Κεφάλαιο 3: Συμβόλαιο με τον διάβολο

376 45 35
                                    

«Ημέρα πρώτη. Τα πόδια μου υπέφεραν από την ακινησία και το κρύο. Νόμιζα πως θα πεθάνω εκείνη την στιγμή. Δεν ήρθε κανένας σήμερα, ούτε καν για να μου δώσουν φαγητό.

Ημέρα δεύτερη. Όταν ζήτησα να πάω σε μια κανονική τουαλέτα και όχι στο, γεμάτο πια, κουβαδάκι δίπλα μου, ο Γκάμπριελ έφτυσε επιδεικτικά προς το μέρος μου. "Τα κατοικίδια δεν είναι σε θέση να απαιτούν." Μου είπε και κλώτσησε το πιάτο που μου έφερε ώστε να μην το φτάνω.

Ημέρα...; Ξημέρωσε άραγε; Ποια μέρα να ήταν; Όλα ίδια φαντάζουν και φαίνονται. Για πόσο ακόμα θα με βασανίζουν;»

Η Ολίβια προσπαθούσε μάταια να υπολογίσει τον χρόνο που είχε περάσει στο μπουντρούμι καθώς ρουφούσε συνέχεια την μύτη της. Η κουβέρτα που της είχαν δώσει δεν ήταν αρκετή για να ζεστάνει το σώμα της μέσα στο ψύχος που δημιουργούσε η υγρασία του υπογείου και, σίγουρα, δεν ήταν αρκετή για να ζεστάνει την πονεμένη ψυχή της.

Άρχισε να παρατηρεί τα στοιβαγμένα κουτιά στην γωνία του δωματίου και για λίγο χάθηκε στις σκέψεις της. «Τι να έχουν άραγε μέσα; Τι μυστικά κρύβει το καθένα;» Ακούμπησε το κεφάλι της στο σεντόνι και σκούπισε την μύτη της με την άκρη του. «Ποιος θα μου το έλεγε πως ο πατέρας μου τόσα χρόνια είχε δίκιο όταν μου έλεγε να προσέχω ποιος είναι πίσω μου...; Δεν μπορώ να καταλάβω την συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου. Είναι τελικά όλοι οι άνδρες τόσο διαολεμένα κακοί;»

Κάποιες σταγόνες έπεσαν στο κεφάλι της και σηκώθηκε απότομα. «Γιατί δεν μου λένε τουλάχιστον τι θέλουν; Τι άλλο μπορεί να θέλουν εκτός από λεφτά; Και αν όντως θέλουν λεφτά, γιατί να μου φερθούν τόσο άσχημα...; Έχω δει τα πρόσωπά τους, ξέρω τα ονόματά τους. Δεν βγάζει κανένα νόημα να με αντιμετωπίζουν σαν ένα πεταμένο σκουπίδι. Με την πρώτη ευκαιρία θα τους έδινα στεγνά στην αστυνομία. Οπότε πού καταλήγω πάλι; Α, ναι! Στο μηδέν. Όπως κάθε άλλη φορά καταλήγω στο κενό, στο πουθενά.»

Η σκληρή τους αντιμετώπιση την σκότωνε σιγά-σιγά. Ήταν αθώα. Τι λάθος είχε κάνει για να αξίζει κάτι τέτοιο;

Της ήταν αδύνατο να σταματήσει να σκέφτεται. Πώς έγινε εκείνη το θύμα ενός πιθανού δολοφόνου; Πώς μπόρεσε να φανεί τόσο αφελής;

Ένιωθε εξαντλημένη. Το σώμα της έτρεμε ασταμάτητα. Οι μαύροι κύκλοι ήταν εμφανείς στα μάτια της προδίδοντας πως ήταν άυπνη για ώρες. Το στομάχι της πονούσε απ' την πείνα. Τα μαλλιά της μπερδεμένα και βρώμικα, όπως και τα ρούχα της, μα τίποτα απ' όλα αυτά δεν την ένοιαζε σε μια στιγμή όπως ήταν εκείνη. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να καταριέται διαρκώς τον εαυτό της που μπόρεσε να εμπλακεί σε κάτι τόσο επικίνδυνο και σκοτεινό.

Η μαριονέτα του διαβόλου (ΥΠΟ ΔΙΌΡΘΩΣΗ)Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz