κεφάλαιο 35

6.1K 557 24
                                    


Οι μέρες περνούσαν και εμείς παραμέναμε κλεισμένοι στο μικρό διαμέρισμα του Μάθιου. Ο μικρός μεγάλωνε με γοργούς ρυθμούς και τον καμάρωνα όσο τίποτα. Έπαιζα μαζί του, γελούσα, απολάμβανα την μητρότητα για πρώτη φορά. Η διάθεσή μου είχε αλλάξει. Ανασφάλεια για το μέλλον και την μεταξύ μου σχέση με τον Μάθιου υπήρχε, αλλά πλέον δεν είχα να ανησυχώ για βιοποριστικά ζητήματα. Υπήρχε πάντα φαγητό στο τραπέζι, δεν είχα να ανησυχώ για λογαριασμούς, και ο γιός μου πλέον είχε ό,τι χρειαζόταν. Αυτό και μόνο μου έφτανε.

Ο Μάθιου όλο αυτό το διάστημα δούλευε από το σπίτι. Δεν βγήκε ούτε μια μέρα έξω, δεν μας άφησε ούτε λεπτό μόνους σε εκείνο το διαμέρισμα. Δεν ξέρω εάν το έκανε από φόβο μην φύγουμε, ή απλά δεν ήθελε να είναι μακριά από το παιδί. Φαινόταν διαφορετικός από την τελευταία μας συζήτηση. Ήμουν σίγουρη ότι τον είχα πληγώσει με τα λόγια μου, αλλά ήμουν απλά ειλικρινής. Δεν με πλησίαζε, δεν προσπάθησε να με αγγίξει, ούτε να κάνει την οποιαδήποτε συζήτηση που αφορούσε εμάς.

Συνέχιζε να φαίνεται διαφορετικός όταν βρισκόταν με τον γιό του. Το πρόσωπό του άλλαζε, τα χαρακτηριστικά του μαλάκωναν, τα μάτια του φωτίζονταν και γελούσαν. Φαινόταν ευτυχισμένος, και 'γω σε μια γωνιά να τους κοιτώ και μέσα μου να λιώνω... να πονώ και να ονειρεύομαι αυτό που παραλίγο να είχα: μια οικογένεια.

Οι σιωπές μας ατελείωτες, οι ματιές μας κρυφές, γεμάτες νοήματα που τα χείλη δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν. Έρωτας... ο έρωτας που ένιωθα για τον Μάθιου δεν έλεγε να σβήσει, δεν έλεγε να χαθεί. Κάθε μέρα φούντωνε όλο και πιο πολύ, κάθε μέρα τον αποζητούσα όλο και περισσότερο. Ήταν μαρτύριο, σωστή κόλαση να έχεις μπροστά σου τον άνθρωπο που αγαπάς και δεν μπορείς να του το δείξεις, δεν μπορείς να του το πεις. Κρυβόμουν από τα αισθήματά μου και ένιωθα να μαραζώνω όταν βρισκόμουν κοντά του. Το γέλιο που είχε επανέλθει στην ζωή μου άρχισε να σβήνει, το σαράκι είχε αρχίσει να με τρώει. Με τυραννούσε... με τυραννούσε και το διασκέδαζε! Ζούσαμε κάτω από την ίδια στέγη, είχαμε ένα παιδί, και συμπεριφερόμασταν σαν αδέλφια. Δεν μπορούσα να το αντέξω, απλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου.

«Πότε λες θα μπορώ να επιστρέψω σπίτι μου;» τον ρώτησα ξαφνικά ένα μεσημέρι που τρώγαμε. Το πιρούνι του έμεινε μετέωρο και τα μάτια του κόλλησαν στα δικά μου. Το είδα να το αφήνει αργά πίσω στο πιάτο του και να κάθεται πιο αναπαυτικά στην θέση του. «Νόμιζα ότι τα συζητήσαμε όλα αυτά Έλλη» είπε ήρεμα και δεν τράβηξε λεπτό το βλέμμα του από εμένα.

Το λάθοςOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz