κεφ:17

480 111 51
                                    

Ένιωσε την παρουσία της δίπλα του. Γύρισε και την αντίκρυσε να στέκεται απέναντί του, με εκείνα τα γκριζοπράσινα μάτια που είχαν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη του.

Τότε το βλέμμα της ήταν αθώο,
το βλέμμα ενός κοριτσιού,ενώ τώρα είχε απέναντί του μία γυναίκα. Μια γυναίκα μοναδικά γοητευτική.

"Ήρθα μονάχα γιατί πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα",του είπε μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα και θέτοντας τα όρια από την αρχή.

"Μου έλειψες",απάντησε εκείνος γιατί ήταν η μόνη λέξη που υπήρχε στο μυαλό του κοιτάζοντας τη.

Έσκυψε το κεφάλι και αναστέναξε. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί κι εκείνης της είχε λείψει.
Τέσσερα χρόνια έκανε να τον βγάλει από μεσά της. Η παρουσία του είχε καταλάβει το σώμα της.
Τα δυσκολότερα τέσσερα χρόνια της ζωής της.
Πάλεψε με τον εαυτό της σκληρά για να μην τρέξει πίσω σ'αυτον. Για να μην σηκώσει το τηλέφωνο να σχηματίσει τον αριθμό του. Για να μην μπει στον πειρασμό να ακούσει τη φωνή του.
Στο κορμί της είχαν χαραχτεί τα χάδια του και τα φιλιά του. Στα αυτιά της ηχούσε ο χτύπος της καρδιάς του, το θρόισμα των μαλλιών της όταν έπεφτε πάνω τους η ανάσα του.
Πόσο ερωτευμένη ήταν μαζί του Θεέ μου. Στα τέσσερα χρόνια δεν το 'χε καταλάβει τόσο όσο τώρα που τον είδε ξανά.

Και τώρα τον είχε μπροστά της, τον άνθρωπο της, το άλλο της μισό.
Άρχισε να τρέμει,ένα κλάμα βουβό τράνταζε το κορμί της.
"Γιατί ήρθες? Γιατί τώρα? Γιατί έτσι?",έτρεξε κοντά της κλείνοντας τη στην αγκαλιά του ενώ εκείνη άφηνε το λυγμό της να εκτονωθεί ακουμπισμένη στο στήθος του.
Χάιδευε τα μαλλιά της και τα φιλούσε και μετά φίλησε τα μάτια της, σκουπίζοντας με τα χείλη του τα δάκρυα της .
"Όχι... μη...",πρόλαβε να πει πριν φτάσει στα χείλη της,μα ήταν αργά.
Σφράγισε το στόμα της με το δικό του κόβωντας την ανάσα της.
Πέθαινε κι εκείνη ήταν η φιάλη οξυγόνου του.
Έβαλε τα χέρια στο στήθος του και και με όση δύναμη της είχε απομείνει τον έσπρωξε μακριά της.

"Όχι...",φώναξε πιο δυνατά κι αποφασιστικά από πριν.
"Παντρευεσαι την Ανθή σε οχτώ μέρες κι εγώ αγαπάω τον Αντρέα".

"Λες ψέματα...",φώναξε τόσο δυνατά   κι εκείνος,κάνοντας το στήθος του να πονέσει.
"Λες πως τον αγαπάς όμως εγώ άλλο βλέπω στα μάτια σου".

"Ότι συνέβει ανήκει στο παρελθόν. Η Ανθή....",πέρασε τα δάχτυλα μέσα απ' τα μαλλιά του. Το πρόσωπό του είχε σκληρήνει χάνοντας την γοητεία του.

"Δεν την αγαπώ...Προσπάθησα να φτιάξω τη ζωή μου παναθεμα σε. Μια ύστατη προσπάθεια να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Να με κάνω ευτυχισμένο ξανά.
Έφυγες και πέθανα",η εξομολόγηση του,η αποκάλυψη της αλήθειας του,μιας αλήθειας που εκείνη δεν έμαθε ποτέ,την αφόπλισε.

"Η Ανθή θα πεθάνει. Δεν μπορείς να της το κάνεις αυτό. Δεν θα σε αφήσω".

"Κοίταμε. Κοίταμε γαμώτο κοίταμε..."έπιασε το σαγόνι της αναγκάζοντας τη να τον κοιτάξει. "Αν την παντρευτώ θα είναι δυστυχισμένη κι εγώ νεκρός για άλλη μία φορά. Αυτό θες?".

"Θέλω να μην είμαι εγώ η αιτία της δυστυχίας της...".

"Αν...Φύγεις ξανά, θα τα πω όλα", της ειπε.

Ένιωσε το στήθος της να βράζει από θυμό.

"Έτσι ήσουν πάντα. Εγωιστής. Γι' αυτό έφυγα. Έτρεξα μακριά σου να σωθώ. Ήσουν τόσο εγωιστής που για έναν ολόκληρο χρόνο μετά από κάθε συνάντηση έβγαζες το πορτοφόλι και μου άφηνες λεφτά στο κομοδίνο. Δεν ήμουν ποτέ αυτό που πίστευες. Ο εγωισμός σου δεν σε άφηνε να με δεις σαν κάτι παραπάνω από....
Νόμιζες πως με τα λεφτά σου μπορούσες να  με κρατήσεις κοντά σου για πάντα. Μόνο που δεν είχες δει πως το μόνο αίσθημα που μου άφηνες κάθε φορά που έφευγες, ήταν αυτό της πόρνης".

Το χέρι του έπεσε με δύναμη στο πρόσωπό της κάνοντας το μάγουλό της να πάρει φωτιά.
Αμέσως μετάνιωσε κι έκανε να την αγκαλιάσει όμως εκείνη σήκωσε τοίχος ανάμεσα τους τείνοντας τα χέρια της μπροστά.

"Μην-το-ξαναπείς-αυτο. Δεν σε είδα ποτέ έτσι. Ποτέ",ήταν η στιγμή που ήρθε αντιμέτωπος με την πραγματική αιτία της φυγής της κι αυτό τον έκανε κομμάτια.

"Αυτή είναι η αλήθεια κι η αλήθεια πονάει, σωστά?",ούρλιαξε στο πρόσωπό του.

Ένιωθε το χρόνο του μαζί της να τελειώνει. Την έβλεπε να χάνεται και πάλι από κοντά του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Πώς να την κρατήσει κοντά του αυτή τη φορά.
Κι ήταν κι η Ανθή. Ήταν γλυκιά μα δεν την αγαπούσε. Κι εκείνη απελπισμένη γατζώθηκε πάνω του σαν να ήταν αυτός η μοναδική σανίδα σωτηρίας της. Αυτός που θα την έβγαζε απ τη μίζερη ζωή της γεροντοκόρης που ζούσε όλα αυτά τα χρόνια. Να παντρευτεί ήθελε μονάχα η Ανθή και το ποιόν, δεν την ένοιαζε καθόλου. Έτυχε να είναι αυτός.

"Κανείς δεν θα μπορέσει να σ'αγαπησει όπως εγώ",είπε κι η φωνή του έσβησε απ' τον πόνο...

"Κανείς δεν θα μπορέσει να με πονέσει όπως εσύ"...Απάντησε  με τα δάκρυα να 'χουν στεγνώσει στα μάτια της.

"Μου λες αντίο?", εκλείσε τα μάτια και την πήρε αγκαλιά με τη σκέψη του..."θα στοιχιώσω τα όνειρα σου", της φώναξε κι ανοίγοντας τα μάτια την είδε να τρέχει μακριά του.

ΌΝΕΙΡΑ ΜΕΤΑΞΙWhere stories live. Discover now