτάει με ανήσυχο βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω. "Είσαι άρρωστη;" με ρώτησε αγνοώντας την ερώτησή μου και στάθηκε ακριβώς μπροστά μου. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τι στο καλό με ρωτούσε; Τι ήθελε; Γιατί βρισκόταν σπίτι μου;

Η καρδιά μου άρχισε να ανεβάζει παλμούς, το κεφάλι μου να βουίζει και πάλι. "Τι στο διάβολο θέλεις εδώ;" του επιτέθηκα μόλις ανέκτησα την αυτοκυριαρχία μου και για μια στιγμή διέκρινα έκπληξη στο βλέμμα του. "Δεν είσαι καλά; Γι αυτό έμεινες σπίτι; Πήρες τον γιατρό;" συνέχισε τον μονόλογό του και έβγαλε το κινητό από την τσέπη του. Η πίεσή μου είχε ανέβει στα ύψη, με τάραζε η παρουσία του τόσο πολύ που τα πόδια μου δεν με σήκωναν πια και κάθισα στον καναπέ για να συνέλθω. Αμέσως έτρεξε κοντά μου και γονάτισε ώστε να με κοιτά κατάματα. "Να καλέσω γιατρό;" η αγωνία του ήταν εμφανής στο πρόσωπό του και με μπέρδευε πολύ. "Φύγε από μπροστά μου" ήθελα να του φωνάξω μα δεν μπορούσα, οι λέξεις σκάλωναν στον λαιμό, δεν άφηναν τα χείλη μου. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι παίρνοντας παράλληλα βαθιές ανάσες. "Εσύ μου το προκαλείς αυτό" είπα με κόπο και το ύφος του άλλαξε. Η ανησυχία μετατράπηκε σε στενοχώρια και τα μάτια του σκούρυναν απότομα. Ανασηκώθηκε, πήγε μέχρι την κουζίνα και γυρίζοντας μου έδωσε ένα ποτήρι νερό. "Πιες" είπε κοφτά κι αμέσως μετά κάθισε στον καναπέ απέναντί μου. Δεν μπορούσα να αποφύγω το βλέμμα του... Δεν μπορούσα γιατί τα μάτια του ήταν στυλωμένα σε μένα.

Το λάθοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora