~16 Φεβρουαρίου, 2019
Ένιωθα τα πόδια μου να ματώνουν απ' τα άγρια χόρτα και τα αγκάθια που τα διαπερνούσαν, μα δεν μπορούσα να σταματήσω να τρέχω. Δεν έπρεπε να σταματήσω. Ό,τι κι αν γινόταν. Αν θυμάμαι ένα πράγμα απ' το προηγούμενο βράδυ, αυτό είναι σίγουρα τα ψηλά δέντρα που μου το έκαναν ακόμη πιο δύσκολο να διακρίνω προς τα πού κατευθυνόμουν. Ούτε αυτό με ένοιαξε όμως. Για εμένα είχε σημασία μονάχα να ξεφύγω, να νιώσω επιτέλους ελεύθερη.
Οι στάλες που έπεφταν απ' τις φυλλωσιές πιτσιλούσαν το πρόσωπό μου. Το χώμα κάτω απ' τα πέλματά μου βράχηκε κι αυτό, όταν οι σταγόνες έπεσαν με μανία πάνω του. Με θυμάμαι να κοιτώ ψηλά και να χαμογελάω∙ ένιωσα λες και ο χρόνος σταμάτησε, λες και όλα γύρω μου σταμάτησαν. Λες και ο κόσμος κινούνταν πιο αργά απ' ό,τι συνήθως.
Μα η βροχή δυνάμωσε και ξέσπασε μπόρα. Κρύωνα. Έτρεμα. Σχεδόν ξημέρωνε κι εγώ δεν ήξερα καν πού βρισκόμουν! Τα χρώματα του ορίζοντα άρχισαν να αλλάζουν: το σκοτεινό μαύρο μετατράπηκε σ' ένα απαλό, ρομαντικό ροζ όσο ο ήλιος είχε αρχίσει ν' ανυψώνεται. Σίγουρα θα με έβρισκαν.
Πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου τα γόνατα μου λύγισαν και κάπως έτσι, το σώμα μου σωριάστηκε στο έδαφος. Τα πόδια μου δεν μπορούσαν να με κρατήσουν παραπάνω. Μια ντροπαλή αχτίδα φωτός ξεπρόβαλε∙ περπατούσα ολόκληρο το βράδυ στο άγνωστο. Η βροχή είχε σταματήσει. Τα μουσκεμένα ρούχα μου δεν κατάφερναν να με κρατήσουν ζεστή. Το κορμί μου ήταν σχεδόν ολότελα καλυμμένο με λάσπη, έχοντας για μόνη προστασία την ασφάλεια του πιο απομακρυσμένου κυπαρισσιού. Για μια στιγμή ένιωσα όπως τη νύχτα που με πήραν: χαμένη, ζαλισμένη, σαν οι αισθήσεις μου να με εγκαταλείπουν. Έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου. Έπρεπε να αντέξω. Λίγο ακόμη μονάχα, ώστε αυτό το ημερολόγιο να φτάσει στα σωστά χέρια. Κι έπειτα όλα θα τελειώσουν. Κρατήσου Ολίβια...
~Λίγες ώρες νωρίτερα...
Είχε περάσει καιρός από την πρώτη φορά που κοιμήθηκε στο κρεβάτι του, κάτι που είχε πλέον μετατραπεί σε συνήθεια. Όμως εκείνη πάντα ξυπνούσε με το αίσθημα της μοναξιάς, ενώ εκείνος περνούσε τα βράδια του στο παλιό της δωμάτιο, αναζητώντας το ξεθωριασμένο της άρωμα στα σεντόνια που δεν κάλυπταν πια το σώμα της. Ακόμη κι αν η όλη ιδέα ήταν αρχικά βγαλμένη απ' το πονηρό μυαλό της Ρόουζ, ο πόθος του όλο και μεγάλωνε με το πέρασμα του χρόνου, μαγεμένος καθώς ήταν απ' την ιταλική της σαγήνη. Δεν μπορούσε πια παρά να τη σκέφτεται, να την ονειρεύεται. Τα μαύρα μαλλιά της τού θύμιζαν λίγο απ' το σκοτάδι που έκρυβε μέσα του, ενώ η ύπαρξή της φώτιζε την καθημερινότητά του.
ESTÁS LEYENDO
Η μαριονέτα του διαβόλου (ΥΠΟ ΔΙΌΡΘΩΣΗ)
Misterio / Suspenso«Φρόντισε να φερθείς κατάλληλα αν θέλεις να επιβιώσεις!» Γκάμπριελ Πίτερσον. Ένας γοητευτικός άνδρας, γνωστός για τα αποτρόπαια εγκλήματά του. Μπλεγμένος στα πιο σκοτεινά μονοπάτια του υπόκοσμου και έτοιμος να κερδίσει έναν πόλεμο που πηγαίνει χρόνι...