Η μέρα ήταν βροχερή και σκοτεινή . Καταχείμωνο. Κλειδώθηκανε όλοι στην σχολή και όλα τα παραθύρια έκλεισαν , ουρανός δε φαινόταν από πουθενά . Η καταιγίδα είχε κόψει τον ηλεκτρισμό , η ροζαλιν μουδιασμενη άναψε τα κεριά και κάθισε κοντά τους , ένα συναίσθημα βάρους κατεκλεισε το σώμα της και την άφησε εκεί, ακίνητη . Τα μάτια της είχαν πέσει στο κλειστό παράθυρο όπου ήταν αδύνατο να δεις ουρανό , κοιτούσε σαν να παρακαλάει για αέρα μα δεν μπορούσε να σηκωθεί . Το 'βάρος' την κρατούσε πίσω.
Κανεις δεν την έψαξε σήμερα κανένας ' φίλος ' δεν της μιλησε . Ούτε καν η Τζέσικα που ισχυρίζεται πως την αγαπάει τοοοοσο. Της ελυπαν κάποιοι άνθρωποι πουχε αφήσει πίσω στο χωριό στο οποίο ζουσε πριν τη σχολη , αθρώποι γεμάτοι ζεστασιά και γλυκά βλέμματα ολο αλήθεια . Εδώ, στη μεγάλη πόλη όλοι ήταν ψεύτικοι .
Ο ήχος του κλειδιού στη πόρτα την έκανε να βγει από τις σκέψεις της , η πόρτα άνοιξε τριζωντας και μέσα μπήκε ο Τζόναθαν , βρεγμένος από την βροχή . Τα μελαχρινα μαλλιά του σκούριναν περισσότερο καθώς το νερό τα έλουσε και έπεσαν ίσια στο μέτωπο του. Έβγαλε ένα αναστεναγμό από το κρύο και οταν η ζεστή ανάσα του άγγιξε τον κρύο αέρα βγήκε από το στόμα του σαν απαλός καπνός .
Ένιωσε την παρουσία του μα δεν έβγαλε τα κουρασμένα μάτια της από το παράθυρο .
Κοντοσταθηκε στην πόρτα , την κοιτούσε παραξενεμένος , σα να κατάλαβε το πρόβλημα αμέσως , κοιτώντας μία εκείνη και μία το κλειστό παράθυρο . Προχώρησε προς το παράθυρο και σηκώνοντας τον συρτη το άνοιξε . Γυρησε και την κοίταξε στα μάτια με ένα χαλαρό βλέμμα κατανόησης .Την πνίγει το δωμάτιο ... κοιτώντας την κουρασμένη σπίθα στα μάτια της θυμήθηκα τον εαυτό μου , πάθαινα το ίδιο κάποτε όταν ήμουν δόκιμος στη βάση . Ο Μάρκο αναγνωριζε αυτό το βλέμμα από χιλλιομετρα , μόλις με έβλεπε ήξερε ακριβώς τι να κάνει . Δε γινόταν ούτε μια ανταλλαγή κουβέντας. Με πλησίαζε , με τραβούσε απ το γιακά για να σηκωθώ και με το ζόρι με έβγαζε έξω , με ανέβαζε από σκάλες και πατάρια ώστε να περάσουμε στο μυστικό του κρυσφήγετο , πάνω στη ταράτσα . Με καθιζε κατω και με κοιτούσε ανοιπομονα καθώς ανεσενα τον καθαρό αέρα . Άφηνα τον αέρα να γεμίσει τα πνευμονια μου και να διώξει το βάρος. Όταν το ύφος στα μάτια μου αλλαζε , τοτε μονο εκείνος χαλαρώνε και ξεκινούσε να μιλάει και να πλακίζεται. Και με έβγαζε μαυτο το τροπο εξω απο το δηλητηριασμένο μυαλο μου .Πάντα ήξερε τι να κάνει .....Πρώτη φορά βλέπω ανθρωπο με το ίδιο βλέμμα.
Δίπλα απ το παράθυρο είχε την επίσεις κλειστή μπαλκονόπορτα . Τράβηξε της βαριές κουρτίνες αφήνωντας το φεγγαροφως να λάμψει στα τζαμια , άνοιξε την πόρτα και ενα κρύο ρεύμα γέμισε τα σώματα τους , τα χάιδεψε καθώς πέρασε και χάθηκε . Στάθηκε μπροστά της και πιάνοντας το χέρι της την έκανε να σηκωθεί . Την οδηγούσε έξω καθώς τα χέρια του άρπαξαν μία κόκκινη , σά τη φωτιά , κουβέρτα . Η βροχή είχε κοπάσει , μονάχα μία ελαφριά ψιχάλα έπεφτε από τα σύννεφα .
Η ροζαλιν ανέβασε το βλέμμα της στα ουράνια . Ευθείς τα σύννεφα γύρω από το φεγγάρι δυαληθηκαν και η πανσέληνος φωτεισε τα μάτια της και ελάφρυνε τη ψυχή της .
Ένα σχεδόν παιδικό χαμόγελο φαναιρωσε τα λευκα δόντια της , για μία στιγμή το χαμόγελο έσβησε καθώς ξαφνιασμένη ένιωσε το στερνο του να ακουμπά στην πλάτη της μα επέστρεψε πίσω στα χείλη της μόλις ο κρύος αέρας έσπρωξε της σταγόνες της βροχής στο πρόσωπο τηςΤοτε , εκείνος, Έπιασε την κόκκινη κουβέρτα και την πέρασε γύρω της , την εσφιξε πάνω της και εκεί έμειναν τα χέρια του για αρκετή ώρα καθώς κοιτούσαν και οι δύο τον ουρανό , το πρόσωπο της γύρισε απαλά να τον αντικρίσει , το χαμόγελο της είχε φωτίσει τα μάτια του, σηκώθηκε στης μύτες της απαλά και του έδωσε ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο .
- Σε ευχαριστώ γιαυτό . Πως το καταλαβες ?
Εκανε μία αδιάφορη κινηση με τα χέρια του και την οδήγησε πισω στο δωμάτιο. Του ήταν δύσκολο να την κοιτάξει στα μάτια ή να της μιλήσει . Οι κουβέντες που αντάλλαζαν ήταν σπάνιες .
Ένα μύνημα χτύπησε στο κινητό του , την άφησε να γυροφερνει χάρουμενη στο δωμάτιο και πήγε σε μία σκοτεινή γωνιά μακριά της .- Γιατί αργεις ?
- Δεν είναι τοσο εύκολο! Το μέρος είναι πολυπληθεστερο . Θέλω κιαλλο χρόνο...