κεφ:15

439 109 43
                                    

Μαζεύτηκαν όλοι στην ταβέρνα του Χαρίση.
Η Φαίδρα με τον Αντρέα ήρθαν λίγο αργότερα. Είχαν την ανάγκη να μείνουν μοναχοί μετά την πρόταση γάμου κι αφού ο Μιχάλης με την Αγγελίνα πήγαν στην αδερφή της δεύτερης για να πουν τα ευχάριστα νέα,το ζευγάρι απόλαυσε την μοναξιά του στο καινούριο δωμάτιο που ήδη τους είχε στρώσει η Αγγελίνα.

••

"Καλώς τους",φώναξε η Ανθή και σηκώθηκε να τους συγχαρεί.
"Κοίτα που αν δεν παντρευόμουν  σε μία βδομάδα το μικρό θα με πρόφταινε. Ελπίζω ο γάμος να γίνει στο νησί", πρόσθεσε ενώ τράβηξε τη Φαίδρα στην αγκαλιά της.
"Βιάζεσαι. Ένα ένα τα βήματα Ανθούλα",πέταξε ο Αντρέας.

Η ειρωνία της τύχης ή απλά η γκαντεμιά της,την έβαλαν να κάθεται ακριβώς δίπλα του.
Ανάμεσα από εκείνον και τον Αντρέα.
Κοίταξε για μία στιγμή την Ηρώ και το ύφος της την έκανε απο αμηχανία και μόνο, να θέλει να γελάσει.

Μιλούσαν και γελούσαν εκείνη όμως την περισσότερη ώρα ήταν αφηρημένη με εκείνον δίπλα της να είναι καρφωμένος την περισσότερη ώρα στο δάχτυλο της με το μονόπετρο.

Μόνο μία στιγμή που μιλούσαν ολοι μαζι κι η βοή ήταν μεγάλη, έσκυψε ελαφρώς προς το μέρος της και την ψιθύρισε,"θέλω να σε δω, μόνη",και της άφησε ένα χαρτάκι στο χέρι.
Δεν είδε τι ήταν. Το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού της σαστισμένη μη και τους δει κανείς και προσπάθησε να συμμετέχει στη συζήτηση, όσο μπορούσε τουλάχιστον , για να μη δώσει δικαιώματα.

Έφυγαν σχεδόν απόγευμα για το σπίτι. Ένιωθε κουρασμένη, ψυχολογικά περισσότερο παρά σωματικά.
Όλη αυτή η αναγκαστική επαφή μαζί του και με τον Αντρέα δίπλα της...Ένιωθε ενοχές απέναντι του. Μετά από δύο χρόνια που ήταν μαζί έπρεπε να κρύβει από εκείνον την αλήθεια. Μια αλήθεια που αν τη μάθαινε θα ήταν και το τέλος της σχέσης τους.
Όμως τόσα χρόνια δεν χρειάστηκε να μιλήσει για αυτό το κομμάτι της ζωής της.
Όταν έφυγε πίστευε πως όλα είχαν τελειώσει. Πως δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να μαθευτεί αφού μονάχα αυτή ήξερε.
Αν και τον πρώτο καιρό η Μπιάνκα της τηλεφωνούσε συνεχώς γιατί δεχόταν πιέσεις απ' τον Μανόλο,στο τέλος άλλαξε το τηλέφωνο της και όλα τέλειωσαν τόσο ξαφνικά όπως είχαν αρχίσει.
Τα επόμενα χρόνια καμία ενόχληση,κανένα νέο από εκείνον.
Η Φλωρεντία ανήκε στο παρελθόν.
Το καλά θαμμένο παρελθόν της.

Και μετά από κάποιες αποτυχημένες σχέσεις ήρθε ο Αντρέας.
Ο γλυκός της ο Αντρέας. Δεν άργησε να τον ερωτευτεί. Τον ερωτεύτηκε με την ψυχή της. Τόσο ευτυχισμένη όσο ήταν τα δύο τελευταία χρόνια μαζί του δεν υπήρξε ποτέ.
Και τώρα έπρεπε να κρύβεται και να του λέει ψέματα.

Έβγαλε το χαρτάκι απ' την τσέπη της. Είχε γραμμένο το τηλέφωνο του μονάχα.
Πήρε μία βαθιά ανάσα. Για το μόνο που χαιρόταν ήταν που το μοιραζόταν με κάποιον όλο αυτό.
Η Ηρώ ήταν δώρο ζωής εκείνη τη στιγμή.
Βγήκε στην αυλή και κοίταξε το χαρτάκι που είχε γραμμένο το τηλέφωνο.
Δεν έπαιρνε άλλη σκέψη. Πληκτρολόγησε τον αριθμό και κοίταξε γύρω της προσεκτικά να βεβαιωθεί πως ήταν μόνη.

"Si..",μία τόση δα λέξη και αναμνήσεις κατέκλυσαν το μυαλό της. Γλυκές,πικρές δεν μπορούσε να πει.
"Prego...",είπε πιο έντονα αυτή τη φορά.

"Ε-εγώ....",είπε μονάχα κι αυτό μέσα απ' τα δόντια της.
Άκουσε την ανάσα του να βγαίνει συρτή απ'το στόμα του.

"Σε μία ώρα στο εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα. Είναι στην άλλη πλευρά του νησιού. Το γνωρίζεις? Μπορείς?",η καρδιά της κόντευε να βγει απ' το στήθος της.
Η παρανομία δεν ήταν το καλύτερο της. Ούτε στα πιο απλά. Όπως τότε μικρές που την έβαζε η Έλλη να κλέβει τα αμυγδαλωτά απ' το σερβαν που τα έκρυβε η μάνα.
Με το που έλεγε η Αγγελίνα ποιος άνοιξε το σερβαν η Φαίδρα έβαζε τα κλάματα και αποκάλυπτε την αλήθεια,με την Έλλη να την απειλεί πως δεν πρόκειται να την  εμπιστευτεί ποτέ ξανά.

"Σε μία ώρα...",επανέλαβε κι εκείνος και το κλείσαν.
Τώρα έπρεπε να βρει μία καλή δικαιολογία για να λείψει χωρίς κανείς να υποψιαστεί κάτι.
Για μία ακόμη φορά η Ηρώ θα στεκόταν δίπλα της,θα της άπλωνε το χέρι και θα της πρόσφερε τη βοήθεια της.

Βγήκαν μαζί. Φρόντισαν να φύγουν αθόρυβα να μην της πάρει είδηση η Έλλη και θελήσει να τις ακολουθήσει.
Ο Αντρέας έπεσε να ξεκουραστεί να κοιμηθεί,αν και γκρίνιαξε λίγο που δεν θα έπεφτε μαζί του η Φαίδρα, η ανάγκη της  Ηρώς για βόλτα τον έκανε να υποχωρήσει.

Πήραν το αυτοκίνητο του πατέρα και έφυγαν για τον Αϊ Νικόλα.
Θα άφηνε την Ηρώ κάπου κοντά ενώ εκείνη θα συνέχιζε για να τον συναντήσει.

"Το κινητό σου να έχεις ανοιχτό και αν χρειαστείς κάτι,το οτιδήποτε,να με καλέσεις. Εντάξει?",η Ηρώ είχε μία ανεξήγητη ανησυχία που παραλίγο να  μεταδώσει και στην ίδια, όμως προσπάθησε να την ηρεμήσει για να ηρεμήσει κι η εκείνη περισσότερο.

"Ηρώ, δεν είναι επικίνδυνος. Μην ανησυχείς. Εσύ να προσέχεις. Θα σε πάρω να μου πεις που είσαι εντάξει?"

"Μην αργήσεις",τη πήρε μία σύντομη αγκαλιά και συνέχισε την πορεία της προς το εκκλησάκι.

Από μακριά τον ξεχώρισε. Καθόταν στο φρέσκο βαμμένο τοίχογύρισμα και αγνάντευε το πέλαγος.

Προχώρησε δειλά μα αποφασιστικά, να δώσει ένα τέλος στο αμαρτωλό παρελθόν, ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.

ΌΝΕΙΡΑ ΜΕΤΑΞΙDove le storie prendono vita. Scoprilo ora