κεφάλαιο 28

5.5K 564 33
                                    


Όταν σήκωσα το βλέμμα μου στο δικό του αυτό που είδα με συγκλόνισε. Ο Μάθιου στεκόταν εκεί, στην είσοδο του μικρού μου υπνοδωματίου, η παρουσία του γέμισε τον χώρο μου με μια παράξενη ηρεμία που πήγαζε από μέσα του. Μας κοιτούσε. Εμένα και το παιδί με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την εικόνα. Ποτέ.

«Είναι υπέροχος» είπε σιγανά λες και φοβόταν μην ταράξει τον μικρό που ρουφούσε λαίμαργα το γάλα του. Τα χείλη του σχημάτισαν ένα μικρό χαμόγελο και έκανε ένα βήμα προς το μέρος μας. «Είναι δικός μου» απάντησα αποφασιστικά παρά την ταραχή μου, και κόλλησα το κορμί μου στον τοίχο πίσω μου.

Μου έριξε μια γρήγορη ματιά και μπορούσα ακόμα να διακρίνω τα δάκρυα να λαμπυρίζουν στις άκρες των βλεφάρων του.

«Είναι δικός μας Έλλη, είναι και δικός μου γιός», συνέχισε απαλά και με αργά αλλά σταθερά βήματα με πλησίασε.

«Μην με πλησιάζεις Μάθιου! Μην με πλησιάζεις!» φώναξα απότομα και το παιδί άφησε την θηλή μου ξαφνιασμένο.

«Το τρομάζουν οι φωνές Έλλη»

Ανασήκωσα τον μικρό στον ώμο μου και με βιαστικές κινήσεις κάλυψα το γυμνό μου στήθος. Η κίνησή μου δεν πέρασε απαρατήρητη, με κοίταξε σμίγοντας τα μάτια του και γέλασε πικρά.

Η ταραχή μέσα μου δεν είναι κοπάσει ούτε λεπτό. Αισθανόμουν τον ίδιο φόβο, την ίδια απογοήτευση και τον ίδιο θυμό μέσα μου για τον άνδρα απέναντί μου. Κρατούσα το παιδί στην αγκαλιά μου και μείναμε εκεί, ο ένας απέναντι στον αλλά, σιωπηλοί, να ακούγονται μόνο οι ανάσες μας και να αναμετριούνται τα βλέμματά μας.

«Θέλω να φύγεις» είπα σπάζοντας αυτήν την περίεργη σιωπή.

«Όχι»

«Θέλω να μας αφήσεις ήσυχους» συνέχισα αγνοώντας την λακωνική του απάντηση.

«Ποτέ» συνέχισε εκείνος και τα πόδια μου άρχισαν και πάλι να τρέμουν από φόβο.

«Θέλω να εξαφανιστείς από την ζωή μας, θέλω να μην σε βλέπω πια, θέλω να φύγεις από το σπίτι μου, θέλω να πεθάνεις!» έχασα την ψυχραιμία μου εκείνη τη στιγμή. Μου ρουφούσε τον αέρα που ανέπνεα, με έπνιγε η παρουσία του, ανέβηκαν κατακόρυφα οι παλμοί της καρδιάς μου.

Το μόνο που έκανε εκείνος ήταν να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι του. Στάθηκε στο ίδιο σημείο και απλά έχωσε τα χέρια στις τσέπες.

«Δεν πρόκειται να πάω πουθενά αυτή τη φορά Έλλη. Σας βρήκα και δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να εξαφανιστείς και πάλι». Τα μάτια του σκοτείνιασαν, και το πρόσωπό του παραμορφώθηκε για λίγα δευτερόλεπτα λες και ένιωθε πόνο.

«Δεν έχεις ιδέα τι πέρασα για να σε βρω. Δεν έχεις ιδέα πως ένιωθα που δεν ήξερα εάν ζεις ή σου συνέβη κάτι, δεν έχεις ιδέα πόσο υπέφερα όλο αυτό το διάστημα Έλλη!».

Έφερε τα χέρια στο πρόσωπο και έτριψε δυνατά τα μάτια του. Πρώτη φορά τον έβλεπα σε τέτοια κατάσταση, πρώτη φορά τον έβλεπα να χάνει την ψυχραιμία του. Τον φοβόμουν. Τον φοβόμουν γιατί φαινόταν απελπισμένος, και θα μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε τρέλα. Τα πόδια μου δεν σταμάτησαν λεπτό να τρέμουν και αναγκάστηκα να καθίσω στο κρεβάτι κρατώντας πάντα πάνω μου το παιδί.

«Με πρόδωσες!» του επιτέθηκα χωρίς να απαντήσω στις ερωτήσεις του. Χωρίς να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί από τα λόγια του.

«Σε παρακαλώ Μάθιου» χαμήλωσα την ένταση της φωνής μου. «Σε παρακαλώ, πες πως δεν με βρήκες ποτέ, πες πως δεν υπήρξα ποτέ στην ζωή σου, άσε με ήσυχη, άσε με να μεγαλώσω το παιδί μου ήρεμη» προσπάθησα να τον μεταπείσω μα οι προσπάθειές μου ήταν άκαρπες.

Κούνησε και πάλι το κεφάλι αρνητικά και με πλησίασε λίγο ακόμα απλώνοντας τα χέρια προς την πλευρά μου.

«Αυτό που μου ζητάς ξέχασέ το» είπε ψυχρά. «Θέλω να τον πάρω αγκαλιά... Μπορώ;»

«Φύγε»

«Όχι»

«Είσαι παντρεμένος Μάθιου;» η ερώτηση βγήκε από τα χείλη μου πριν σκεφτώ. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, θόλωσε η όρασή μου μα τον είδα που τράβηξε τα χέρια του από κοντά μου, τον είδα να σκοτεινιάζει πάλι, τον είδα να γνέφει θετικά.

«Ναι Έλλη... είμαι»

«Φύγε από το σπίτι μου Μάθιου, δεν σε θέλω εδώ, δεν θέλω να σε ξέρω πια, φύγε!» τα δάκρυα δεν σταμάτησαν να τρέχουν στο πρόσωπό μου, δεν έκανα καμία κίνηση να τα σταματήσω, δεν έκανα καμία κίνηση να τον απομακρύνω όταν γονάτισε μπροστά μου και έβαλε τα χέρια του γύρω από την μέση μου. Το κεφάλι του ακούμπησε στην κοιλιά μου, τα χέρια του με αγκάλιασαν, αγκάλιασαν και το παιδί.

Ποτέ δεν ένιωσα πιο κουρασμένη. Ποτέ δεν ένιωσα πιο παραιτημένη από την ζωή. Η θετική απάντηση στην ερώτηση που του έκανα τα διέλυσε όλα. Γκρέμισε τα πάντα... Κυρίως την ελπίδα που σιγόκαιγε μέσα μου ότι ίσως εκείνη η γυναίκα να μου είχε πει ψέματα. Τα ερείπια του ερωτά μου έγιναν πλέον στάχτη και σκορπίστηκαν στον άνεμο. 

Το λάθοςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora