" ΤΖΟΟΟΟΝΑΘΑΑΑΑΝ " Βροντοφωναξε ο Μάρκο και το σώμα του Τζόναθαν γυρησε προς την μεριά του ήχου δίχως να σταματήσει να τρέχει . " ΠΙΑΣΕ ΤΗΝ ΣΚΥΤΆΛΗ " Η ξύλινη σκυτάλη βρέθηκε να αιωρείται στον αέρα προς τα ανοιχτά χέρια του Τζόναθαν. Έτρεχε σαν φάντασμα , χανόταν σαν σκιά , τον έβλεπες σαν μαύρο καπνό. Ομαδες μαθητών είχαν χωριστεί οι οποίες θα περνούσαν από διάφορες δοκιμασίες . Η νικήτρια ομάδα θα είχε μία μυστική συνάντηση με τους αρχηγούς της βάσεις. Κανείς δεν ήξερε τον σκοπο των πραγμάτων. Πάντως ένα ήταν σίγουρο, ήταν σημαντικό, ίσως ήταν εισητήριο για την ελευθερία τους, Σκευτηκε αισιόδοξα ο Μάρκο και αμέσως αυτό το χαμόγελο του φωτεισε τον χώρο.
Το σώμα του Τζόναθαν συνέχισε να αποφεύγει όλα τα εμπόδια και τελικά βγήκε νικητής. Ήταν το τελευταίο άθλημα. Ποιος θα επερνε την σκυτάλη στο τέρμα πρώτος, δεν υπήρχαν κανωνες
Ο πόλεμος και τα όπλα ήταν δεχτα. Αν παιθενες είναι απλό, έχανες. Και σε πετούσαν στο χιόνι , άταφο , ακλαφτο. Μα ο Τζόναθαν όχι μόνο έζησε , βγήκε νικητής. Και μόλις το συνειδητοποίησε ένα πλατύ χαμόγελο στόλισε το πρωσωπο του, τα μελαχρινα του μάτια γυαλησαν Ευτηχισμενα. Δεν χαμογελούσε εύκολα. Η εξάντληση εξαπλώθηκε στο σώμα του μόλις η αδρεναλίνη έσβησε . Τα αδύνατα πόδια του λυγησαν και έπεσε με τα γόνατα στο έδαφος οι παλάμες του αγκιξαν το παγωμένο χαλίκι καθως το στήθος του ανεβοκατεβαίνε προσπαθώντας να ανακτήσει το οξυγόνο του. Ζητοκραυγασματα από τους άλλους εννιά της ομάδας του , του έδωσαν την δύναμη να σταθεί ίσιος.
Έσβησε το πλατύ του χαμόγελο πριν γυρίσει να αντικρίσει τους υπόλοιπους, την θέση του πήρε ενα στραβό πονηρό μισοχαμογελο και ένα έντονο ύφος στα σκοτεινά του μάτια , γυρησε και σήκωσε το χέρι χαιρετώντας τεμπέλικα τους συμπαίκτες του , το βλέμμα του μάρκο τον κοιτούσε γεμάτο περηφάνια .Τους πανηγυρισμούς τους διεκοψαν δυναμικά βήματα και ένα αργό χειροκρότημα...
" Λοιπόν, Συγχαρητήρια. Η νικήτρια ομάδα των δέκα που θα λάβουν μία ξεχωριστή προσφορά. "
Τα σώματα των δέκα είχαν σταθεί ισια μπροστά από τον μαυροφορεμένο μεσήλικα που μόλις είχε μπεί στο δωμάτιο, τα μαλλιά του γκριζαρισμενα , τα μάτια του γερασμένα αν και ο ίδιος δεν θα ήταν πάνω από 45. Το ύφος μέσα σαυτα τα μάτια μαρτυρούσε θάνατο , κακές διαθέσεις, αθωότητα πουθενά. Μία βαθιά χαρακιά περνούσε κάθετα μπροστά σε ένα από αυτά τα μάτια. Τους κοίταξε όλους έναν, έναν , από την κορυφή ως τα νυχια. Τους ανέλυσε , κάθε σπιθαμή τους.
Φάνηκε ευχαριστημένος καθώς κουνούσε το κεφάλι του ελαφρα με κατάφαση." Ξεκουραστητε, απόψε. Αύριο είναι η μεγάλη σας μέρα." Τους έριξε ένα στραβο χαμόγελο απ αυτά που σε κάνουν να ανατριχιαζεις , σχεδόν να τρομάζεις , και έφυγε.
Ησιχια απλώθηκε , δεν ακούστηκε ούτε μία καληνύχτα καθώς όλοι τραβηξανε δρόμο προς τα δωμάτια τους.