κεφ:22

438 110 60
                                    

Άρχισε να γυρίζει στο νησί χωρίς προορισμό μέχρι που τα βήματα της ,χωρίς να το καταλάβει,την έφεραν στο μαγαζί της Ανθής.

"Γεια...",της είπε μπαίνοντας μέσα κοιτάζοντας σαν χαμένη.

"Φαιδράκι, έλα πως ήταν αυτό?",τη πλησίασε και τη φίλησε απαλά ενώ τράβηξε μια καρέκλα για να κάτσει.

"Ανθή....".

"Είσαι καλά μικρό μου? Να παραγγείλω  κάτι να πιεις?",το βλέμμα της, που κοίταζε το κενό ανησύχησαν την Ανθή. Πήρε μια καρέκλα και έκατσε πλάι της.

"Ανθή τον αγαπάς το Μάνο?",έπιασε τα χέρια της στα δικά της και την κοίταξε στα μάτια.

"Τι είναι πάλι αυτό? Νομίζω πως με έχεις ξαναρωτησει Φαίδρα μου. Τον αγαπώ. Πολύ",της απάντησε όμως καταλάβαινε πως για άλλο λόγο γινόταν αυτή η συζήτηση.

"Κι αν, αν μάθαινες πως εκείνος δεν νιώθει το ίδιο θα ακύρωνες το γάμο?".

Η Ανθή πετάχτηκε απ την καρέκλα της και την κοίταξε.

"Τι προσπαθείς να μου πεις? Ξέρεις κάτι που δεν το ξέρω εγώ? Ο Μάνος με αγαπά,μου το χει πει πολλές φορές. Εκείνος θέλησε να παντρευτούμε. Θέλει να κάνουμε παιδιά, οικογένεια. Μια μεγάλη  οικογένεια".

Τι άλλο ήθελε να ακούσει. Οι δύο τους πριν εμφανιστεί εκείνη έκαναν όνειρα. Όνειρα για μια ολόκληρη ζωή.

"Δεν θα έρθω στο γάμο σου Ανθή. Πρέπει να φύγω,να φύγουμε με τον Αντρέα. Συγχώρεσε με".

Τη φίλησε σφίγγοντας τη πάνω της και έφυγε τρέχοντας απ' το μαγαζί για το σπίτι.

Η Ανθή δεν μίλησε  ούτε έκανε να τη σταματήσει. Κάτι έκρυβαν τα λόγια της,όμως δεν ήξερε αν ήθελε να μάθει.
Κι αυτή η συγχώρεση που ζήτησε στο τέλος. Δεν ήξερε αν ήταν γιατί δεν θα ερχόταν στο γάμο ή για κάτι άλλο, πιο σοβαρό.
Ούτε αυτό θα το έψαχνε όμως. Ήθελε να κυνηγήσει την ευτυχία της όσο τίποτα άλλο.

Έφτασε στο σπίτι κι άρχισε να μαζεύει τα ρούχα της.
Η Ηρώ δεν ρώτησε πολλά κι έκανε το ίδιο ενώ ο Αντρέας νιώθοντας μέσα του πως κάτι συμβαίνει δεν έφερε καμία αντίρρηση.

"Πώς θα φύγεις τι εννοείς? Κι ο γάμος?",η Έλλη είχε μείνει άφωνη με την ξαφνική απόφαση της αδερφής της.

" Μίλησα με την Ανθή. Είναι η δουλειά δεν μπορεί να περιμένει. Λυπάμαι ".

Μονάχα η Αγγελίνα είχε καταλάβει πως η κόρη της το έσκαγε σαν το κλέφτη απ το νησί. Το γιατί δεν το ήξερε,όμως το ένιωθε η καρδιά της πως κάτι συμβαίνει. Ζήτημα καρδιάς ήταν και ευχόταν η φυγή της να ήταν για καλό.

Έφυγαν με το απογευματινό καράβι, αποχαιρετώντας τους όλους. Ένιωθε ένα κενό μέσα της,σαν να άφηνε ένα μέρος του εαυτού της στο νησί. Όπως τότε στη Φλωρεντία.

_

Όλα είχαν γυρίσει στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς. Ο Αντρέας στο εστιατόριο με νέες ιδέες και η Φαίδρα στο γραφείο. Η Ηρώ είχε φύγει λίγες μέρες για να δει τους γονείς της που είχαν μετακομίσει μόνιμα στην επαρχία τα τελευταία χρόνια.

Μια βδομάδα είχε περάσει και δεν είχε επικοινωνήσει καθόλου με τους δικούς της. Ούτε τους γονείς της ούτε και την Έλλη.

Ο γάμος θα είχε γίνει και όλα θα έμεναν εκεί σε εκείνο το μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου, μεταξύ τους για ακόμα μια φορά.

Το πρότζεκτ του Ανανιάδη είχε εγκριθεί και η ανακαίνιση είχε ξεκινήσει είκοσι μέρες νωρίτερα.
Ήταν ενθουσιασμένη και δεν έλειπε μέρα που να μην επισκεφτεί το σπίτι να δει πως προχωρούν τα πράγματα.

Στο σπίτι απ την άλλη υπήρχε μια παγομαρα. Δεν της ήταν εύκολο μετά από ότι είχε κάνει στο νησί.
Ενοχές ανακατεμένες με άλλα συναισθήματα που ερχόντουσαν σε αντίθεση.
Μια πάλη γινόταν μέσα της καθημερινά.
Κοιτούσε το δάχτυλο της που κοσμούσε το μονόπετρο του Αντρέα και ένιωθε συγκίνηση, μα όταν ερχόταν απροσκλητα στο νου της εκείνος όλα χάνονταν. Και εκείνη χανόταν μες στη θύελλα των συναισθημάτων που έτρεφε για αυτόν τον άντρα.

Πόσα βράδια έμενε ξύπνια να χαζεύει δίπλα της τον Αντρέα και πάλευε να δώσει μια απάντηση στον εαυτό της για το τι νιώθει πραγματικά γι'αυτόν.
Όμως απάντηση δεν είχε. Όχι σίγουρη απάντηση τουλάχιστον. Γιατί ενώ έλεγε πως τον αγαπά, πέθαινε κάθε που σκεφτόταν τον Μάνο αγκαλιά με την Ανθή και στα δάχτυλα τους οι βέρες, να δηλώνουν την ένωσή τους.

Ήταν Κυριακή και όπως κάθε βδομάδα τέτοια μέρα είχε καθαριότητα.
Έβαλε δυνατή μουσική στο ράδιο,φόρεσε και ένα σορτσάκι με μια μπλούζα του Αντρέα και άρχισε τις δουλειές.

"Μμμ, ενδιαφέρουσα η εικόνα που παρουσιάζεται κυρία μου".

Ο Αντρέας καθόταν και τη χαζευε να καθαρίζει τα έπιπλα πότε σκύβοντας από δω πότε από κει.
Γέλασε με το σχόλιο του και παίζοντας τη θιγμένη του πέταξε το ξεσκονόπανο.

"Α! Τα θέλει ο κωλος σου",της φώναξε κι άρχισε να την κυνηγά γύρω απ το σαλόνι ,κι εκείνη φώναζε κάθε φορά που έκανε να την φτάσει.
Την έπιασε κάποια στιγμή και την πέταξε στον καναπέ πέφτοντας πάνω της φυλακίζοντας τη με το σώμα του.

Την κοίταζε στα μάτια χωρίς να μιλά,την παρατηρούσε μόνο.

"Σε χάνω ή σε έχω χάσει ήδη?",τη ρώτησε με ήρεμη σιγανή φωνή.

Δεν πρόλαβε να απαντήσει, το χτύπημα του τηλεφώνου τους διέκοψε απότομα.
Έφυγε από πάνω της αφού πρώτα της έδωσε το τηλέφωνο και μπήκε στην κουζίνα.

ΌΝΕΙΡΑ ΜΕΤΑΞΙHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin