Γύρισαν ολοι στα δωμάτια τους , και το πλάνο σταματάει στο μικρο δωμάτιο των Μαρκο και Τζοναθαν , όπου ειχαν ξαπλώσει ησυχα στα διπλανά κρεβάτια τους και κοιτούσαν το σκοτάδι . Έπρεπε να κοιμούνται μα κανείς τους δεν μπορούσε να κλείσει μάτι .
" Τζοναθαν ; Είσαι ξύπνιος ; "" Όχι , μιλάς με τον τηλεφωνητή μου , ξαναπροσπάθα αύριο "
"... Τζοναθαν , που πιστεύεις ότι μπλεξαμε τους εαυτους μας ? "
" Χμμ... Φαντάζομαι σε κάποιου είδους διαβάθμιση . Όλη μας την ζωή την έχουμε περάσει μεσα σαυτους τους τοίχους , όλη μας την ζωή εκπαιδευόμενοι . Ήρθε ή ώρα να τους δείξουμε τι μπορούμε να κάνουμε "
" Όλη μας την ζωη ... Εδώ . Και θα βγούμε. Έξοδος , Τζοναθαν. Ελευθερία ." Το χαμόγελο επέστρεψε στο λευκό πρόσωπο του , και σκέψεις ευτυχίας πλημμύρισαν το μυαλό του .
" Ναι, Μάρκο , γλυκιά ελεύθερια ..." Μέσα απ το σκοτάδι δεν φαινόταν ή τρομαγμένη έκφραση του Τζοναθαν , και εκριβε την φρίκη καλά από την φωνή του . Τα σωθικά του έκαιγαν , συναγερμός σε όλο του το σώμα . Ένα κακό προεσθημα που προσπαθούσε να διώξει .
Ο μάρκο ανασηκωσε το σώμα του στο κρεβάτι απότομα και πήρε τον λόγο
" Πιστεύεις πως μία μέρα θα τα βάλουμε όλα αυτά πίσω μας ? Όλα σε ένα σάκο με πέτρες τον οποίο θα πετάξω στον πιο βαθύ ωκεανό , να χαθεί για πάντα ."
" Όταν λες όλα? Εννοείς ? - "
" Το αίμα που έχει σταμπωσει τα χέρια μου, της τύψεις , την αρρώστια μου που έχω στο μυαλό μου και ζητάει στο κορμί μου να σπείρει τον θάνατο . "
" Και τι ζωή θες να ζήσεις ? Αυτή με τα κυριακάτικα μπάρμπεκιου και την δουλειά γραφείου ? "
" Ναι , θα πάω στην Ισπανία , στην αγορά θα γνωρίσω μία μελαχρινή , μελαμψη κοπέλα με μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά , θα μου χαμογελάσει με τα κόκκινα της χείλη και εγώ θα ξέρω αμέσως πως είναι ή γυναίκα των ονείρων μου . Θα την παντρευτώ , θα την αγαπώ , θα μαγειρευουμε μαζί, θα μάθω την γλώσσα της θα ασπαστω την θρησκεία της , θα αφήνω το άγγιγμα της στο κορμί μου να μου δέσει της πληγές . Θα μου χαρίσει δύο διδιμακια , τον Χουαν και την Χουανίτα . Και μία μέρα ή Χουανίτα με την σειρά της θα μου χαρίσει ένα εγγονάκι , τον Μάρκο τζουνιορ . "
" Και ο Χουαν ;"
" Ο Χουαν θα ταξιδέψει όλο τον κόσμο , θα γνωρίζει ανθρώπους και καταστάσεις δίχως δεσμεύσεις , θα γελάσει και θα κλάψει στο πλάι πολλών , θανε ελεύθερο πνεύμα σαν τον θείο του "
" Τον θείο του ?"
" Εσένα "
Ο Τζοναθαν γυρησε το κεφάλι του προς τον Μάρκο , και εφόσον , μέσα απ το σκοτάδι , δεν μπορούσε να τον δει του χαμογέλασε .
" Μμμμμμ , αυτή ή ζωή που θες , μου ακούγεται κάπως ... Ανιαρή . "
" Γαλήνια ... Όχι ανιαρή . "
" Καληνύχτα , βλακα . "
" Καληνύχτα, ηλιθιε ... "