Κεφάλαιο 9: Βυθισμένος στο χάος

210 26 22
                                    

Η νύχτα τύλιγε τη Νέα Υόρκη και η παγερή της ατμόσφαιρα ήταν το κάτι άλλο για εκείνη. Το σκούρο μπλε χρώμα κάλυπτε την πόλη, σαν έναν σκοτεινό μανδύα που έκρυβε μέσα του τα πιο απόκοσμα μυστικά. Ο ουρανός ήταν ξάστερος, κάτι τόσο περίεργο μέσα στον τσουχτερό Χειμώνα. Θα ορκιζόταν πως ήταν Αύγουστος και είχε χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου. Όλα ήταν τόσο ζωντανά εκεί...

Περασμένα μεσάνυχτα κι ακόμη οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή! Οι δυνατές μουσικές των κλαμπ μπλέκονταν μεταξύ τους σ' αυτό το σημείο της πόλης, οι ουρανοξύστες ήταν βαμμένοι στην απόχρωση της νύχτας με τα φώτα τους έσπαγαν τη μονοτονία του αδιάκοπου θορύβου.

"Κι εδώ, Ολίβια, είναι το μέρος που λατρεύει ο...Γκάμπριελ. Καλώς ήρθες στο Σόχο!" φώναξε μέσα από το κράνος του, πατώντας φρένο στο κόκκινο φανάρι. Εκείνη ξεκόλλησε το σώμα της απ' το δικό του και σήκωσε το κεφάλι της για να δει τη Νέα Υόρκη όπως την είχε φανταστεί. Οι πολυτελείς γκαλερί που δέσποζαν στα πεζοδρόμια, τα κομψά κτίσματα με την αναγεννησιακή αρχιτεκτονική τους, τα χλιδάτα κλαμπ και τα αμέτρητα καταστήματα δεν μπορούσαν παρά να την εκπλήξουν. Τόσα διαφορετικά κτίρια μέσα σε λίγα μόνο τετράγωνα, που όμως ικανοποιούσαν κάθε είδους αισθητική - ακόμη και των πιο ιδιότροπων. Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να ζήσει σ' αυτή την πόλη, εκεί όπου η διασκέδαση δεν σταματούσε ποτέ -τουλάχιστον όχι προτού ο ήλιος ανατείλει. Σε εκείνο το μέρος που η βαβούρα ηχούσε σαν μελωδία στ' αυτιά της και η ρουτίνα ποτέ δεν θα την άγγιζε.

Ο λεβάντες* έπαιρνε τα καλοχτενισμένα μαλλιά της στο πέρασμά του. Το ήδη ανοιχτό μπουφάν της άνοιξε περισσότερο, αποκαλύπτοντας το -όχι και τόσο σεμνό- ντεκολτέ της. Εκείνη ενστικτωδώς έσφιξε το κορμί του πάνω στο δικό της, κάνοντάς τον να γουρλώσει τα μάτια του από έκπληξη μέσα στο κράνος. "Σε λίγο φτάνουμε." συνέχισε ο Κρίστιαν με μια διακριτή, ανεξήγητη ψύχρα στη φωνή του.

Είχε πει κάτι λάθος την ώρα που πέρασαν μαζί; Έφταιγε εκείνη γι' αυτή του την αντίδραση; Οι σκέψεις τρύπωναν σαν σαράκι στο μυαλό της και την έτρωγαν σιγά-σιγά. Κι αν πράγματι ήταν θυμωμένος μαζί της; Κι αν τώρα δεν τηρούσε την υπόσχεση που της έδωσε; Η κοπέλα έγειρε το κεφάλι της στην πλάτη του και έκλεισε τα μάτια της, αφήνοντας μερικά δάκρυα τρόμου και πανικού να λεκιάσουν την επένδυση του κράνους της.

Εκείνος, όμως, δεν μιλούσε. Με το βλέμμα καρφωμένο στον δρόμο μπροστά του και το μυαλό του να ταξιδεύει σε όσα του είχε πει νωρίτερα, πίεζε περισσότερο το δεξί του χέρι στο γκάζι. Η ταχύτητα έκανε πλέον τα επερχόμενα οχήματα να φαντάζουν σαν καμβάς αφηρημένης τέχνης στα μάτια του, ακριβώς σαν κι εκείνους που ζωγράφιζε όταν βυθιζόταν στο χάος του. Ήταν πράγματι ερωτευμένος ο Γκάμπριελ με τη Μορέλλι; Θα έθετε τα πάντα σε κίνδυνο για εκείνη; Θα άφηνε την μοίρα στην οποία τόσο πίστευε να καθορίσει το μέλλον τους;

Η μαριονέτα του διαβόλου (ΥΠΟ ΔΙΌΡΘΩΣΗ)Where stories live. Discover now