κεφ:18

461 109 21
                                    

Η Ηρώ την περίμενε υπομονετικά στο σημείο που την είχε αφήσει αρχικά.
Βλέποντας το αυτοκίνητο από μακριά την είδε να χαλαρώνει εμφανώς.
Σταμάτησε και αφού μπήκε μέσα  η εικόνα της Φαίδρα  με τα μάτια πρησμένα απ'το κλάμα δεν της άρεσε καθόλου.
Δεν ήξερε τι να κάνει ούτε τι να πει,γι'αυτό προτίμησε τη σιωπή.
Λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι έκανε το αυτοκίνητο στην άκρη  και έσβησε τη μηχανή.
Έβαλε τα χέρια στο τιμόνι και έσκυψε πάνω το κεφάλι τής.
Η Ηρώ την  κοίταζε αμήχανα, και δική της θέση της ήταν δύσκολη.
Όσο και αν  αγαπούσε τη Φαίδρα ο  Αντρέας δεν έπαυε να είναι ξάδερφος της.

Ακούμπησε το χέρι της στην πλάτη της χαιδευοντας τη τρυφερά.
"Φαίδρα  μου...",η ανάσα της   συρτή βγήκε  απ' το στήθος της και σηκώνοντας το κεφάλι αυτο που αντίκρυσε  ήταν  ένα βλέμμα κενό και φοβισμένο.

"Φοβάμαι πως θα την αφήσει",είπε και έπεσε στην αγκαλιά της φίλης της. Μα πιο πολύ αυτό που φοβόμουν ήταν η αποκάλυψη της αλήθειας.

Η σκέψη της Ηρώς πήγε στην Ανθή. Ένιωσε να πονάει σε αυτήν τη σκέψη για την άλλη κοπέλα και μαζί της πονούσε κι εκείνη .
"Μπορεί...",έψαχνε να βρει τις σωστές λέξεις μα όλα στο μυαλό της ήταν μπερδεμένα. Απ' τη μία η Ανθή κι ο γάμος και απ' την άλλη ο Αντρέας.

Έκατσαν  λίγο εκεί χωρίς να μιλάνε και στο τέλος γυρίσανε  σπίτι.
Ο Αντρέας κοιμόταν ακόμα. Μπήκε στο μπάνιο κι έκανε ένα ντουζ. Να βγάλει ήθελε από πάνω της έστω κι αυτή την ελάχιστη επαφή που είχε μαζί του, πρωτού προλάβει να τη στοιχειώσει πάλι.

Γύρισε στο δωμάτιο και τον κοίταξε. Κοιμόταν ήσυχος  σαν να μην είχε έγνοιες να βασανίζουν το μυαλό του. Κοίταξε το δαχτυλίδι που στόλιζε το δάχτυλό της. Εκείνο που το πρωί της είχε περάσει ο Αντρίκος στην ωραιότερη πρόταση γάμου που θα μπορούσε να δεχτεί.
Έπαιξε λίγο μαζί του φέρνοντας το γύρω  στο δάχτυλο της  και ύστερα το έβγαλε ακουμπώντας το στο κομοδίνο.
Τον χαζεψε για λίγο  και σκύβοντας  άφησε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο του. Άνοιξε τα μάτια του αμυδρά και της χαμογέλασε ζεστά αντικρίζοντας τη.

"Σε ξύπνησα, συγνώμη", είπε μην έχοντας κάτι άλλο να πει.

"Τι έχεις εσύ?",ανασηκώθηκε στο κρεβάτι κι έκανε να ανάψει το φως.

"Μη...Μη τ' ανοίξεις", ξάπλωσε δίπλα του κι εκείνος τύλιξε  το χέρι  του ολόγυρα της τραβώντας τη κοντά του.
Εχωσε το κεφάλι του στα μαλλιά της ρουφώντας τη μυρωδιά της και τη φίλησε στο κεφάλι τρυφερά.

ΌΝΕΙΡΑ ΜΕΤΑΞΙWhere stories live. Discover now