Κεφάλαιο 4: Άφαντος ορίζοντας

347 38 8
                                    

Η ώρα περασμένες δύο και εκείνος σκάλιζε τα ξύλα που είχε ρίξει προηγουμένως στο τζάκι. Συνεχώς κοιτούσε το ρολόι του τοίχου, λες και οι δείκτες θα άρχιζαν να τρέχουν γρηγορότερα έτσι. Ο Γκάμπριελ βαριαναστέναξε και χτύπησε το χέρι του με μανία πάνω στο τραπεζάκι μπροστά του. Έβραζε. Ένιωθε την καρδιά του να προσπαθεί να βγει από το στέρνο του κάθε φορά που τα πνευμόνια του γέμιζαν με οξυγόνο. «Θα με πεθάνει αυτή η γυναίκα στο τέλος.» Σκέφτηκε όσο περνούσε τα δάχτυλά του μέσα απ' τα μαλλιά του.

Τα μάτια του κολλημένα στην φωτογραφία, στην άκρη του επίπλου. Το χαμόγελό της, τα χέρια του γύρω από την μέση της, όλα πρόδιδαν ένα πολύ ερωτευμένο, παθιασμένο θα έλεγε κανείς ζευγάρι. Χάθηκε για λίγο στις σκέψεις του αναπολώντας εκείνη την ημέρα. Η φωτογραφία ήταν αυθόρμητη πάνω στον ξέφρενο χορό τους, στην γιορτή των λουλουδιών στο Βουκουρέστι. Ήταν η χαρά του, o λόγος που χαμογελούσε κάθε λεπτό της ημέρας. Έτσι πίστευε πως θα κυλάει καθημερινά η ζωή τους, μέσα στην μουσική και την διασκέδαση. Όχι με εκείνον να την περιμένει μέσα στα άγρια μεσάνυχτα μόνο και μόνο για να μάθει πού ήταν.

Ο Γκάμπριελ δεν κατάλαβε ποτέ τι ήταν αυτό που απομάκρυνε τόσο πολύ την Έρικα από το πλευρό του. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως, στην πραγματικότητα, ο ίδιος του ο εαυτός ήταν ο λόγος. Δεν είχε μάθει να ανοίγεται σε κανέναν πριν την γνωρίσει, δεν ήξερε τι σημαίνει αγάπη. Πλέον όμως αυτή η αγάπη είχε μετατραπεί σε μια συνεργασία, ίσως εκμετάλλευσης και συμφερόντων. Και αυτή ήταν η πικρή αλήθεια∙ όσο και αν στήριζαν ο ένας τον άλλον, στο τέλος της ημέρας το μόνο πράγμα που κρατούσε ζωντανό το κρεβάτι τους ήταν τα συμφέροντα.

Ξάφνου, ο ήχος των κλειδιών ακούστηκε στην πόρτα και πριν η κοπέλα προλάβει να ανοίξει, ένα γυάλινο ποτήρι προσγειώθηκε με μανία δίπλα στα πόδια της βρέχοντάς την. Μία κραυγή βγήκε απ' το στόμα της ενώ έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω.

"Τι στο καλό;!" Φώναξε και βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Τράβηξε μηχανικά πιο κάτω το στενό ροζ, σατέν φόρεμα και έσφιξε γύρω της το παλτό που φορούσε. Ο τρόμος, όμως, δεν ήταν το κυρίαρχο συναίσθημά της, όσο και αν ένιωθε πως τα επόμενα θρύψαλα θα κόψουν το δέρμα της. Η απογοήτευση ήταν αυτή που κατέκλυσε το κορίτσι. "Ωραία υποδοχή, δεν καθόμουν καλύτερα στο κλαμπ;" Έκλεισε την μικροσκοπική τσάντα που κρατούσε και την κρέμασε στον καλόγερο.

"Τι κρύβεις εκεί; Άσε με να δω τώρα!" Απαίτησε εκείνος και την πλησίασε σε σημείο αναπνοής, αρπάζοντας το παγωμένο της πρόσωπο. Τα δάχτυλά του πίεσαν τα κόκκαλα του σαγονιού της τόσο, θαρρείς και θα το έσπαγε μονάχα με ένα του βλέμμα.

Η μαριονέτα του διαβόλου (ΥΠΟ ΔΙΌΡΘΩΣΗ)Where stories live. Discover now