Κεφάλαιο 1: Το τέλειο έγκλημα

558 57 42
                                    

Τα μάτια της άνοιξαν απότομα απ' τα επίμονα χτυπήματα στην πόρτα και τα γυμνά της πέλματα άγγιξαν το παγωμένο ξύλινο δάπεδο. Σηκώθηκε μονομιάς απ' το κρεβάτι και αναζήτησε, μέσα από τις λιγοστές ηλιαχτίδες που δραπέτευαν από το μισάνοιχτο πατζούρι, το πόμολο του παραθύρου.

Οι κατάλευκες κουρτίνες σταμάτησαν να ανεμίζουν και εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο παγωμένο τζάμι. Δεν θυμόταν να το ανοίγει το βράδυ και διάφορες σκέψεις κατέκλυσαν το μυαλό της, θολώνοντας την πραγματικότητα για ακόμα μια φορά.

Οι εφιάλτες της επέστρεψαν μετά από πολλά χρόνια και ήταν τώρα συχνότεροι από ποτέ. Η Ολίβια, αν και είχε συνηθίσει να βλέπει τους δαίμονες που την βασάνιζαν καθημερινά να παίρνουν μορφή τα βράδια, πλέον έβρισκε καταφύγιο στον κόσμο των ονείρων της.

Παρ' όλο που είχαν περάσει χρόνια απ' τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της, οι τελευταίες τους στιγμές δεν είχαν σταματήσει να εισχωρούν βίαια στους εφιάλτες της, να την στοιχειώνουν κάθε λεπτό που περνούσε.

Το μυαλό της ταξίδεψε για λίγο στην παιδική της ηλικία, τότε που η Ισαβέλλα της έμαθε να εκτιμά την αξία της οικογένειας, ώστε να μεγαλώσει «σαν σωστή Ιταλίδα», όπως συνήθιζε να λέει. Παρά τα χρήματα που είχαν στην διάθεσή τους, οι Μορέλλι ποτέ δεν θα άφηναν κάποια ξένη να μεγαλώσει την μονάκριβη κόρη τους.

Έτσι, λοιπόν, η Ολίβια έμαθε από μικρή να είναι ευγενική, φιλόξενη και, φυσικά, να τιμά την αξία της οικογένειας χωρίς ποτέ να αμφισβητεί τις πράξεις των γονιών της. Αν και ήταν πρόθυμη να προσπεράσει όλα τα λάθη του πατέρα της, εκείνος ποτέ δεν την επισκεπτόταν. Ήταν βέβαιη πως δεν βρισκόταν αυτός στην άλλη πλευρά.

Παρά τον φόβο μήπως πέσει κι εκείνη θύμα της μοίρας όπως η μητέρα της, έπρεπε να βιαστεί. Προσπέρασε την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή κάτω απ' το στήθος της και στάθηκε για λίγο μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος, προτού ανοίξει με χέρια που έτρεμαν.

Μπροστά της αντίκρισε μια κοπέλα με καστανόξανθα μαλλιά κι ένα τεράστιο τσόχινο καπέλο. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ήταν λιτά και η συνολική της εικόνα έκανε το βλέμμα της Ολίβια να κολλήσει στα σκούρα πράσινα μάτια της.

Κατέβασε τα μαύρα γυαλιά ηλίου της και άπλωσε το χέρι της. Το γαλάζιο, καρό ταγιέρ που φορούσε πρόδιδε την κοινωνική της τάξη, με το ασορτί παντελόνι της να ολοκληρώνει την εικόνα, λες και μόλις είχε βγει από γνωστό οίκο μόδας στο Παρίσι. Η επιβλητική της παρουσία έκανε την κοπέλα να σκοντάψει στο χαλάκι της εισόδου. «Ωραία πρώτη εντύπωση έκανα πάλι». Σκεφτηκε.

Η μαριονέτα του διαβόλου (ΥΠΟ ΔΙΌΡΘΩΣΗ)Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon