κεφ:16

465 109 18
                                    

Μάνος

"Τι κάνεις έτσι ρε ηρέμησε",ο Ντάντε με χτύπησε στην πλάτη κοροϊδεύοντας με για το τρέμουλο που είχα.

"Πως έτσι δηλαδή?",απάντησα σμίγοντας τα φρύδια μου.

"Σαν πρωτάρης ρε μαλάκα. Μία γκόμενα είναι που θα την πληρώσεις να σου κάνει παρέα. Δεν είναι δα και η μέλλουσα γυναίκα σου",μου ανακάτεψε τα μαλλιά και έτρεξε στην άλλη μεριά του δωματίου να αποφύγει την επιθετική μου διάθεση.

"Και γιατί έπρεπε να...νοικιάσω μία γκομενα για ένα επαγγελματικό δείπνο είπαμε?",συνέχισα τις ερωτήσεις αφού καταβάθος είχα μετανιώσει για αυτό.

"Είπαμε ρε φίλε,χτυπάει καλύτερα στο μάτι του πελάτη αν συνοδεύεσαι από μία όμορφη ύπαρξη. Σε βλέπει με άλλο μάτι. Άκουμε,γαμώτο κάτι ξέρω παραπάνω".

"Και πως είπαμε πως τη λένε?"

"Λιζ... Ναι, Λιζ σίγουρα μου είπε η Μπιάνκα".

"Και πόσο χρονών είναι?".

"Δεν της πήρα τα στοιχεία ρε. Γύρω στα είκοσι νομίζω".

"Αυτή είναι μωρό ρε. Τι κάθομαι και σ'ακουω",είπα νιώθοντας ακόμα πιο μετανιωμένος από πριν.

"Δεν σου πάμε να την πηδήξεις. Γέρο ε γέρο".

"Δεν είπες ότι οι σχέσεις μας περιορίζονται στο δείπνο και τέλος? Εσύ αυτή τη Μπιάνκα την πηδάς?"

"Εγώ... Άσε με εμένα. Εσύ κάνε όπως γουστάρεις. Έλα πάμε θα έχουν φτάσει τα κορίτσια στη ρεσεψιόν δεν λέει να τις στήσουμε".

Μπαίνοντας στο ασανσέρ η καρδιά μου χτυπούσε περιέργως δυνατά. Σχεδόν μπορούσα να την ακούσω.
Είχε δίκιο ο Ντάντε έκανα σαν πρωτάρης και δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο. Δεν ήμουν δα κανά μωρό 31 χρονών άντρας και με ού και λίγες κατακτήσεις στο βιογραφικό μου.

Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και προχωρήσαμε προς το λόμπι του ξενοδοχείου που είχε δωθεί το ραντεβού.
Ήταν εκεί γυρισμένες πλάτη. Η μία φορούσε ένα φόρεμα σούπερ μίνι,ίσα που κάλυπτε τον κώλο της,ενώ η άλλη μία μακρυά μπορντό τουαλέτα με άνοιγμα στην πλάτη που διέγραφε κάθε σπιθαμή του καλλιγραμμου κορμιού της.

" Μio bambino....,φώναξε ο Ντάντε κι η γκόμενα με το σούπερ μίνι γύρισε και τον αγκάλιασε. Κοιτούσα αμήχανα τα παπούτσια μου και δεν πρόσεξα την άλλη κοπέλα που είχε γυρίσει επίσεις και ικέτευε αμήχανα  έναν βλέμμα μου.

"Η φίλη μου η Λιζ",είπε η Μπιάνκα αναγκάζοντας με να σηκώσω το κεφάλι να την κοιτάξω.
Η ομορφιά της με αφόπλισε. Τα μάγουλά της είχαν βαφτεί κόκκινα και δεν ήταν απ' το ρουζ που δεν είμαι καν σίγουρος αν είχε βάλει.
Ήταν βαμμένη ελάχιστα,λίγη μάσκαρα που τόνιζε τα απίστευτα γκριζοπράσινα μάτια της και φυσικό κραγιόν στα σαρκώδη χείλη της.

ΌΝΕΙΡΑ ΜΕΤΑΞΙWhere stories live. Discover now